Ο Αλέξης Τσίπρας σε ρόλο ακροβάτη

Τι έγινε πίσω από τις κλειστές πόρτες; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Μόνο οι διαρροές από όλες τις δυνατές πλευρές και πηγές μπορούν να διαμορφώσουν μια εικόνα, και πάλι αβέβαιη. Εντούτοις, και μόνο το γεγονός ότι η συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ έγινε, όπως προκύπτει, κεκλεισμένων των θυρών και επισήμως προς τα «έξω» δόθηκε μόνο η παρέμβαση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, αρχικώς τουλάχιστον, είναι κάτι που δείχνει τουλάχιστον τεντωμένα νεύρα.

Οι διαφωνίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν είδηση. Είναι ένα πάγιο χαρακτηριστικό που δεν προκαλεί και τόση έκπληξη. Εντούτοις, πλέον από την θέση της κυβέρνησης που διαπραγματεύεται με τους πιστωτές το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, ούτε μπορεί να λυθεί με την κάθε πλευρά απλώς ν’ αναγνωρίζει στην άλλη το δικαίωμα να έχει διαφορετική άποψη και να συνεχίζει να την εκφράζει.

Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να κυβερνήσει την χώρα. Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις και την συμφωνία για τετράμηνη παράταση της δανειακής σύμβασης που επιτεύχθηκε με τους πιστωτές, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στην βάση τεσσάρων αξόνων, η υλοποίηση των οποίων ουσιαστικά θα είναι και ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα κρίνουν την συνέχιση της πορείας των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας (προγράμματος για τους δανειστές, πιθανό 3ο μνημόνιο για ορισμένα ΜΜΕ και ορισμένους δανειστές, πχ Γερμανία, νέο συμβόλαιο για την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης).

Για τον Πρωθυπουργό, σύμφωνα με τα όσα είπε και στην συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, μέσα από τη συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία, όπως σημείωσε επιτεύχθηκε σε συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες και υπό καθεστώς απίστευτων πιέσεων από τους πιστωτές σε όλα τα επίπεδα με κυρίαρχο εκείνο της χρηματοδότησης και της ρευστότητας των τραπεζών, η κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει: το διαχωρισμό της δανειακής σύμβασης από το μνημόνιο, την απεμπλοκή από τα μνημόνια ως πλαίσιο πολιτικής λιτότητας, μια ενδιάμεση συμφωνία που δίνει ανάσα στον ελληνικό λαό, την αποφυγή ενός σχεδίου οικονομικής και δημοσιονομικής ασφυξίας με στόχο την λεγόμενη «αριστερή παρένθεση», το τέλος των εξωπραγματικών πρωτογενών πλεονασμάτων, την ομαλότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως και σειρά άλλων κυβερνητικών παραγόντων όπως και κύκλων του υπουργείου Οικονομικών, επανέλαβε ότι όσον αφορά στον κατάλογο μεταρρυθμίσεων που στάλθηκε στους πιστωτές εντάχθηκαν πολλά μέτρα που εκπορεύονται ουσιαστικά από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Παραδέχτηκε ότι  είναι δύσκολα τα πράγματα και ότι όλα θα κριθούν και από την ικανότητα διακυβέρνησης και διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης και τόνισε ότι πρέπει να προχωρήσει γρήγορα η εξειδίκευση των μεταρρυθμίσεων.

Με την άποψη αυτή δεν συμφωνούν όλοι μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και η διαφωνία αυτή διατρέχει κάθετα της γραμμές του κόμματος: από υψηλόβαθμα στελέχη, υπουργούς, βουλευτές μέχρι απλά μέλη και συνιστώσες.  Ενδεικτικό του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί είναι ότι, χωρίς να είναι γνωστό πως ακριβώς τοποθετήθηκε εντός της συνεδρίασης της ΚΟ, ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας Παναγιώτης Λαφαζάνης, μιλώντας στην εφημερίδα «Τα Νέα», επανέλαβε ότι στον τομέα της ενέργειας δεν θα προχωρήσει καμία ιδιωτικοποίηση και ότι το ίδιο ισχύει και για το Ελληνικό.

Οι δηλώσεις αυτές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις του καταλόγου μεταρρυθμίσεων που έγιναν δεκτές από τους πιστωτές, καθώς σε αυτές περιλαμβάνεται σαφώς η δέσμευση ότι  οι ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ολοκληρωθεί δεν πρόκειται να ανακληθούν, ενώ στις περιπτώσεις που οι διαγωνιστικές διαδικασίες έχουν ξεκινήσει η κυβέρνηση θα τις σεβαστεί σύμφωνα με το νόμο. Επίσης για τις ιδιωτικοποιήσεις που δεν έχουν ξεκινήσει, θα υπάρξει επανεξέταση με στόχο να βελτιωθούν οι όροι και να μεγιστοποιηθούν τα μακροπρόθεσμα οφέλη του κράτους. Σε αυτά προστέθηκε και η δήλωση Σόιμπλε ότι στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων η Ελλάδα «δεν μπορεί να κάνει τίποτε μόνη της: ούτε να τις σταματήσει ούτε να τις καθυστερήσει». Αν κανείς αναλογιστεί ότι στον τομέα του κ. Λαφαζάνη εντάσσονται ίσως οι σημαντικότερες από τις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις καθώς περιλαμβάνεται η πώληση του 66% του ΑΔΜΗΕ (δικτύων ηλεκτρισμού), η πώληση της μικρής ΔΕΗ και η πώληση του 17% της μητρικής ΔΕΗ, η ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ και ΔΕΠΑ καθώς και η πώληση του Ελληνικού, η διαφωνία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα, ούτε να παραμεριστεί εύκολα χωρίς να προκληθούν ρήγματα και εντός κόμματος και εντός κυβέρνησης.

Το δεύτερο μεγάλο μέτωπο αντιδράσεων εστιάζεται στο αναφερόμενο ως δεύτερο υποκεφάλαιο με τίτλο «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας» που υπάγεται στο κεφάλαιο των πολιτικών για την ενίσχυση της ανάπτυξης που η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στους πιστωτές. Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται αναφορά για «”έξυπνη” προσέγγιση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις που εξισορροπεί τις ανάγκες της ευελιξίας με το δίκαιο», για «φιλοδοξία» αύξηση κάποια στιγμή του κατώτατου μισθού με τρόπου που να διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα, για συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους διεθνείς θεσμούς των όποιων  αλλαγών, για συνεισφορά του ΟΟΣΑ στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών πρακτικών στην εργατική νομοθεσία και σε επέκταση και ανάπτυξη του υπάρχοντος σχήματος για την παροχή προσωρινής απασχόλησης σε συμφωνία με τους εταίρους.

Οι προβλέψεις αυτές απέχουν πολύ από τον τρίτο πυλώνα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης για τις εργασιακές σχέσεις και η κριτική όσων διαφωνούν εστιάζεται στο ότι πρακτικά δεν αναφέρεται τίποτε συγκεκριμένο και σαφές για το τι θα κάνει η κυβέρνηση. Εξίσου «θολή» βλέπουν πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και την εικόνα που διαμορφώνεται στο φορολογικό, καθώς δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί τι θα γίνει με την νέα φορολογική κλίμακα, με τον ΕΝΦΙΑ αλλά και τον ΦΠΑ  με αποτέλεσμα να διατυπώνονται ανησυχίες και φόβοι ότι μπορεί τελικά να υπάρξουν αυξήσεις για συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού που δεν εντάσσονται στα ανώτατα οικονομικά στρώματα. Γκρίνια έχει προκαλέσει και η ασάφεια που επικρατεί στο τι μέλλει γενέσθαι στον δημόσιο τομέα, αφού επίσης δεν έχει ξεκαθαριστεί αν οι επαναπροσλήψεις που έχουν προαναγγελθεί θα γίνουν και πώς (πχ για τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών το θέμα παραπέμφθηκε από τον Άρειο Πάγο για το φθινόπωρο και είναι ένα ερώτημα τι θα κάνει τελικά η κυβέρνηση), τι θα γίνει με το ενιαίο μισθολόγιο, τι θα γίνει με τις προαναγγελθείσες προσλήψεις και από την προηγούμενη κυβέρνηση, αν θα προχωρήσουν ή όχι απολύσεις. Ανησυχία δε πυροδότησε η πρόβλεψη για συνένωση ασφαλιστικών ταμείων.

Οι απαντήσεις του Γ. Βαρουφάκη σε σειρά συνεντεύξεων (CNBC, Real FM κλπ) ότι δεν πρόκειται να γίνουν απολύσεις, δεν θα γίνουν νέες μειώσεις σε συντάξεις και μισθούς σε συνδυασμό με το ότι το «κυνήγι» της φοροδιαφυγής (στα έσοδα από την οποία εν πολλοίς η κυβέρνηση βασίζει τα ισοδύναμα που προτείνει για να μην υιοθετήσει οριζόντια μέτρα περικοπών) είναι σαν το «κυνήγι του θησαυρού», δηλαδή ξέρεις ότι υπάρχουν χρήματα αλλά δεν είναι βέβαιο πώς και πόσα θα βρεις, αντί να καθησυχάσουν, πυροδότησαν περαιτέρω ανησυχία και γκρίνια στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Υπό το πρίσμα αυτό έντονη είναι η φημολογία ότι πιθανώς η κυβέρνηση να επιλέξει να παρακάμψει το κοινοβούλιο για να αποφύγει μια ευθεία κοινοβουλευτική «εσωτερική» αντιπαράθεση αλλά παράλληλα και να διευκολύνει τους διαφωνούντες βουλευτές και υπουργούς να μην έρθουν στη δύσκολη θέση να επιλέξουν ανάμεσα στην απόσυρση της στήριξής τους από την κυβέρνηση και την πολιτική τους αξιοπρέπεια, ένα δίλημμα ιδιαίτερα βαρύ δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει μόνο ένα μήνα στη διακυβέρνηση της χώρας. Αναζητάται, όπως λέγεται, άλλος τρόπος υιοθέτησης της συμφωνίας με τους πιστωτές, πχ δια μέσου μόνο υπογραφής του κ. Βαρουφάκη ή κάπως έτσι.

Η αναζήτηση εναλλακτικών μοιάζει ιδιαίτερα επείγουσα καθώς, όπως άναμενόταν, η αντιπολίτευση από δεξιά και αριστερά πιέζει την κυβέρνηση, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη από την ΝΔ να ρωτά πότε θα έρθει προς συζήτηση και ψήφιση η νέα συμφωνία στην Βουλή, δεδομένης της προεκλογικής και μετεκλογικής τοποθέτησης του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα κυβερνήσει με προεδρικά διατάγματα αλλά θα αναβαθμίσει το ρόλο του Κοινοβουλίου, και με το ΚΚΕ να καταθέτει νόμο για κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, δηλαδή τον νόμο που και παλιότερα είχε καταθέσει και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υπερψηφίσει.

 

Εργασιακάεσωτερικές διαφωνίεςιδιωτικοποιήσειςΚοινοβουλευτική ΟμάδαΣΥΡΙΖΑ