Πυρετώδεις είναι οι διαβουλεύσεις στους κόλπους της κυβέρνησης για την κατάρτιση του καταλόγου με τις μεταρρυθίσεις που η ελληνική πλευρά θα καταθέσει προς έγκριση στους εταίρους-πιστωτές την Δευτέρα, προκειμένου να προχωρήσει σε εφαρμογή η συμφωνία στην οποία κατέληξαν στο Eurogroup της Παρασκευής, για παράταση της δανειακής σύμβασης για τέσσερις μήνες.
Η κυβέρνηση, δια του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα αλλά και δια του Αντιπροέδρου Γιάννη Δραγασάκη, εμφανίζεται βέβαιη ότι ο κατάλογος θα είναι έτοιμος και θα υποβληθεί στην ώρα του στους εταίρους, ενώ ο Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης εμφανίστηκε «σχεδόν», όπως είπε, βέβαιος ότι ο κατάλογος θα εγκριθεί. Εφόσον κάτι τέτοιο γίνει στην τηλεδιάσκεψη που θα πραγματοποιηθεί αργά το βράδυ της Δευτέρας, ή την Τρίτη το πρωί, με την συμμετοχή της Διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, του Διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, και του Επιτρόπου Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, τότε η συμφωνία προχωρά σε εφαρμογή και δρομολογούνται οι διαδικασίες έγκρισής της από εθνικά κοινοβούλια, όπου αυτό είναι απαραίτητο. Σε περίπτωση που προκύψει εμπλοκή, τότε δεν αποκλείεται να πραγματοποιηθεί ένα νέο Eurogroup
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση σκοπεύει να περιλάβει στην λίστα μέτρα από την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ρυθμίσεις για τα εργασιακά και σειρά φορολογικών ρυθμίσεων, τη ρύθμιση για τις 100 δόσεις, καθώς και σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Όλα αυτά, βέβαια, στο πλαίσιο της δέσμευσης που ανέλαβε να μην προχωρήσει σε ενέργειες με δημοσιονομικό κόστος.
Όπως διαρρέεται, η λίστα που θα στείλει η Αθήνα δεν θα είναι κάποιο εκτενές έγγραφο με κοστολογημένες προτάσεις αλλά ένα ολιγοσέλιδο έγγραφο που θα εμπεριέχει εκτενή περιγραφή των τρόπων και των μεθόδων που θα χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την φοροδιαφυγή και τη διαφθορά αλλά και για να αναμορφώσει το Δημόσιο. Η κυβέρνηση επιδιώκει να μείνουν έξω από το δικό της σχέδιο των μεταρρυθμίσεων οι δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, γι αυτό και μέσα στον κατάλογο δεν θα υπάρχουν προβλέψεις για το ασφαλιστικό ή τα εργασιακά, ούτε προβλέψεις για μειώσεις συντάξεων και μισθών.
Εκτιμάται ότι οι πιστωτές δεν θα ασκήσουν πίεση για προώθηση τέτοιου είδους μέτρων άμεσα, καθώς ουσιαστικά αυτό που επιτεύχθηκε, θα μπορούσε κανείς να πει, στο Eurogroup της Παρασκευής είναι ότι δέχτηκαν να υπάρχει ένα περιθώριο τεσσάρων μηνών, κατά το οποίο η ελληνική πλευρά θα πρέπει να παρουσιάσει λεπτομερές σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα τηρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε (για τις υποχρεώσεις απέναντι στους πιστωτές, καθώς και για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα). Πρόκειται για ένα δύσκολο στοίχημα, όπως επισημαίνουν αναλυτές, στο οποίο η κυβέρνηση θα κριθεί, καθώς αν πετύχει αυτόν τον δύσκολο συνδυασμό πιθανώς να μην της τεθούν νέες απαιτήσεις στα θέματα που η ίδια δεν θέλει ν’ αγγίξει.
Προφανώς ο κατάλογος μεταρρυθμίσεων που θα καταθέσει η Αθήνα δεν θα μπορεί, ουσιαστικά, να αξιολογηθεί μέσα σε λίγες ώρες από τους πιστωτές, οι οποίοι απλώς θα κληθούν να εγκρίνουν ή όχι τους βασικούς άξονες και τους απώτερους στόχους που τίθενται. Είναι, όμως, προφανές ότι στα τέλη Απριλίου, το επόμενο χρονικό περιθώριο που θέτει η συμφωνία και στο οποίο επέστησαν την προσοχή κατά την συνέντευξη Τύπου τόσο ο Γερούν Ντάισελμπλουμ όσο και η Κριστίν Λαγκάρντ, θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο ως προς την αξιολόγηση. Τότε, οι πιστωτές θα κρίνουν τα πρώτα βήματα των μεταρρυθμίσεων και θ’ αποφανθούν. Μέχρι τότε, εικάζεται ότι θα έχει οριστικοποιηθεί και ο τρόπος αξιολόγησης των μεταρρυθμίσεων, κάτι που δεν διευκρινίζεται στο κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup και απέφυγε επισταμένα ν’ απαντήσει και ο κ. Ντάισελμπλουμ στις ερωτήσεις που του τέθηκαν.
Όπως σχολίαζαν αναλυτές, ουσιαστικά, η συμφωνία στην οποία κατέληξε το Eurogroup την Παρασκευή είναι ένα πλαίσιο επί του οποίου καλείται η ελληνική κυβέρνηση, υπό πολύ αυστηρούς όρους, να κινηθεί.
Αν και είναι αυτό το τετράμηνο δεν θα ζητηθεί πιθανότατα από την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε αυστηρά μέτρα λιτότητας, αν οι μεταρρυθμίσεις που θα προτείνει ως «αντίβαρο» ως προς τα έσοδα και τη δημοσιονομική ισορροπία σε αυτά δεν αποδώσουν, τότε τίποτε δεν αποκλείεται. Και όλα αυτά καλείται να τα κάνει υπό την δαμόκλειο σπάθη της διαρκούς πίεσης που θα ασκείται από την ΕΚΤ, ιδιαίτερα μετά την σαφή απόφαση να μην παραμείνουν υπό ελληνικό έλεγχο τα περίπου 10 δισεκατομμύρια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να περάσουν στο EFSF, παραμένοντας πάντα διαθέσιμα μόνο για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Προφανώς υπό αίρεση παραμένει και ο ορισμός των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, που αφέθηκε «ανοικτός» να κρίνεται σε συνεργασία με τους εταίρους ανάλογα με την «οικονομική συγκυρία» στην Ελλάδα κάτι που σημαίνει ότι, αν η ελληνική κυβέρνηση πείσει, τότε θα μειωθεί, αλλά αν δεν πείσει δεν μπορεί ουδείς ν’ αποκλείσει ότι θα επανέλθει στα γνωστά υψηλά ανέφικτα επίπεδα.
Με δεδομένα όλα αυτά, προκύπτει ότι η συμφωνία της Παρασκευής στο Eurogroup από την μία δίνει στην Αθήνα ένα τετράμηνο περιθώριο όπως ζητούσε και αφήνει ορισμένα κρίσιμα σημεία «ελαφρά απροσδιόριστα» (πχ πρωτογενές έλλειμμα κλπ), από την άλλη όμως της θέτει πολύ στενά όρια δράσης και την υποβάλλει ουσιαστικά σε διαρκή δοκιμασία όσον αφορά στις προτάσεις που θα καταθέσει, ενώ ταυτόχρονα θα την έχει υπό διαρκή πίεση δια της ΕΚΤ.
Πρόκειται για ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί.