Τη θέση ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας επανεξοπλίζονται «στο πλαίσιο ενός μεγάλου και οργανωμένου σχεδίου», με τη συμβολή των επιτελείων του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, εξέφρασε σήμερα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Μιλώντας στον Alpha, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «το πρόγραμμά μας έχει την έγκριση του πρωθυπουργού και βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι πολύ φιλόδοξο και εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Καλύπτει όλο το μήκος και πλάτος των Ενόπλων Δυνάμεων και τους τρεις κλάδους. Δεν περιλαμβάνει μόνο την απόκτηση καινούργιων συστημάτων, όπως είναι τα αεροπλάνα Rafale, αλλά και την αναβάθμιση των υφισταμένων συστημάτων, κάτι που είναι άλλωστε πάρα πολύ σημαντικό».
Αργά ή γρήγορα θα συζητηθεί η αγορά των F-35
«Το μεγάλο μας σχέδιο της δομής δυνάμεων», συνέχισε, «προβλέπει ότι σε βάθος χρόνου θα αποκτηθούν 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη. Πήραμε έως τώρα τα 18. Αργά ή γρήγορα θα συζητηθεί και η αγορά των F-35. Δεν είναι της παρούσης, αλλά θα πάμε σε αεροσκάφη 5ης γενιάς και το βασικό αεροσκάφος σε τέτοιο επίπεδο -εντός ΝΑΤΟ- αυτή τη στιγμή είναι το F-35. Θυμίζω, επίσης, ότι εξελίσσεται φέτος το πρόγραμμα μετατροπής ελληνικών F-16 σε Viper. Πρόκειται για την πιο σύγχρονη εκδοχή F-16 στον κόσμο. Σε λίγες ημέρες θα πετάξει στην Αμερική το πρώτο ελληνικό F-16 Viper. Για τα επόμενα επτά χρόνια, θα εξελίσσουμε, ανά έτος, από οκτώ έως δώδεκα F-16 σε Viper».
Η απόκτηση των Rafale θα γείρει την πλάστιγγα ισχύος προς την πλευρά μας
Σε σχέση με την Τουρκία ο υπουργός ανέφερε ότι «αντιλαμβάνεται πως η Ελλάδα ενισχύεται γρήγορα και καταλυτικά. Η απόκτηση των Rafale θα γείρει την πλάστιγγα ισχύος προς την ελληνική πλευρά. Δεν είναι μόνο η προμήθεια των αεροπλάνων. Είναι και τα όπλα που φέρουν. Όπλα στρατηγικά, που δεν διαθέτει η άλλη πλευρά. Όπλα ικανά να εξαπολύσουν καίρια πλήγματα στην αντίπαλη πλευρά, εάν χρειαστεί. Όλοι ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί».
Αναφερόμενος στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, κατέστησε σαφές ότι προχωράμε «με προηγμένα οπλικά συστήματα -με αεροπλάνα και όπλα αλλά και σε επίπεδο υποδομών-, ενισχύοντας το αποτρεπτικό μας αποτύπωμα. Αυτό συμβαδίζει με τη διπλωματία. Διότι η διπλωματία δεν μπορεί δίχως την αποτροπή».