Ήδη από τα τέλη Δεκεμβρίου, το γύρο του διαδικτύου έχει κάνει η είδηση ότι, σύμφωνα με απόφαση του Εκλογοδικείου, τη θέση του μέχρι πρότινος βουλευτή της Β2 Περιφέρειας του Δυτικού Τομέα Αθηνών, Θανάση Παπαχριστόπουλου, καταλαμβάνει ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και συνυποψήφιός του στις εκλογές του 2019, Παναγιώτης Κουρουμπλής.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Κουρουμπλής, μετά την εκλογική αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019, είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη αιτούμενος επανακαταμέτρηση των ψήφων έναντι του συνυποψηφίου του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Θανάση Παπαχριστόπουλου, καθώς η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν οριακή .
Ειδικότερα, ο κ. Παπαχριστόπουλος είχε συγκεντρώσει 13.912 ψήφους, ενώ ο κ. Κουρουμπλής 13.906. Το Εκλογοδικείο δικαίωσε τελικά τον δεύτερο, καθώς μετά από την επανακαταμέτρηση έκρινε ότι ο ίδιος είχε λάβει τελικά 226 περισσότερες ψήφους σε σχέση με τον συνυποψήφιό του.
Και αφού η απόφαση αυτή, η οποία σηματοδότησε τη λήξη του συγκεκριμένου εκλογικού «θρίλερ», κοινοποιήθηκε στη Βουλή, ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου η ορκωμοσία του νέου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Τα «προβλήματα» εκκινούν από την εξής εξέλιξη: Δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση ανακηρύσσει τον κ. Κουρουμπλή βουλευτή και αναγνωρίζει ότι στο πρόσωπό του συντρέχει αυτή η ιδιότητα αναδρομικώς, δηλαδή από την ημέρα του εκλογικού αποτελέσματος ( και όχι από την ημέρα της ορκωμοσίας του), ο ίδιος , πέραν της έδρας, δύναται να διεκδικήσει βουλευτική αποζημίωση για διάστημα 18 μηνών, κατά το οποίο βρισκόταν εκτός Κοινοβουλίου.
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Θανάσης Παπαχριστόπουλος δεν υποχρεούται να επιστρέψει τους μισθούς που έλαβε κατά το διάστημα της βουλευτικής του θητείας, δηλαδή δεν θα κληθεί να επιστρέψει τα χρήματα ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομική προσέγγιση του ζητήματος αυτού από τον Καθηγητή της Νομικής Αθηνών, Αντώνη Παντελή, ο οποίος σε σύγγραμμά του και συγκεκριμένα στην 5η έκδοση του Εγχειριδίου Συνταγματικού Δικαίου, αναφέρει ότι η αποζημίωση δεν είναι μισθός διότι προϋποθέτει ζημία και η ζημία είναι ότι οι βουλευτές δεν ασχολούνται με το επάγγελμά τους αλλά με την άσκηση του λειτουργήματός τους, για το οποίο και αποζημιώνονται.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι «δεν δικαιολογείται αναδρομική καταβολή αφού ο νέος βουλευτής δεν έχει ασκήσει βουλευτικά καθήκοντα, που τον αποσπούν από τις ιδιωτικές του υποθέσεις, ώστε να αποζημιωθεί».
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νομοθετικής ασάφειας, η οποία οδηγεί αναμφίβολα σε ένα νομικά παράδοξο σχήμα. Με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν ξέρω κατά πόσο εύκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι συντρέχει ευθεία παραβίαση κάποιας διάταξης, αν μάλιστα ληφθεί υπ’όψιν ότι η ασάφεια του νόμου ως προς το ζήτημα αυτό έχει οδηγήσει στη «δημιουργία» και την εφαρμογή ενός κανόνα «sui generis» χαρακτήρα.
Πρόκειται μάλιστα για μια πρακτική που έχει παγιωθεί, λόγω της μακροχρόνιας εφαρμογής της, ευνοώντας το συμφέρον των προσώπων που φέρουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι παρόμοια φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν και με βουλευτές άλλων κομμάτων.
Η ασάφεια του νόμου ως προς το ειδικό αυτό ζήτημα δεν οδηγεί μόνο στο οικονομικό όφελος των βουλευτών, αλλά συνακόλουθα και στην υπέρμετρη επιβάρυνση των φορολογούμενων, οι οποίοι στην ουσία καλούνται να πληρώσουν την αποζημίωση 301 αντί 300 βουλευτών.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η συγκεκριμένη παράμετρος χρήζει άμεσης νομοθετικής παρέμβασης έτσι ώστε να καλυφθεί πάραυτα οποιοδήποτε νομοθετικό κενό και οι πολιτικοί ταγοί της χώρας να αντιμετωπίζονται ως προς τέτοιου είδους ζητήματα όπως όλοι οι πολίτες. Στους δύσκολους δημοσιονομικά καιρούς που διανύουμε, είναι απολύτως απαράδεκτο οι φορολογούμενοι της χώρας αδικαιολόγητα να επωμίζονται εις διπλούν το ίδιο «βάρος».
Τέτοιες αξιώσεις μπορεί μέχρι σήμερα να θεωρούνται τυπικά νόμιμες ( κατά τους ισχυρισμούς άλλων νομιμοφανείς), γεννάται, ωστόσο, το ερώτημα αν είναι και ηθικές. Ας είναι λοιπόν περισσότερο προσεκτικοί την επόμενη φορά όλοι εκείνοι οι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου που υπεραμύνονται των δικαιωμάτων των πολιτών, της διαφάνειας και της προάσπισης του κράτους δικαίου.
Είναι βέβαιο ότι η έκταση που έχει λάβει το εν λόγω ζήτημα θα εγείρει προβληματισμό και μακάρι να οδηγήσει στην αναδιάρθρωση του νομοθετικού πλαισίου ως προς το πεδίο αυτό το συντομότερο δυνατό. Γιατί οι ασάφειες, η αοριστία και τα κενά δικαίου εύκολα μπορούν να οδηγήσουν στην υπονόμευση της γενικής συνταγματικής αρχής της ισότητας.