Νέα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κύπριο ομόλογό του, Νίκο Χριστοδουλίδη, είχε σήμερα το πρωί ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, ενώ σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό «Antenna», ο κ. Δένδιας τόνισε πως το Barbaros παραβιάζει κατάφωρα την κυπριακή ΑΟΖ και έστειλε το μήνυμα πως η Ελλάδα θα στηρίξει την Κυπριακή Δημοκρατία με όποιο τρόπο ζητήσει.
Με την επιβολή περαιτέρω κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, επί παραδείγματι, όπως ανέφερε.
Μόνη διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο
Παράλληλα ο κ. Δένδιας σκιαγράφησε το πλαίσιο και το αντικείμενο διαλόγου της Ελλάδας με την Τουρκία, καθιστώντας σαφές πως η διαφορά μας με τη γείτονα είναι η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και οι υπερκείμενες θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή η ΑΟΖ. Στη συνέντευξή του, ο κ. Δένδιας διεμήνυσε ότι η ελληνική πλευρά έχει διακηρύξει πως είναι πάντα ανοικτή σε αυτόν τον διάλογο, αλλά όχι επί παντός επιστητού και εφόσον τηρείται η αυτονόητη προϋπόθεση της μη παραβατικότητας και των μη προκλήσεων, και επανέλαβε πως αν δεν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία λύση αμοιβαία αποδεκτή, η Ελλάδα θα δεχόταν να πάει στο Δικαστήριο της Χάγης και να επιλυθεί εκεί η διαφορά.
«Εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε να έχουμε άλλες διαφορές με την Τουρκία. Αυτό είναι το πλαίσιο και το αντικείμενο διαλόγου» ξεκαθάρισε και προσδιόρισε με σαφήνεια ότι η Ελλάδα αυτό που επιδιώκει στην περιοχή είναι η επικράτηση ενός τρόπου συμπεριφοράς, τον οποίο επιτάσσει το διεθνές δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
«Εμείς λειτουργούμε πάντα σε ένα πλαίσιο σκέψης: Η ΕΕ, το διεθνές δίκαιο, ο 21ος αιώνας. Δεν είμαστε μία χώρα που επιδιώκει συγκρούσεις και εντάσεις» κατέδειξε και επισήμανε ότι προφανώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται ακόμα τον εαυτό της σε μία προηγούμενη εποχή, άρα ασκεί πολλές φορές πολιτική εντάσεων. «Εμείς δεν την ακολουθούμε σε αυτό», υπογράμμισε και διεμήνυσε πως η επικοινωνία με όρους διεθνούς δικαίου είναι ο τρόπος επίλυσης των διαφορών.
Ο κ. Δένδιας, όπως μεταδίδει ο Δ. Μάνωλης, για το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ανέφερε πως «δεν έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, στο οποίο να μπορούμε να πούμε ότι έχουμε συμφωνήσει ακόμα και την έναρξη διαλόγου, που διακόπηκε το 2016, δηλαδή των διερευνητικών συζητήσεων». Αποκρυσταλλώνοντας περαιτέρω, ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι δεν είμαστε σήμερα σε επίπεδο διερευνητικών συζητήσεων με την Τουρκία, αλλά σε επίπεδο επαφών που θα μπορούσαν, αν πετύχουν, να οδηγήσουν σε επανέναρξη των διερευνητικών.
Ερωτηθείς για το ότι ενδεχομένως η Τουρκία βάζει στο τραπέζι δέκα διεκδικήσεις για να πάει σε μία διαπραγμάτευση και να πάρει κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε να διεκδικήσουμε κάτι, ο κ. Δένδιας απάντησε ότι το πώς η Τουρκία βλέπει τα πράγματα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η ελληνική πλευρά θα ακολουθήσει. Επίσης, τόνισε πως υπάρχουν άλλα σημεία που θα πρέπει η Ελλάδα να συνεννοηθεί με την Τουρκία, αναφέροντας ως παράδειγμα τον πυρηνικό σταθμό που κατασκευάζει στο Ακούγιου, για τον οποίο, σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, θα πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις ασφαλούς λειτουργίας σε όλες τις γύρω χώρες της περιοχής. Υπάρχουν ζητήματα, τα οποία μπορούμε και πρέπει να συζητήσουμε με την Τουρκία, αλλά δεν είναι στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής διαφοράς, υποστήριξε σημείωσε, ενώ τόνισε το θέμα του κανονισμού ναυσιπλοΐας μέσα στα Στενά, επισημαίνοντας πως η Τουρκία έχει υπερβεί τη Συνθήκη του Μοντρέ.
Κληθείς να απαντήσει εάν η παρέμβαση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άγγελας Μέρκελ, ήταν καταλυτική για την αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία, ο κ. Δένδιας παρατήρησε πως η κ. Μέρκελ έχει αυξημένο κύρος στην ΕΕ, αλλά έχει και το θεσμικό καθήκον να χειριστεί θέματα που αφορούν την ασφάλεια της ΕΕ και των κρατών-μελών της, καθώς η Γερμανία ασκεί την προεδρία της ΕΕ.
Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε και στη σχέση της Ελλάδας με τη Γαλλία, χαρακτηρίζοντάς την εξαιρετική και υπογράμμισε ότι ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έχει επίσης σαφή θέση στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Απαντώντας σε ερώτηση για το ενδεχόμενο διεξαγωγής Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε πως ο πρωθυπουργός ενημέρωσε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και τόνισε ότι οι αυτές οι συζητήσεις διεξήχθησαν σε ένα κλίμα εθνικής κοινής αντίληψης, εθνικής ομόνοιας. Επισήμανε, επιπλέον πως και στο επίπεδο του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, αλλά και της ενημέρωσης των κομμάτων, είχε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τη στήριξη του ελληνικού πολιτικού συστήματος και κατέστησε σαφές πως η εθνική ενότητα είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη χώρα.