Αυστηρές ποινές, θα επιβάλλονται σύμφωνα με ό,τι προβλέπει ο σχετικός νόμος, στις περιπτώσεις άσκησης σωματικής βίας εις βάρος ελεγκτών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, αλλά και παραβάσεων αναφορικά με την τήρηση βιβλίων και τη χρήση ταμειακών μηχανών. Σύμφωνα με τροπολογία, που κατέθεσε στο φορολογικό νομοσχέδιο το υπουργείο Οικονομικών, υιοθετώντας τη σχετική εισήγηση της ΑΑΔΕ, προβλέπεται ότι:
α) σε περίπτωση που παρεμποδίζεται η διενέργεια ελέγχου από υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με χρησιμοποίηση βίας ή απειλής κατά των οργάνων αυτών, αναστέλλεται η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης στην οποία αφορά ο έλεγχος, με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, μέχρι 1 μήνα.
β) Στις περιπτώσεις που παρεμποδίζεται η διενέργεια ελέγχου με απειλή χρήσης βίας με όπλα ή άλλα αντικείμενα, ή ασκείται βία που έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική βλάβη ή τον κίνδυνο ζωής ή που θα μπορούσε να προκαλέσει σωματική βλάβη ή κίνδυνο ζωής του υπαλλήλου της ΑΑΔΕ, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, επιβάλλεται πρόστιμο από 10.000 έως 50.000 ευρώ αναστέλλεται η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης του υπαιτίου από δύο έως έξι μήνες, και σε περίπτωση υποτροπής, από έξι μήνες έως τρία χρόνια.
Τα παραπάνω ισχύουν και για επιθέσεις σε βάρος υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών κατά τη διενέργεια Ελέγχων από αυτούς.
Οι ρυθμίσεις κρίθηκαν αναγκαίες προκειμένου να καταστεί σαφές ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ανοχή σε οποιοδήποτε περιστατικό βίας και, πολύ περισσότερο, κινδύνου για τη σωματική ακεραιότητα ή ακόμη και τη ζωή των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ και του Υπουργείου Οικονομικών, κατά την διάρκεια διενέργειας ελέγχων και εκτέλεσης των καθηκόντων τους.
Επιπρόσθετα, αναστέλλεται η λειτουργία των επαγγελματικών εγκαταστάσεων, με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, όταν διαπιστώνεται η παραβίαση ή παραποίηση ή επέμβαση κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών. Συγκεκριμένα:
α. όταν o υπαίτιος της παράβασης είναι ο κάτοχος-χρήστης του φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού, αναστέλλεται η λειτουργία της επαγγελματικής εγκατάστασης, στην οποία αφορά ο έλεγχος, από δύο έως δώδεκα μήνες
β. όταν o υπαίτιος της παράβασης είναι η επιχείρηση, που έχει λάβει έγκριση λογισμικού (software) και υλισμικού (hardware) από τα αρμόδια όργανα ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει μεταπωλήσει λογισμικό ή παρέχει τεχνική υποστήριξη για την παραβίαση ή παραποίηση ή επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, αναστέλλεται η λειτουργία όλων των επαγγελματικών του εγκαταστάσεων από τρεις έως είκοσι μήνες, και επιβάλλεται πρόστιμο 100.000 ευρώ.
Ακόμα, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι παραβιάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο τη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του ή έχει εγγραφεί στο φορολογικό μητρώο περισσότερες φορές.
Βαριά είναι και τα πρόστιμα όταν διαπιστώνεται η μη τήρηση λογιστικών βιβλίων, καθώς και των αρχείων των ταμειακών μηχανών. Θα φτάνουν το 15% των εσόδων της επιχείρησης για κάθε έτος, όπου διαπιστώνεται παράβαση, με ελάχιστο ποσό ανά έτος τα 10.000 ευρώ για απλογραφικά και 30.000 ευρώ για διπλογραφικά βιβλία. Αν δεν έχει υποβληθεί φορολογική δήλωση τα τρία τελευταία χρόνια, το πρόστιμο είναι κατ΄ ελάχιστον 30.000 και 50.000 ευρώ αντίστοιχα.
Οι κυρώσεις αυτές αποτελούν απάντηση στην πρακτική που έχει παρατηρηθεί ορισμένοι παραβάτες να δηλώνουν, μετά την έναρξη του ελέγχου, «απώλεια» των ηλεκτρονικών αρχείων παραστατικών που έχουν εκδοθεί από τις ταμειακές μηχανές τους.
Τέλος, εξασφαλίζεται από την 1η Ιουλίου 2020 στους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι οποίοι υφίστανται σωματική βλάβη κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, η κάλυψη των πάσης φύσεως δαπανών νοσηλείας και αποθεραπείας, στο μέτρο που οι συγκεκριμένες δαπάνες δεν καλύπτονται από τον κύριο φορέα ασφάλισης ή και από ιδιωτικό φορέα ασφάλισης, με τον οποίο έχει συμβληθεί ο υπάλληλος.