Με το 2019 να είναι για τη Βρετανία η χειρότερη χρονιά που έχει γνωρίσει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να βρίσκεται τυπικά σε ύφεση, η χώρα τερματίζει σήμερα τη σχεδόν μισού αιώνα σχέση της με την Ευρωπαική Ένωση.
Στην περίπτωση ενός σκληρού Brexit, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται η αποχώρηση χωρίς εμπορική συμφωνία με τις Βρυξέλλες, η βρετανική οικονομία, θα δεχθεί νέο σοκ, που μπορεί να ανακόψει την ανάκαμψη που φαίνεται ορατή για το επόμενο διάστημα.
Υπάρχουν, πάντως, και ενθαρρυντικά στοιχεία, τα οποία συγκέντρωσε και αναλύει η βρετανική εφημερίδα The Guardian.
Οπως τονίζει στο σχετικό δημοσίευμα, διαφαίνονται, ήδη οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης, καθώς μετά την απροσδόκητη και καθοριστική εκλογική νίκη του Μπόρις Τζόνσον και την ανάδειξή του σε πρωθυπουργό της χώρας καταγράφεται ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων.
Προφανής αιτία ότι με πρωθυπουργό τον Τζόνσον και το κόμμα των Τόρηδων στην εξουσία απομακρύνεται η προοπτική των κρατικοποιήσεων και της βαριάς φορολογίας στις επιχειρήσεις που είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Τζέρεμι Κόρμπιν.
Αντανάκλαση αυτής της αισιοδοξίας των βρετανικών επιχειρήσεων ήταν η άνοδος που σημείωσε το χρηματιστήριο του Λονδίνου αμέσως μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Τζόνσον.
Την ίδια στιγμή, η ανεργία στη Βρετανία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο έχει βρεθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ οι μισθοί των Βρετανών αυξάνονται και ο ρυθμός αύξησής τους έχει επιταχυνθεί φτάνοντας το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας.
Το πρώτο σοκ
Εχει, ωστόσο, προηγηθεί το αρχικό σοκ που υπέστη η βρετανική οικονομία όταν υποχώρησε η στερλίνα στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 31 ετών αμέσως μετά το δημοψήφισμα του Brexit, τον Ιούνιο του 2016. Το άμεσο αποτέλεσμα τότε ήταν να εκτιναχθεί το κόστος των εισαγόμενων ειδών και να να πάρει την ανιούσα ο πληθωρισμός, πλήττοντας το βιοτικό επίπεδο των Βρετανών.
Σύμφωνα με τη Resolution Foundation, εταιρεία ανάλυσης στοιχείων για τα οικονομικά των βρετανικών νοικοκυριών, η εκτίναξη του πληθωρισμού μείωσε το εισόδημα μιας μέσης οικογένειας της Βρετανίας κατά τουλάχιστον 1.500 στερλίνες τον χρόνο, ποσό αντίστοιχο των 1.780 ευρώ, περίπου.
Οικονομικοί αναλυτές, όπως ο Ρίτσαρντ Μπάξτον της Merian Global Investors, ευελπιστούν πως οι πολιτικοί της Βρετανίας δεν θα αφήσουν να λήξει η μεταβατική περίοδος χωρίς να έχουν λάβει μέτρα για τη στήριξη της βρετανικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας ήταν κάποτε από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών του G7 και τώρα συγκαταλέγεται στις χαμηλότερες.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν στάσιμες, καθώς οι επιχειρήσεις αναβάλλουν τα σχέδιά τους περιμένοντας να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Πλήγμα οι αλλεπάλληλες αναβολές
Οι αλλεπάλληλες αναβολές στο χρονοδιάγραμμα του Brexit είχαν ως αποτέλεσμα να συγκεντρώνουν οι επιχειρήσεις μεγάλο όγκο αποθεμάτων, φοβούμενες τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον κατά τον εκτελωνισμό των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και το αυξημένο κόστος των εμπορικών συναλλαγών με την Ε.Ε. Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, να ανακόψουν την ανάπτυξη.
Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί καταναλωτές αναγκάστηκαν να περικόψουν τις δαπάνες ακόμη και κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία.
Και τώρα βέβαια, όπως και όλες οι άλλες οικονομίες, η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της νέας επιδημίας του κορωνοϊού, που εξαπλώνεται από την Κίνα στον υπόλοιπο κόσμο. Οικονομικοί αναλυτές εκφράζουν φόβους πως η νέα επιδημία θα πλήξει τις βρετανικές επιχειρήσεις ενώ προσπαθούν να ορθοποδήσουν μετά τα τριάμισι δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το δημοψήφισμα του Brexit.