Μια χαραμάδα ελπίδας για την εύρεση συναινετικής λύσης, χωρίς να χρειαστεί να πάμε πρώτα σε ρήξη με τους εταίρους μας, άνοιξε η χθεσινή Σύνοδος Κορυφής. Φαίνεται πια – τολμώ να πω αρκετά ξεκάθαρα – πως και οι δύο πλευρές έχουν τη διάθεση να καταλήξουν σε κάποιου είδους συμφωνία πριν τη λήξη της παράτασης του τρέχοντος προγράμματος. Η εξέλιξη αυτή εκπλήσσει, γιατί μέχρι χθες, από τη μία πλευρά η ρητορική και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης δημιουργούσαν αμφιβολίες ως προς την ευελιξία την οποία θα μπορούσε να επιδείξει, από την άλλη, η στάση των εταίρων έμοιαζε κι αυτή αμετακίνητη. Οι διαβουλεύσεις όμως συνεχίζονται πυρετωδώς, έτσι ώστε μέχρι τη Δευτέρα και την τακτική συνεδρίαση του Eurogroup, να είναι έτοιμο και προσυμφωνημένο το κείμενο μιας συμφωνίας, τουλάχιστον επί των βασικών αρχών. Τι θα περιέχει αυτή; Ο Jean-Claude Juncker δήλωσε ότι θα πρέπει να κρατήσουμε το 70% του υφιστάμενου προγράμματος και να αντικατασταθεί το 30% των προαπαιτούμενων με ισοδύναμα μέτρα. Ποια θα είναι όμως τα μέτρα αυτά και τι από το υφιστάμενο πρόγραμμα παραμένει; Ιδού το ερώτημα.
Θα συμβαδίζει άραγε αυτή η νέα συμφωνία με τη “λαϊκή εντολή” την οποία ακούμε όλες αυτές τις μέρες πως έχει λάβει η νέα κυβέρνηση για να δώσει τέλος στις μνημονιακές πολιτικές; Νομίζω πως σε πρώτη φάση μια πιθανή συμφωνία θα αγκαλιάσουν (για διαφορετικούς λόγους) μια σειρά από εκπροσώπους της κοινής γνώμης: αυτοί που ανησυχούσαν για ένα πιθανό ατύχημα θα ανακουφιστούν, ενώ αυτοί που είχαν βγει στους δρόμους με το σύνθημα “δεν εκβιαζόμαστε” θα ευχαριστηθούν που ο ηγέτης που ψήφισαν πέτυχε μια λύση. Οι δυσκολίες για την κυβέρνηση θα αρχίσουν όμως την επαύριο, όταν πια θα πρέπει να περάσει μέτρα, να πάρει πίσω μέρος του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, όταν δεν θα μπορεί πια να κερδίζει πόντους εσωτερικά αντιπολιτευόμενη (την προηγούμενη κυβέρνηση μέχρι πρότινος, τους δανειστές μας προσφάτως), και θα πρέπει να κυβερνήσει. Ήδη, τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για τον Ιανουάριο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για δημοσιονομικό εκτροχιασμό (υστέρηση στα έσοδα κατά 936 εκατ. ευρώ), ενώ οι εξ αριστερών του κυρίου Τσίπρα βρίσκονται σε επιφυλακή.
Ελλοχεύει βέβαια για την κυβέρνηση κι ένας άλλος κίνδυνος, πιο ύπουλος. Οι Ευρωπαίοι ενδέχεται να δεχθούν ανέφικτους στόχους για τη φοροδιαφυγή και την ανάπτυξη, προκειμένου να διευκολύνουν το συμβιβασμό. Αν όμως στη συνέχεια η κυβέρνηση δεν τους επιτύχει, η αποτυχία θα βαραίνει πια το δικό της πρόγραμμα και θα της ζητηθεί εκ νέου να λάβει σκληρότερα μέτρα. Όπως και να έχει, αυτή τη στιγμή έχουμε μια ευκαιρία να κερδίσουμε λίγο χρόνο, να μη μας κόψουν τη ρευστότητα, να μη βρεθούμε σύντομα απέναντι σε ένα δημοψήφισμα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Ας ελπίσουμε πως θα την εκμεταλλευτούμε.