Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες το λένε με όλους τους τρόπους σε εκείνους που έρχονται σε επαφή. Δεν ήταν στα όνειρά τους η Ελλάδα. Κι ας πιστεύουν πολλοί στη χώρα μας ότι υπάρχει μεγάλο σχέδιο σε εξέλιξη για μόνιμη εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, με τελικό στόχο την αλλοίωση του χριστιανικού πληθυσμού μας. Ενα σχέδιο -όπως λένε όσοι πιστεύουν στα σενάρια συνωμοσίας- το οποίο θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται με ταχύτητα τώρα που οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας βρίσκονται στη χειρότερη στιγμή τους μετά το 1974.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι άλλη. Οι άνθρωποι πουλάνε ότι έχουν και δεν έχουν για να μαζέψουν ένα ποσό που αλλάζει ανάλογα με τη συγκυρία, για να φτάσουν σε ένα νησί του Αιγαίου ως πρώτη στάση του τελικού προορισμού. Δεν κρύβουν την προτίμησή τους. Θέλουν Σουηδία, Δανία, Ολλανδία, Γερμανία.
Τελευταία μάς έδειξαν την πρόθεσή τους σε ζωντανή σύνδεση. Γύρισαν την πλάτη στο πέτρινο ορεινό μοναστήρι με το πρόσχημα ότι δεν είχε θέρμανση και φώναξαν «καλύτερα στη Μόρια». Αφησαν άφωνο τον μητροπολίτη, που, κόντρα στη θέληση πολλών ενοριτών του, ζήτησε να φιλοξενήσει μουσουλμάνους σε χριστιανικό μοναστήρι. Δεν ενοχλήθηκαν ούτε από το κρύο, ούτε από τους σταυρούς, ούτε από τα πετραχήλια των μοναχών.
Τα κελιά θερμαίνονται και σε λίγο θα έφταναν όσες σόμπες ήθελαν. Ούτε τα σύμβολα του χριστιανισμού τούς τάραξαν, γιατί, αν θέλεις στέγη και φαγητό, αυτά είναι μεγάλες πολυτέλειες.
Αφησαν τη στέγη και το σίγουρο φαγητό γιατί ήταν απομονωμένοι. Μακριά από τον κόσμο και τα κυκλώματα. Δηλαδή μακριά από εκείνους που θα τους πάνε κάποια μέρα στο παράδεισο που ονειρεύονται. Είναι πολύ ξεκάθαρο. Μακάρι να ήθελαν προκομμένοι άνθρωποι να μείνουν στην Ελλάδα, όπως ακριβώς συνέβη στη Γερμανία. Είναι άπειρες οι δουλειές για τις οποίες δεν υπάρχουν χέρια. Σε λίγο οι ανάγκες μας θα είναι περισσότερες. Οι άνθρωποι, όμως, δεν θέλουν να ριζώσουν εδώ, κι ας πιστεύουμε εμείς ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου.
Επομένως, αναδεικνύουμε προκαταβολικά το θέμα ως τεράστιο πρόβλημα, κοινωνικό και πολιτικό, χωρίς να ξέρουμε πόσοι τελικά θα μείνουν στην Ελλάδα από εγκλωβισμό και όχι από επιλογή. Η υποκρισία της κοινωνίας είναι εντυπωσιακή. Σιγά το νέο, θα πείτε. Δεν είναι νέο, συνεχίζω όμως να εκπλήσσομαι καθημερινά. Ξαφνικά οι Ελληνες δεν αντέχουν στη γειτονιά τους πρόσφυγες και μετανάστες. Φορτώνουν τους δημάρχους με διάφορες αόριστες συμβουλές, που είναι στην ουσία απειλές, όπως «πρόσεξε, θα καταστραφείς, δεν τους θέλει ο κόσμος, πες όχι. Εδώ εμείς πουλάμε τουριστικό προϊόν, θα αλλάξει κατηγορία το νησί με τους μετανάστες».
Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην επαρχία. Τα ίδια πράγματα ακούς σε κάθε γειτονιά της Αθήνας. Ολοι σπρώχνουν το θέμα στο διπλανό τους με το επίσης αόριστο επιχείρημα «δεν αντέχει άλλο η Αθήνα» και αρχίζει η κολοκυθιά.
Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι ανέλπιστα καλό. Κανείς δεν περίμενε από μια παραδοσιακά συντηρητική παράταξη τόσο προωθημένες απόψεις. Οι δήθεν οργισμένοι πατριώτες σε Αθήνα και επαρχία, πριν τους καταβάλει η ιερή αγανάκτηση, καλό είναι να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το μέλλον. Οι απειλές για παραιτήσεις επίσης κομματικών αξιωματούχου σε λίγο δεν θα συγκινούν κανέναν. Μακάρι να υπάρξουν. Σύντομα θα ξεχαστούν, όπως εκείνη της προέδρου της ΟΝΝΕΔ στα βόρεια προάστια, που την εξόργισε η προσωρινή διαμονή προσφύγων και μεταναστών στη γειτονιά της. Σε μια διπλανή γειτονιά, όμοια με τη δική της, πίσω ακριβώς από το Νομισματοκοπείο, ζουν χρόνια τώρα σε άθλιο αυτοσχέδιο καταυλισμό αρκετές οικογένειες τσιγγάνων. Οταν περνάς από εκεί, σε πιάνει η ψυχή σου.
Τόσοι δήμαρχοι, τόσοι αξιωματούχοι όλων των κυβερνήσεων δεν προσπάθησαν ποτέ σοβαρά να στεγάσουν αυτούς τους ανθρώπους σε αξιοπρεπείς χώρους. Εχω ακούσει πολλές δικαιολογίες γι’ αυτό, με την επικρατούσα να είναι η εξής: «Ετσι προτιμούν να ζουν οι Τσιγγάνοι». Παραμύθια. Οι Ρομά επιλέγουν τη νομαδική ζωή, όχι όμως τη βρομιά, την κακουχία, την αθλιότητα και την αρρώστια. Κανείς δεν θέλει να μεγαλώνουν τα παιδιά του μέσα στα σκουπίδια και στη λάσπη.
Γι’ αυτούς τους καταυλισμούς, που είναι πολλοί στη χώρα μας, δεν ακούω να μιλά κανείς πλέον. Ούτε καν οι «αλληλέγγυοι», που μέχρι ξενοδοχεία κατέλαβαν για να στεγάσουν τους ξένους. Οι τσιγγάνοι στον σύγχρονο δημόσιο διάλογο δεν αφορούν τις λεγόμενες συλλογικότητες, αφού δεν υπάρχουν γι’ αυτούς -σε αυτή τη φάση- ευρωπαϊκά προγράμματα να μοιράζονται σε ΜΚΟ -και στις καλές και στις ύποπτες- για τη στήριξή τους. Η ανθρωπιά θέλει προφανώς ευρώ και δολάρια για να κινητοποιηθεί σε τακτική βάση. Τώρα πια, με τόσο χρήμα που κινήθηκε γύρω από το προσφυγικό, το μάθαμε όλοι.