Ο αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων στη χώρα μας αυξάνεται. Ενώ το 2017, ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών ήταν περίπου 2.500, φέτος έφτασε τα 4.800, σύμφωνα με πληροφορίες από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις 15 Οκτωβρίου.
του Τάσου Ντάφλου
Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF, η πλειοψηφία αυτών των ανήλικων προσφύγων προέρχονται από χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Συρία και το Ιράκ, στις οποίες επικρατούν συρράξεις, βία και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, σύμφωνα με την υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, από το συνολικό αριθμό ανήλικων προσφυγόπουλων που έχουν φτάσει στην Ελλάδα, υπάρχουν 1.180 που «το έχουν σκάσει» από τις προσωρινές δομές φύλαξης και αγνοούνται.
«Τα παιδιά αυτά είναι μία πολύ ευάλωτη ομάδα, προέρχονται από πολύ δύσκολες συνθήκες. Πολλά από αυτά έχουν δει τις οικογένειές τους να σκοτώνονται και έχουν κάνει ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι για να έρθουν στην Ευρώπη», αναφέρει η Κατερίνα Ανδρωνά, γενική διευθύντρια της Μη Κυβερνητικής Εταιρείας, «Ευρωπαϊκή Έκφραση», η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στο κομμάτι της φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων σε δομές, όπου τους παρέχονται οι κατάλληλες συνθήκες για τη διαβίωσή τους.
«Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τους ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες είναι εξαιρετικά προβληματική – ίσως από τα χειρότερα σημεία που σχετίζονται με το προσφυγικό ζήτημα», τονίζει η Ειρήνη Γαϊτάνου, υπεύθυνη εκστρατειών του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.
Στα πλαίσια αυτής της κρίσιμης κατάστασης, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υλοποιήσει το πρόγραμμα «Κανένα Παιδί Μόνο», το οποίο περιγράφεται ως ένα συνολικό σχέδιο για την προστασία και τη φροντίδα των εν λόγω παιδιών, που σήμερα ζουν σε άθλιες συνθήκες. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όρισε ως εθνική συντονίστρια του σχεδίου, τη ψυχολόγο, Ειρήνη Αγαπηδάκη, και ως βοηθό συντονιστή, το σκηνοθέτη και συγγραφέα, Απόστολο Δοξιάδη.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε η κα Αγαπηδάκη στο DailyPost.gr, οι βασικοί στόχοι του προγράμματος θα είναι οι εξής:
α) Αναδιαμόρφωση του πλαισίου της καταγραφής και ταυτοποίησης των ασυνόδευτων ανηλίκων, ώστε να διασφαλίζεται γρηγορότερα η επανένωση, στις περιπτώσεις εκείνων που έχουν οικογένεια και συγγενείς σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε (υπολογίζεται ότι αυτά αποτελούν ποσοστό περίπου 40-50%),
β) Μεταφορά των παιδιών από τα νησιά στις μεταβατικές δομές, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία της ζωής και της υγείας τους (διαδικασία που ήδη υλοποιείται, όπως αναφέρει η κα Αγαπηδάκη),
γ) Σχεδιασμός του νέου πλαισίου παιδικής προστασίας για τις μακροχρόνιες δομές φιλοξενίας, για τα ασυνόδευτα παιδιά που θα μείνουν στη χώρα μας και
δ) Συνεργασία με ειδικούς κρατικούς φορείς όπως το Γραφείο του Ειδικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση Εμπορίας Ανθρώπων κ.α., για με στόχο την υλοποίηση στοχευμένων δράσεων που μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και να συμβάλλουν σημαντικά στον έγκαιρο εντοπισμό και την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών.
Επιπλέον, η κα Αγαπηδάκη αναφέρει ότι για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, το πρόγραμμα θα έχει ένα άμεσο, ένα μέσο κι ένα μακροπρόθεσμο στάδιο.
Όπως εξηγεί πιο συγκεκριμένα η ίδια:
«Άμεσα, θα υλοποιούμε το σχέδιο μεταφοράς τω ασυνόδευτων ανηλίκων σε μεταβατικές/προσωρινές δομές φιλοξενίας, ώστε να τα απομακρύνουμε από τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης όπου είναι εκτεθειμένα σε κάθε είδους κινδύνους. Οι δομές αυτές θα πληρούν τις προϋποθέσεις για την κάλυψη όλων των απαραίτητων αναγκών.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, στόχος είναι η συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου, καθώς και η διαμόρφωση του οικοσυστήματος παιδικής προστασίας που υπάρχει στη χώρα μας για τα ασυνόδευτα ανήλικα.
Αυτό θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε τον χάρτη βάσει του οποίου θα κινηθούμε για να επιτύχουμε τους μακροπρόθεσμους στόχους μας. Μιλάμε δηλαδή για την ανάπτυξη ή/και αναμόρφωση πολιτικών και προγραμμάτων που θα μας επιτρέψουν να περάσουμε από τις δομές φιλοξενίας, σε ένα ολοκληρωμένο, βιώσιμο και αποτελεσματικό σύστημα παιδικής προστασίας.»
«Επαρκής διαβούλευση»
«Είναι σημαντικό να υπάρχει μια συντονίστρια για τα ασυνόδευτα παιδιά διότι κάνουμε λόγο για ένα πολύ εκτεταμένο κοινωνικό πρόβλημα», αναφέρει η κα Ανδρωνά, εκ μέρους της «Ευρωπαϊκής Έκφρασης». Όπως τονίζει, μάλιστα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εν λόγω ΜΚΟ, Ανδρέας Γουγάς, για να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά το σχέδιο, «είναι απαραίτητο να υπάρχει και επαρκής διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».
Η κα Γαϊτάνου, ωστόσο, δήλωσε εκ μέρους της Διεθνούς Αμνηστίας ότι «παρότι η κυβέρνηση έχει διακηρύξει εδώ και καιρό τη βούλησή της αυτή, προς το παρόν ιεραρχείται σε επίπεδο λόγου και όχι πρακτικής ενώ, στο μεταξύ, κάθε μέρα μετράει όλο και πιο αρνητικά για τα ασυνόδευτα παιδιά που διαμένουν σε κέντρα κράτησης, σε συνθήκες που παραβιάζουν τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το διεθνές δίκαιο».
Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση του προγράμματος «Κανένα Παιδί Μόνο», η κα Αγαπηδάκη ανέφερε ότι: «Μέχρι τώρα, η χώρα μας έχει βασιστεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε κοινοτικά κονδύλια για την κάλυψη των αναγκών των ασυνόδευτων ανηλίκων, τα οποία θα εξακολουθήσουν να αποτελούν μια βασική πηγή χρηματοδότησης. Επίσης, είμαστε σε επικοινωνία και συνεργασία με τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα και τους φορείς ώστε να διασφαλιστεί η ροή χρηματοδότησης και για το τρέχον έτος, αλλά και για την επόμενη προγραμματική περίοδο.»
Η κριτική
Παρόλα αυτά, το σχέδιο έχει δεχτεί αρνητική κριτική σε ό,τι αφορά στο θέμα της εξέτασης των αιτήσεων ασύλου των ασυνόδευτων ανηλίκων άνω των 15 ετών. Τόσο ο Διευθυντής του ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, όσο και η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Θεανώ Φωτίου, κάνουν λόγο για «υποκρισία» της κυβέρνησης και υποστηρίζουν ότι, στα πλαίσια του σχεδίου «Κανένα Παιδί Μόνο», οι ασυνόδευτοι ανήλικοι άνω των 15 ετών εξομοιώνονται με ενήλικες. Μάλιστα, ο κος Σακελλαρίδης ανέφερε ότι αυτό συνεπάγεται την εξαίρεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ασυνόδευτων παιδιών από τις ευάλωτες κατηγορίες, καθότι το 93% του συνολικού αριθμού είναι άνω των 15.
Όπως αναφέρει η κα Γαϊτάνου, «η παράμετρος αυτή έχει δύο βασικά προβλήματα: διακρίνει την εν λόγω ηλικιακή ομάδα από τα υπόλοιπα παιδιά και τα υποβάλει σε ταχύρυθμες διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου κάτι που αντιβαίνει τόσο στο διεθνές όσο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο».
Οι προυποθέσεις
Η τοποθέτηση της κας Αγαπηδάκη σχετικά με τις παραπάνω δηλώσεις είναι ότι, σύμφωνα με το νόμο 4636/2019, οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας ασυνόδευτων ανηλίκων εξετάζονται με την ταχύρρυθμη διαδικασία μόνον εφόσον:
α) ο ασυνόδευτος ανήλικος προέρχεται από χώρα η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής ή
β) ο ασυνόδευτος ανήλικος έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση χωρίς να προκύπτει (από προκαταρκτική εξέταση) ότι υπάρχουν νέα ουσιώδη στοιχεία ή
γ) ο ασυνόδευτος ανήλικος θεωρείται, εξαιτίας σοβαρών λόγων, επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους-μέλους ή έχει απελαθεί δια της βίας, εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.
Επισημαίνει, μάλιστα, ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 7 του νόμου αυτού, οι ταχύρυθμες διαδικασίες ισχύουν για τους ανηλίκους άνω των 15 ετών, μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις. Στην περίπτωση των ανηλίκων, οι ειδικές συνθήκες υποδοχής, εφαρμόζονται ακόμα και πριν την υποβολή αίτησης ασύλου. Άρα, οι ανήλικοι, ασυνόδευτοι ή μη, εμπίπτουν στις κατηγορίες ευάλωτων προσώπων, ανεξαρτήτως εάν είναι άνω ή κάτω των 15 ετών».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κα Γαϊτάνου επισημαίνει ότι η ρίζα του προσφυγικού προβλήματος είναι η Ευρωπαϊκή πολιτική και τονίζει ότι υπάρχει ανάγκη για ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης του Δουβλίνου, ούτως ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ισότητα στον καταμερισμό των ευθυνών ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Τέλος, όπως υποστηρίζει η κα Αγαπηδάκη: «Το πρόγραμμα «Κανένα Παιδί Μόνο» έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο διαλόγου για το ζήτημα των ασυνόδευτων ανηλίκων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε δεσμευόμαστε από τις ίδιες υποχρεώσεις και εφόσον πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, το πεδίο δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.»
Συνολικά, το ζήτημα των ασυνόδευτων παιδιών είναι άλλη μία ένδειξη της πολυπλοκότητας και της κρισιμότητας που χαρακτηρίζει το ζήτημα των προσφυγικών ροών στην Ευρώπη. Φαίνεται, επίσης, πως με αφορμή την παρουσίαση του προγράμματος «Κανένα Παιδί Μόνο» δίνεται η ευκαιρία να έρθουν στο φως περισσότερες πτυχές των τρεχόντων αναγκών και παθογενειών τόσο σε κρατικό επίπεδο όσο και από πλευράς των εμπλεκόμενων φορέων, κάτι που θα μπορούσε να καταστήσει πρόσφορο το έδαφος για πιο επαρκή συντονισμό και χειρισμό του προβλήματος στο άμεσο μέλλον.