Με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Αναθεωρητικής Επιτροπής, Ευριπίδη Στυλιανίδη, ο Αλέξης Τσίπρας, όπως είχε προαναγγείλει χθες, θέτει το ζήτημα της ερμηνευτικής δήλωσης στο νόμο περί ευθύνης υπουργών, την οποία είχε εισάγει η προηγούμενη κυβερνητική πλειοψηφία (ΣΥΡΙΖΑ) και είχε υπερψηφιστεί από 175 βουλευτές στην πρώτη αναθεωρητική Βουλή και, συνεπώς, τώρα απαιτούνται τουλάχιστον 180 ψήφοι για να ενσωματωθεί στο συνταγματικό κείμενο.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνει ότι αυτή η ερμηνευτική δήλωση «έχει μέγιστη σημασία από πολιτική άποψη, καθώς αποτυπώνει τη βούληση του πολιτικού συστήματος να ανακτήσει την αξιοπιστία του…». Υπογραμμίζει ότι, αντιθέτως, «η άρνηση της Βουλής να ενσωματώσει την αυτονόητη αυτή ρήτρα στο συνταγματικό κείμενο θα αποτελέσει, με ευθύνη των βουλευτών της συμπολίτευσης, βαρύ πλήγμα για το πολιτικό σύστημα, καθώς θα εμπεδώσει στην κοινή γνώμη την υπόνοια της διατήρησης αδικαιολόγητων προνομίων για το πολιτικό προσωπικό της χώρας».
Τονίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη και ένα ειδικότερο ζήτημα, που αφορά την τρέχουσα έρευνα που διεξάγει η δικαιοσύνη στην υπόθεση της Νοβάρτις, υποστηρίζοντας ότι «η απόρριψη της πρότασης για προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης ενδέχεται εξ αντιδιαστολής να ενισχύσει εκείνες τις ερμηνευτικές εκδοχές οι οποίες, είτε καλοπροαίρετα είτε όχι, υποστηρίζουν ότι το άρθρο 86 καταλαμβάνει ακόμη και αδικήματα που τελέστηκαν απλώς επ’ ευκαιρία των υπουργικών καθηκόντων». Προσθέτει ότι «αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση που οι ερμηνείες αυτές υιοθετηθούν από τη δικαιοσύνη, να οδηγηθεί στο αρχείο η υπόθεση της Νοβάρτις, καθώς θα έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παράγραφος 3, παρά την κατάργησή της, αφού αυτή θα ισχύει μόνο για το μέλλον και όχι αναδρομικά».
Κατόπιν αυτών ζητά όλοι να αρθούν «στο ύψος της περίστασης», τονίζοντας ότι το κοινοβούλιο δεν πρέπει να αναλάβει το βάρος της πιθανής αρχειοθέτησης αυτής όπως και άλλων συναφών υποθέσεων που ενδεχομένως προκύψουν στο μέλλον».
Αναλυτικά η επιστολή του προέδρου του Αλέξη Τσίπρα προς τον κ. Στυλιανίδη:
«Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Καθώς σήμερα ολοκληρώνονται οι διαδικασίες της επιτροπής αναθεώρησης του Συντάγματος θα ήθελα να σας επισημάνω ένα κρίσιμο κατά τη γνώμη μου θέμα και να σας καλέσω να λάβετε σοβαρά υπόψη τα σχετικά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα πριν καθορίσετε τη στάση σας κατά την κρίσιμη ψηφοφορία.
Ένα από τα κύρια ζητήματα που τέθηκαν επί τάπητος κατά την αναθεωρητική διαδικασία τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη αναθεωρητική Βουλή αφορά στο άρθρο 86 του Συντάγματος σχετικά με την ποινική ευθύνη των Υπουργών.
Η πρόταση της πρώτης αναθεωρητικής (προτείνουσας) Βουλής ήταν: α) κατάργηση του εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 86 που τάσσει ασφυκτική αποσβεστική προθεσμία στη Βουλή για την άσκηση δίωξης κατά όσων διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και β) προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης που διευκρινίζει ότι στα παραπάνω αδικήματα δεν περιλαμβάνονται όσα τελέστηκαν απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων.
Η μεν πρόταση τροποποίησης της παραγράφου 3 στην κατεύθυνση του περιορισμού των προνομιακών ρυθμίσεων περί ποινικής ευθύνης Υπουργών με την κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας υπερψηφίστηκε από ευρύτατη πλειοψηφία 253 βουλευτών στην πρώτη αναθεωρητική Βουλή. Ευρεία συναίνεση διαμορφώνεται και στην παρούσα Βουλή, ώστε το πολιτικό σύστημα να εισακούσει ένα πάγιο κοινωνικό αίτημα για ισονομία και κατάργηση της ευνοϊκής ποινικής μεταχείρισης Υπουργών.
Ζήτημα ανακύπτει ωστόσο σε σχέση με την πρόταση για την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, η οποία υπερψηφίστηκε από 175 βουλευτές στην πρώτη αναθεωρητική Βουλή, με αποτέλεσμα, για να ενσωματωθεί στο συνταγματικό κείμενο, να απαιτείται η υπερψήφισή της από τουλάχιστον 180 στην τρέχουσα διαδικασία. Ο αριθμός αυτός δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να συγκεντρώνεται, με βάση τις τοποθετήσεις του εισηγητή και των βουλευτών της συμπολίτευσης.
Εμείς θεωρούμε, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση της πρότασής μας, ότι με την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης απλώς αποσαφηνίζεται κάτι που ήδη προκύπτει ερμηνευτικά από την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 86. Δεδομένου ότι η ειδική ποινική μεταχείριση των υπουργικών αδικημάτων πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ως εξαίρεση από την κοινή δικαιοδοσία, στο άρθρο 86 υπάγονται μόνο τα υπουργικά αδικήματα με τη στενή έννοια του όρου, κι όχι όσα τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης υπουργικών καθηκόντων. Γι’ αυτά διευκρινίζεται και επιβεβαιώνεται με την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης ότι διώκονται κατά την κοινή νομοθεσία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όπως για όλους τους πολίτες.
Αυτή η απλώς επιβεβαιωτική, από τυπική-νομική άποψη, ερμηνευτική δήλωση έχει μέγιστη σημασία από πολιτική άποψη, καθώς αποτυπώνει τη βούληση του πολιτικού συστήματος να ανακτήσει την αξιοπιστία του, ανταποκρινόμενο σε ένα πάνδημο κοινωνικό αίτημα, στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στη θεμελιώδη αρχή της ισονομίας των πολιτών.
Αντιθέτως, η άρνηση της Βουλής να ενσωματώσει την αυτονόητη αυτή ρήτρα στο συνταγματικό κείμενο θα αποτελέσει, με ευθύνη των βουλευτών της συμπολίτευσης, βαρύ πλήγμα για το πολιτικό σύστημα, καθώς θα εμπεδώσει στην κοινή γνώμη την υπόνοια της διατήρησης αδικαιολόγητων προνομίων για το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Πέρα όμως από την αρνητική γενική εντύπωση που θα προκληθεί, υπάρχει κι ένα ειδικότερο ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αφορά την τρέχουσα έρευνα που διεξάγει η δικαιοσύνη στην υπόθεση της Novartis. Η απόρριψη της πρότασης για προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης ενδέχεται εξ αντιδιαστολής να ενισχύσει εκείνες τις ερμηνευτικές εκδοχές οι οποίες, είτε καλοπροαίρετα είτε όχι, υποστηρίζουν ότι το άρθρο 86 καταλαμβάνει ακόμη και αδικήματα που τελέστηκαν απλώς επ’ ευκαιρία των υπουργικών καθηκόντων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση που οι ερμηνείες αυτές υιοθετηθούν από τη δικαιοσύνη, να οδηγηθεί στο αρχείο η υπόθεση της Νοβάρτις, καθώς θα έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παράγραφος 3, παρά την κατάργησή της, αφού αυτή θα ισχύει μόνο για το μέλλον και όχι αναδρομικά.
Είναι βαθύτατη πολιτική μου πεποίθηση ότι το ελληνικό κοινοβούλιο, και ευρύτερα το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεν αντέχει και δεν πρέπει να αναλάβει το βάρος της πιθανής αρχειοθέτησης αυτής όπως και άλλων συναφών υποθέσεων που ενδεχομένως προκύψουν στο μέλλον. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε περαιτέρω απαξίωση του πολιτικού συστήματος και σε σοβαρή ρήξη της εύθραυστης εμπιστοσύνης των πολιτών στο ελληνικό κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα. Η ευθύνη είναι σήμερα δική μας και οφείλουμε όλοι μας να αρθούμε στο ύψος της περίστασης.
Με εκτίμηση,
Ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης».
Η απάντηση Στυλιανίδη
«Δεν θα μπορούσε να γίνει συζήτηση στη σημερινή συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος για τα θέματα που θίγεται διότι ήδη είχαν συζητηθεί εξαντλητικά, ενώ το θέμα της σημερινής ημερήσιας διάταξης ήταν η ψηφοφορία επί των προτάσεων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων για τη διατύπωση του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος».
Αυτό τονίζει στην απαντητική επιστολή του, προς τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, που είχε ζητήσει την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Ευριπίδης Στυλιανίδης.
«Η επί της ουσίας συζήτηση για τα θέματα που θίγετε διεξήχθη προηγουμένως διεξοδικά στη σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής στις 17.10.2019 όπου όλες οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες υποστήριξαν τις θέσεις τους», επισημαίνει στην επιστολή του προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Στυλιανίδης και προσθέτει:
«Παρά ταύτα, το Προεδρείο της Επιτροπής αποφάσισε τη διανομή της επιστολής σας σε όλα τα μέλη του και έδωσε κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα στους επικεφαλής των Κοινοβουλευτικών Ομάδων να τοποθετηθούν πολιτικά. Σε κάθε περίπτωση, η Ολομέλεια που ακολουθεί δίνει τη δυνατότητα για τοποθετήσεις επί της ουσίας».
«Τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου καταθέτουμε την Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος που προέκυψε μετά από ένα γόνιμο, δημοκρατικό και υψηλού επιπέδου διάλογο, ο οποίος ευχόμαστε να διεξαχθεί και στην Ολομέλεια», καταλήγει ο κ. Στυλιανίδης.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ