Για συμφωνία το γρηγορότερο πιέζει η ΕΚΤ πριν χρειαστεί να υποκαταστήσει πολιτικές αποφάσεις

Το επείγον της εξεύρεσης, το γρηγορότερο δυνατό, μιας λύσης στο ελληνικό ζήτημα υπενθυμίζει με κάθε τρόπο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία μετά την αιφνιδιαστική της απόφαση να μην δέχεται ελληνικά ομόλογα και εγγυήσεις του Δημοσίου ως ενέχυρα μετά τις 11 Φεβρουαρίου, παραμένει η μοναδική πηγή ρευστότητας δια μέσου του ΕLA των ελληνικών τραπεζών. Το ενδεχόμενο να μην υπάρχει λύση στο ελληνικό θέμα μέχρι τα τέλη του μήνα προκαλεί νευρικότητα στη Φρανγκφούρτη η οποία θα κληθεί να πάρει αποφάσεις για το αν θα κόψει την μοναδική στρόφιγγα ρευστότητας προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή όχι.  Και αυτό που θέλει είναι να μην είναι αυτή που για τεχνικούς λόγους θα πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο, χωρίς να εντάσσεται η οποιαδήποτε κίνησή της στο πλαίσιο μιας πολιτικής απόφασης των εταίρων, δηλαδή να οδηγήσει σε κατάρρευση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ουσιαστικά να εξωθήσει την Ελλάδα εκτός ευρώ χωρίς να προϋπάρχει σχετικό πολιτικό πλαίσιο. Πόσο μάλλον, που θεωρείται βέβαιο ότι μια τέτοιου είδους καταιγιστική εξέλιξη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα επηρεάσει και το κυπριακό όπως επίσης και μια έξοδος από το ευρώ της Ελλάδας εκτιμάται ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμπαρασύρει και την Κύπρο λόγω των στενών δεσμών των δύο οικονομιών.

Προς το παρόν, και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η Σύνοδος Κορυφής της Πέμπτης στις Βρυξέλλες, μετά το ναυάγιο του έκτακτου Eurogroup της Τετάρτης, η ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει κατά 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ το περιθώριο χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από τον ELA με εκπροσώπους της να διαρρέουν ότι η συνέχιση της στήριξης εξαρτάται από την ευόδωση των συνομιλιών μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών.  «Αν οι συνομιλίες για μια συμφωνία (χρηματοδότησης)-γέφυρα για την Ελλάδα καταρρεύσουν ξανά, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, θα πρέπει να εξετάσει εάν θα παρέχει περισσότερα κεφάλαια ή θα απειλήσει με βέτο, όπως συνέβη στην Κύπρο πριν από δύο χρόνια. Η διακοπή του ELA θα ήταν μια παρέμβαση ύστατης λύσης, αντίστοιχη με μια πυρηνική επιλογή», δηλώνει ο Henrik Enderlein, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο.

Το ΔΣ της ΕΚΤ συνεδριάζει ξανά στις 18 Φεβρουαρίου. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών μέχρι τα τέλη του μήνα, τότε στην επόμενη συνεδρίασή του στις 5 Μαρτίου, η οποία θα πραγματοποιηθεί κατά μεγάλη ειρωνεία στην Κύπρο, θα κληθεί υποχρεωτικά να εξετάσει το θέμα του ELA για τις ελληνικές τράπεζες. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι δεν αποκλείεται ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία μέχρι τότε, η ΕΚΤ να επιλέξει να ασκήσει πίεση και να υπενθυμίσει την κρισιμότητα της κατάστασης προκειμένου να επιταχυνθούν οι πολιτικές διαδικασίες.  Για να ασκήσει βέτο στον ELA, χρειάζεται πλειοψηφία των δύο τρίτων.

Οι πιέσεις αυτές της ΕΚΤ ασκούνται ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη από την Παρασκευή το πρωί, εντατικές διαβουλεύσεις μεταξύ Αθήνας και πιστωτών σε «τεχνικό επίπεδο» μετά την σχετική συμφωνία Τσίπρα – Ντάισελμπλουμ στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής, σε μια προσπάθεια να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προετοιμασία για την κατάθεση ενός γραπτού κειμένου εκ μέρους της ελληνικής πλευράς στο Eurogroup της Δευτέρας. Στις συνομιλίες συμμετέχουν από ελληνικής πλευράς ο Γ. Χουλιαράκης, Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, υποστηριζόμενος και από ομάδα της εταιρείας συμβούλων Lazard  και από πλευράς πιστωτών, συμμετέχουν ο Πρόεδρος του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τρόικα Ντέκλαν Κοστέλο, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο σχήμα της τρόικας Κλάους Μαζούχ και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στο ίδιο σχήμα Ρίσι Γκογιάλ, μόνο που τώρα τυπικώς ονομάζονται EU Institutions.

Ευρωπαίοι αξιωματούχοι πολύ κοντά στις διαπραγματεύσεις διεμήνυαν με κάθε τρόπο ότι ούτε οι Βρυξέλλες, ούτε το Βερολίνο, έχουν ιδιαίτερες αντιρρήσεις στο ενδεχόμενο να υπάρξει τροποποίηση ή ένα νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα. Το ζήτημα, όμως, είναι να υπάρχει πρόγραμμα: το παλιό, ένα καινούργιο, τροποποιημένο, το ίδιο, δεν έχει σημασία. Ένα πρόγραμμα διευκολύνει τη διαχείριση της αλλαγής αυτής από τις χώρες μέλη της ΟΝΕ απέναντι στους πολίτες τους (με την έννοια ότι θα μπορεί να υπάρξει αντίλογος στο επιχείρημα «τα χαρίσατε στους Έλληνες»).

Σε αυτό το σημείο, ως ένα βαθμό, δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρή αντίδραση από ελληνικής πλευράς καθώς και η ελληνική κυβέρνηση μιλά για «μετάβαση από το μνημόνιο στον νέο ελληνικό πρόγραμμα» και για την αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός «προγράμματος – γέφυρα». Τα προβλήματα αρχίζουν ως προς το τι θα περιέχει τόσο το «πρόγραμμα – γέφυρα» όσο και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα το οποίο έχει ζητήσει χρόνο για να το διατυπώσει. Οι πιστωτές πιέζουν η Αθήνα να παρουσιάσει κοστολογημένη την πρότασή της για τις αλλαγές που επιδιώκει στο 30% του προγράμματος. Θέλουν να  προσδιορίσει ποια συγκεκριμένα είναι τα μέτρα που θέλει ν αντικαταστήσει, πόσο τα κοστολογεί, ποια ισοδύναμα προτίθεται να λάβει προκειμένου να μην υπάρξει πρόβλημα και πόσο κοστολογεί τα όσα θέλει να προωθήσει. Σύμφωνα με πληροφορίες, το EuroWorking Group θα παρουσιάσει τη δική του κοστολόγηση για τα όσα επιδιώκει η ελληνική πλευρά και η Αθήνα θα πρέπει να παρουσιάσει τη δική της στο Eurogroup της Δευτέρας προωθώντας παράλληλα το αίτημά της για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5%.

Στις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς η ΕΚΤ έχει κεντρικό ρόλο καθώς η Αθήνα φέρεται να ζητά επιστροφή των κερδών των ομολόγων της ΕΚΤ (ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ), αύξηση του ορίου έκδοσης των εντόκων γραμματίων κατά 10 δισεκατομμυρίων ευρώ (από 8 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν το προηγούμενο αίτημα και ενώ το πλαφόν σήμερα είναι 15 δισεκατομμύρια ευρώ), διάθεση των 11 δισεκατομμυρίων ευρώ του ΤΧΣ για την «εξυγίανση» του τραπεζικού συστήματος (δηλαδή πολύ συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με τα «κόκκινα» δάνεια).

Από πολιτική άποψη έχει μεγάλη σημασία με ποιο τρόπο, τελικά, θα διατυπωθεί το ελληνικό γραπτό αίτημα στο Eurogroup της Δευτέρας με δεδομένο ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να εμπεριέχεται η έννοια της «παράτασης» του υφιστάμενου προγράμματος, όμως οι πιστωτές θέλουν να υπάρχει σαφή αναφορά σε πρόγραμμα, κάτι που θέλει και η ΕΚΤ.  Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στο Eurogroup της Δευτέρας θα υπάρξει συμφωνία με δεδομένο τη δυσκολία χειρισμού της έννοιας του προγράμματος, στην κάθε μία από τις δύο πλευρές της διαπραγμάτευσης για διαφορετικούς λόγους. Εντούτοις, όσο περνούν οι ώρες και όσο αυξάνονται οι πιέσεις από την ΕΚΤ, τόσο πιο πιθανό θεωρείται το ενδεχόμενο, εφόσον διαπιστωθεί κάποια πρόοδος, να οργανωθεί ένα νέο έκτακτο Eurogroup, πιθανώς την επόμενη εβδομάδα.

EurogroupΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣΕΚΤχρηματοδότηση