Το «μορατόριουμ» των ευρωεκλογών και, όπως όλα δείχνουν, την κυβέρνηση περιμένει μια δυσάρεστη αντιπαράθεση με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, που ανησυχούν πλέον σοβαρά για τη μεταμνημονιακή πειθαρχία και εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Η έκθεση της 3ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, που άρχισε ήδη να συντάσσεται, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Ειρήνης Χρυσολωρά για την Καθημερινή, δεν θα είναι θετική. Οι θεσμοί, που βρέθηκαν στην Αθήνα πριν από τρεις εβδομάδες, όχι μόνο διαπίστωσαν ότι η πρόοδος στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση, είναι αργή ή –σε ορισμένες περιπτώσεις– ανύπαρκτη, αλλά αιφνιδιάστηκαν και με την εξαγγελία των προεκλογικών παροχών του πρωθυπουργού. Οι παροχές ανέτρεψαν τελείως το δημοσιονομικό τους σενάριο και οι υπολογισμοί έπρεπε να γίνουν από την αρχή. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν αν θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί η τήρηση της μίας τουλάχιστον και πιο σημαντικής δέσμευσης που έχει αναλάβει η χώρα μετά το τέλος του μνημονίου: της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ο Ρέγκλινγκ
Η επισήμανση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, μετά το Εurogroup προ δεκαημέρου, ότι σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ο στόχος χάνεται και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, κάτι που προκαλεί «ανησυχία», ήταν μια πρώτη γεύση των δύσκολων στιγμών που θα ακολουθήσουν. Ο κ. Ρέγκλινγκ δεν θέλησε να γίνει πιο συγκεκριμένος, αλλά οι πληροφορίες από ευρωπαϊκές πηγές μιλούν για μια πραγματικά μεγάλη διαφορά. Υπολογίζεται ότι ο στόχος χάνεται για σχεδόν 1% του ΑΕΠ (δηλαδή περίπου 2 δισ. ευρώ) φέτος και για σχεδόν 1,5% του ΑΕΠ (3 δισ. ευρώ) το 2020. Ειδικότερα για φέτος, που είναι και το πιο σημαντικό, δεδομένου ότι για τον επόμενο χρόνο τις αποφάσεις θα πάρει η επόμενη κυβέρνηση, οι εκτιμήσεις των θεσμών αναφέρουν ότι το δημοσιονομικό περιθώριο ήταν εξαρχής σχεδόν μηδενικό, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα αναμενόταν να κλείσει στο 3,6% του ΑΕΠ, ενώ μετά τα μέτρα και τη ρύθμιση των 120 δόσεων θα κλείσει περίπου 1% του ΑΕΠ χαμηλότερα. Ακόμη κι αν δεν επιβαρυνθούν τα έσοδα από τη ρύθμιση (η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα τα αυξήσει), το κόστος των μέτρων αρκεί για να χαθεί ο στόχος, εφόσον δεν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος.
Την εκτίμηση ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος είχε κάνει ως γνωστόν και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με βάση στοιχεία της τράπεζας για το πρώτο τρίμηνο του έτους. Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ για τον κρατικό προϋπολογισμό σε ταμειακή βάση, έως τα μέσα Μαΐου, δείχνουν, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι η εικόνα όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί, αλλά επιδεινώθηκε. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, υπάρχει υστέρηση στο πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν κατά 1% του ΑΕΠ.
Πρώτη γεύση σε 9 ημέρες
Η κυβέρνηση θα πάρει μια πρώτη γεύση της στάσης των κρατών-μελών σε 9 ημέρες, στο EuroWorking Group της 3ης Ιουνίου, όπου θα παρουσιαστεί η έκθεση των θεσμών, που θα δημοσιοποιηθεί στη συνέχεια στις 5 Ιουνίου. Προς το παρόν, τις ισορροπίες κρατεί η Κομισιόν, αφήνοντας στον κ. Ρέγκλινγκ τον ρόλο του αυστηρού. Ο ρόλος αυτός, πάντως, αναμένεται να αποκτήσει προσεχώς ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς ο ESM διεκδικεί αναβάθμιση, ενώ την ίδια ώρα η Κομισιόν βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο.
Κίτρινη κάρτα και για τις μεταρρυθμίσεις
Τα δημοσιονομικά και οι εξαγγελίες Τσίπρα, που ανέτρεψαν το σκηνικό, έκλεψαν την παράσταση στην τρίτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας – αλλά δεν ήταν το μόνο αντικείμενό της.
Οι θεσμοί είχαν μπροστά τους μια λίστα μεταρρυθμίσεων, τις οποίες έχει δεσμευθεί να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση, και ο έλεγχος που έκαναν δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα. Παρότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος σε ορισμένους τομείς, διαπίστωσαν καθυστερήσεις σε άλλους, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες είχαν τεθεί στο επίκεντρο αυτής της αξιολόγησης.
Επίσης, το συμπέρασμά τους ήταν ότι υπήρξε περιορισμένη πρόοδος στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ φέρονται ενοχλημένοι γιατί πήρε αναβολή για την 1η Ιουλίου (από τέλη Μαΐου) το άνοιγμα της πλατφόρμας για την ένταξη των ενδιαφερομένων στις διατάξεις του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Ακόμη, ενόχληση εκφράζουν οι θεσμοί και για την καθυστέρηση εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Το ύψος τους διατηρείται στα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ θα έπρεπε να έχουν μηδενιστεί εδώ και μήνες.
Κυρώσεις
Πηγές των θεσμών αφήνουν να εννοηθεί ότι η προβλεπόμενη δημοσιονομική υπέρβαση, λόγω παροχών, σε συνδυασμό με τις ασθενείς επιδόσεις στις μεταρρυθμίσεις, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε κάποιας μορφής κυρώσεις εις βάρος της Ελλάδας. Ειδικότερα, για τις παροχές αναφέρεται ότι ορισμένα κράτη-μέλη είναι πιθανό να ζητήσουν να μπλοκάρει η πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ. Το αντεπιχείρημα, βεβαίως, εδώ είναι ότι η πρόωρη εξόφληση βελτιώνει το προφίλ του χρέους, αλλά είναι βέβαιο ότι κάποιοι την έβαλαν στο τραπέζι ως μέσο άσκησης πίεσης. Η μη επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών, που είναι το βασικό θεσμικό μέσο άσκησης πίεσης στην Αθήνα, είναι απόφαση που θα ληφθεί πολύ αργότερα, στο τέλος του χρόνου, και άρα πιθανώς θα «τιμωρήσει» την επόμενη κυβέρνηση.