Αμήχανη στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ
Ενάμιση περίπου χρόνο πριν, βράδυ Σαββάτου 23 Σεπτέμβρη του 2017, στο πλαίσιο του 43ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στο Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» διοργανωνόταν συναυλία-αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο. Συμπληρώνονταν 35 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του συνθέτη που άφησε στα 45 του την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο σε νοσοκομείο της Μόσχας.
Στα παρασκήνια, η θυγατέρα του Μάνου, η Μυρσίνη, όπως πάντα αθέατη, παρακολουθούσε τους τραγουδιστές μαζί με τη 13χρονη κόρη της Εμμανουέλλα, καρπό του δεσμού της με τον σύντροφό της, ποιητή της συλλογής «Δεν είναι η εποχή των κερασιών» Γιώργο Δομιανό, με τον οποίο έχει χωρίσει. Από τις κουίντες, προτού ξεκινήσει το αφιέρωμα, πέρασε και ο γ.γ. του κόμματος Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος αντάλλαξε θερμό χαιρετισμό, συνομίλησε και φωτογραφήθηκε μαζί της. Οταν ολοκληρώθηκε η συναυλία, ο γραμματέας της ΚΝΕ πρόσφερε επί σκηνής στην κόρη του Λοΐζου ένα αντίγραφο χαρακτικού έργου του Γιώργου Βαρλάμου με θέμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από το αρχείο του ΚΚΕ. Η ίδια, σταθερά ολιγόλογη και νωχελική, με ένα ολόμαυρο ενδυματολογικό σετ ασορτί με τα ίσια μαύρα μαλλιά της, περιορίστηκε να απευθυνθεί διστακτικά και μάλλον τυπικά άχρωμα προς το κοινό που χειροκροτούσε λέγοντας: «Σήμερα, σε αυτόν τον χώρο, ο Μάνος είναι μαζί μας…».
Ηταν μια από τις σπάνιες εμφανίσεις και πλέον δυσεύρετες ομιλίες της σε δημόσιο χώρο και ως εκ τούτου σχολιάστηκε θετικά από τους παρόντες. Παράλληλα, όμως, δημιούργησε και σχετικά εύλογες απορίες για το πώς και δεν είχε αξιοποιηθεί πολιτικά η ώριμης ηλικίας κόρη ενός στρατευμένου καλλιτέχνη του οποίου το πνευματικό, αξιακό και πολιτισμικό πρόσημο ανέκαθεν συμβάδιζε με το ΚΚΕ. Στο ερώτημα που διατυπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο, κάποια στελέχη του Περισσού σούφρωσαν τα φρύδια πάνω από το βλοσυρό βλέμμα των ματιών τους, πράγμα που αντί απάντησης μεθερμηνεύτηκε ως κάτι σε βουβό στυλ «πάτε καλά, σύντροφοι;». Μια ματιά στις αναρτήσεις της αρκούσε για να πιστοποιηθούν οι θυελλωδώς αγανακτισμένες πολιτικές της επιλογές. Τη μια, τον Φεβρουάριο του 2012 πόσταρε φωτογραφίες με αστυνομικούς να φλέγονται από βόμβες μολότοφ. Την άλλη, πέντε χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2017, ανέβαζε φωτογραφίες πάλι με βόμβες μολότοφ, αυτή τη φορά σε μπουκάλια μπίρας και έτοιμες για χρήση, επισημαίνοντας με αλλόκοτα ιδιότυπο χιούμορ ότι είναι φορτιστές βενζίνης αυτοκινήτου!
Αντιμνημονιακή μόνο μέχρι το 2015
To χαϊδεμένο Μυρσινάκι και η μαμά Μάρω
Η δεύτερη πιο εκτεταμένη εικονογράφηση της ζωής της περιγράφεται στα 16 της, λίγο μετά την ταφή του πατέρα της στο Α’ Νεκροταφείο. Το ίδιο πένθιμο βράδυ ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Ασπα παρέθεσαν ένα δείπνο στο σπίτι τους – μια «μακαριά» για λίγους φίλους στη μνήμη του Μάνου. Παρόντες εκτός από τη Μυρσίνη και τη μητέρα της Μάρω, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος και η Αννα Νταλάρα, η Χαρούλα Αλεξίου με τον Αχιλλέα Θεοφίλου, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Λευτέρη Παπαδόπουλος, ο Νίκος Καρούζος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Φώντας Λάδης που είχε συνοδέψει με αεροπλάνο της Aeroflot τη σορό του μουσικοσυνθέτη από τη Μόσχα, και κάμποσοι άλλοι. Η παρούσα μοναχοκόρη του συνθέτη, μαθήτρια τότε στο Λύκειο Χολαργού, μπορεί να αισθανόταν εκείνο το χαλεπό βράδυ ασφαλής εντός της ελίτ της μουσικής παραγωγής και της εγχώριας δισκογραφίας, αλλά το πέπλο της απώλειας την είχε σκιάσει χρόνια πριν. Πόσο μάλλον όταν μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα πέθαιναν κατά σειρά όλοι οι συγγενείς πρώτου βαθμού του γεννημένου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου πατέρα της. Η θεία του Μάνου, Κωνσταντίτσα, ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου από τη Λάρνακα και η μητέρα του Δέσποινα, το γένος Μανάκη που καταγόταν από τη Ρόδο. Ωστόσο η μοναξιά από το πατρικό φίλτρο είχε φωλιάσει πολύ νωρίτερα στην ψυχή της κόρης του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη
Γεννημένη τον Δεκαπενταύγουστο του 1966, η Μυρσίνη Λοΐζου σφραγίστηκε από τα παιδικά της χρόνια από το βάρος δύο ισχυρών γονικών προσωπικοτήτων. Οι γονείς της είχαν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της παράστασης της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Ομορφη Πόλη» στο θέατρο Παρκ και είχαν συνυπάρξει στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής που είχε δημιουργηθεί για να στηρίξει το έργο του Μίκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Το 1964, όταν ο Μάνος δούλευε ως πιανίστας στην μπουάτ «Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου στην πλατεία Κολωνακίου, με τη Φαραντούρη στο τραγούδι και τον Σαββόπουλο στην κιθάρα της έκανε πρόταση γάμου. Το ζευγάρι έγραψε μαζί κάποια τραγούδια πριν η Μάρω προσανατολιστεί με επιτυχία στη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Η οικογένεια έμενε μαζί με τους γονείς του Μάνου σε ένα μικρό σπιτάκι με αυλή στην οδό Φιλιππουπόλεως κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μελέτη στα Σεπόλια. Την κόρη τους τη βάφτισε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που τότε είχε ξεκινήσει συνεργασία με τον συνθέτη. Της έδωσαν το όνομα της μητέρας της Μάρως από τη Μυτιλήνη. Εκτοτε η βαφτιστήρα έγινε η μεγάλη αδυναμία του στιχουργού και γι’ αυτήν έγραψε το ποίημα «Η Μυρσίνη τ’ άσπρα βάζει» που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας στον δίσκο «Ο δρόμος», το πιο εμπορικό άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας. Στο μεταξύ ο Μάνος και η Μάρω άφησαν το πατρικό σπίτι του συνθέτη για την περιοχή των Ελληνορώσων προτού εγκατασταθούν οριστικά στον Χολαργό.
Βαθμιαία ο συνθέτης, με τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του, εξελισσόταν σε μουσικό θρύλο. Ωστόσο επιφύλασσε ένα «χτύπημα,» στην κόρη του. Στα επτά της χρόνια όταν ο Μάνος είπε ένα απόγευμα στη σύζυγό του: «Μάρω, πετάγομαι για τσιγάρα» και εξαφανίστηκε από το σπίτι διά παντός. Ρομαντικός, ονειροπόλος και αενάως ερωτευμένος, ο συνθέτης είχε γοητευθεί από την ηθοποιό και τραγουδίστρια Δώρα Σιτζάνη. Αφού έζησαν μαζί μερικά χρόνια, κάνοντάς τη μούσα του, της οποίας μάλιστα έδωσε να ηχογραφήσει μερικά από τα πιο ωραία τραγούδια του, τελικά παντρεύτηκαν το 1978. Στο σπίτι του Χολαργού, όμως, έπεφτε ισοπεδωτικά ασήκωτο το «μας εγκατέλειψε ο πατέρας σου», που επαναλάμβανε στη Μυρσίνη κάθε τόσο η μητέρα της με όλες τις κακόκεφες έως καταθλιπτικές συνέπειες που υποδήλωνε η εν λόγω φράση.
Οδυνηρή απώλεια
Λίγο πριν τα τελευταία του, ο Μάνος Λοΐζος επέστρεψε σπίτι, καθώς βρισκόταν σε διάσταση με τη δεύτερη σύζυγό του και δεν είχε πού να μείνει. Νοσηλεύτηκε, αδιάφορος πάντα για την υγεία του, για λίγο στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και έφυγε για το μοιραίο ταξίδι προς την τότε Σοβιετική Ενωση, από όπου δεν επέστρεψε όρθιος. Εφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο ανήμερα των 42ων γενεθλίων της Μάρως. Το βάρος της οριστικής του απώλειας κουβαλούσε οδυνηρά επί χρόνια η Μυρσίνη λες και ήταν δικό της λάθος. Σπούδασε Γραφιστική, σιωπηλή σαν τάφος, όπως μαρτυρούν οι τότε συμφοιτητές της στη Σχολή Βακαλό. Κατόπιν αφοσιώθηκε επαγγελματικά στην ευεργετική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων του πατέρα της εκμυστηρευόμενη αφοπλιστικά ότι ζούσε και με τα χρήματα που έβγαζε από τον μπαμπά της. Τίποτε άλλο. Κόλλησε με τη φωνή του πατέρα της από παλιές κασέτες, δέθηκε με τραγούδια του, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε την άρρωστη μητέρα της. Επί 18 χρόνια η Μάρω Λοΐζου μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία υποφέροντας από καρκίνο. Από το 1998, πάντως, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, της είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Πέθανε το 2007, την ίδια χρονιά που έφυγε από τη ζωή και η Δώρα Σιτζάνη. Σε άλλους ίσως αυτές οι απώλειες λειτουργούν απελευθερωτικά, απαλλάσσοντας λυτρωτικά τον εκάστοτε θλιβερά ζημιωμένο από ενοχές, κακίες και ταπεινούς μικροεγωισμούς. Για τη Μυρσίνη Λοΐζου ήταν η εκκίνηση, όπως έχει η ίδια δηλώσει, μιας μεγάλης προσπάθειας να μη θυμάται.