Δίνοντας μεγάλη έμφαση στους θεσμούς, ο πρώην υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Θόδωρος Ρουσόπουλος, παραχωρεί συνέντευξη στο Politis Online και την Αθηνά Κοροβέση, και σχολιάζοντας τα πολιτικά τεκταινόμενα, τονίζει ότι στην κοιτίδα της Δημοκρατίας το θεσμικό πλαίσιο θα έπρεπε να είναι σεβαστό. Αντ΄ αυτού, “κατά τη διάρκεια της αριστερής διακυβέρνησης οι θεσμοί «ταλαιπωρήθηκαν»”, επισημαίνει ειδικότερα.
Ο Θόδωρος Ρουσόπουλος επανέρχεται στην πολιτική μετά από 11 σχεδόν χρόνια. Από τον Οκτώβριο του 2008, οπότε και υπέβαλε την παραίτησή του έπειτα από μία πορεία 8μιση χρόνων στην “πρώτη γραμμή” της πολιτικής ζωής της χώρας, ως το δεξί χέρι του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος του εμπιστεύτηκε τα παραπάνω καίρια “χαρτοφυλάκια”. Πόσο δε εκείνο του κυβερνητικού εκπροσώπου, το οποίο υπηρέτησε με συνέπεια από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2008 (σε συνέχεια της θέσης του ως εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ από το 2000) – πόστο συνώνυμο της “ηλεκτρικής καρέκλας”.
Την μακρόχρονη πορεία του ως η φωνή του κόμματός του ακολούθησε η αποχώρηση. Ώστε να υπερασπιστεί το όνομά του από την υπόθεση Βατοπεδίου. Όπερ και εγένετο μετά από χρόνια δικαστικής μάχης. Στις επόμενες εθνικές εκλογές ο Θόδωρος Ρουσόπουλος αναμένεται να δώσει εκ νέου την πολιτική, αυτή τη φορά, μάχη στον Βόρειο Τομέα Αθηνών.
“Πάνω απ’ όλα στην πολιτική πρέπει να βρίσκεται το ρήμα «Νοιάζομαι». Αυτό σε κινητοποιεί και σε κάνει χρήσιμο.”, θα μας πει παρακάτω ο πρ. υπουργός, με την αμεσότητα που τον διακρίνει, η οποία γίνεται αμέσως αντιληπτή από την πρώτη συναναστροφή μαζί του. Πέραν αυτής, ευδιάκριτο είναι και το πραγματικό ενδιαφέρον για τον συνομιλητή του, κάτι που εντοπίζουν και οι φοιτητές του στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Θόδωρος Ρουσόπουλος μιλάει και για τις τρεις ιδιότητές του: τον πολιτικό, τον δημοσιογράφο, τον ακαδημαϊκό. Δίνοντάς μας παράλληλα απαντήσεις σε μείζονα ζητήματα της επικαιρότητας, συμπεριλαμβανομένων του διακυβεύματος των εκλογών και της όξυνσης της αντιπαράθεσης ενόψει καλπών, των προτεραιοτήτων της Ν.Δ., του σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μιλώντας για τη νέα γενιά. Επιπλέον, αναφέρεται στο “απολύτως απαραίτητο όπλο για την υπεράσπιση των θεσμών”. Ποιο είναι αυτό; Αναλύεται στο κείμενο της συνέντευξης, όπου μεταξύ άλλων ο πρ. υπουργός προτρέπει τους πολίτες να έχουν “ανοιχτά τα μάτια τους για να διακρίνουν την αλήθεια και κλειστά τα αυτιά τους στις σειρήνες του λαϊκισμού”.
Αθηνά Κοροβέση: Κύριε Ρουσόπουλε, έχετε εκφράσει την πικρία σας για την άνιση προβολή της αθώωσής σας για την υπόθεση Βατοπεδίου σε σχέση με την έκταση που δόθηκε στις κατηγορίες που σας απέδιδαν. Από τη στιγμή που επιλέγετε να εισέλθετε μετά από 11 χρόνια στον πολιτικό βίο, ανησυχείτε για ενδεχόμενη ταύτιση του προσώπου σας με την υπόθεση, από όσους δεν έχουν ασχοληθεί περαιτέρω και έμειναν στις κατηγορίες;
Θόδωρος Ρουσόπουλος: Δεν εκφράζω πικρίες τόσο από χαρακτήρα όσο και από άποψη. Στην πολιτική θα δεχθείς άδικες επιθέσεις. Άλλες περισσότερο σκληρές άλλες λιγότερο. Όποτε ρωτήθηκα απλώς επεσήμανα αυτό που γνώριζα και από την εικοσαετή μου πορεία στην δημοσιογραφία. Ότι το κακό παίρνει διαστάσεις, ενώ το καλό όχι. Θυμάστε πολύ καλά λοιπόν ότι έχω αναφερθεί στο θέμα σε δημόσιες παρεμβάσεις μου, τονίζοντας ότι υπήρχε δυσφήμηση στο πρόσωπό μου για μια υπόθεση που όχι μόνον απεδείχθη ψευδής αλλά ήταν και στημένη από κάποιους που εξυπηρετούσαν προσωπικά τους συμφέροντα. Κυρίως διότι η κυβέρνηση Καραμανλή τους ήταν ενοχλητική. Χτύπησαν λοιπόν εμένα που ήμουν τότε ο πιο κοντινός του συνεργάτης από το υπουργικό συμβούλιο και θεώρησαν ότι έτσι θα κάνουν ζημιά και στον ίδιον και στην Νέα Δημοκρατία. Το δυστύχημα για τους θεσμούς μας είναι ότι όντως επέτυχαν να κάνουν ζημιά. Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, όχι δεν ανησυχώ. Οι κακεντρεχείς θα υπάρχουν πάντα. Η αλήθεια όμως στο τέλος θα θριαμβεύει. Εάν κάποιος είναι τυφλός και δεν θέλει να την δει, αυτό δεν αποτελεί δικό μου πρόβλημα αλλά του ιδίου.
A.K.: Με αφορμή το παραπάνω, θα ήθελα σταθώ σε δύο δηλώσεις σας: στο ότι υπάρχει ένας ανοιχτός λογαριασμός με προεκτάσεις ηθικές και πολιτικές αναφορικά με την πολιτική επιστροφή σας, και δεύτερον, στο ότι έχετε αναγάγει το θεσμικό πλαίσιο σε σημαντικό ζήτημα για τη χώρα. Ενδεχόμενη εκλογή σας στον Βόρειο Τομέα Αθηνών θα αποτελέσει μία αδιαμφισβήτητη ηθική δικαίωση. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη και τη δεύτερη δήλωσή σας, να υποθέσω ότι η ενασχόληση με την πολιτική σε μία περίοδο αμφισβήτησης των θεσμών, αποτελεί και ένα προσωπικό στοίχημά σας; Ποιο είναι επομένως το απόλυτο διακύβευμα των επόμενων εκλογών για εσάς;
Θ.Ρ.: Αν μιλάμε για το απόλυτο τότε αυτό σε κάθε εκλογική αναμέτρηση δεν μπορεί να είναι παρά το αποτέλεσμα. Όμως το αποτέλεσμα, που εξαντλείται σε μια βραδιά, παράγει αποτελέσματα τετραετίας. Αναφέρομαι συχνά στους θεσμούς γιατί πιστεύω ότι αυτοί «ταλαιπωρήθηκαν» κατά την διάρκεια της αριστερής διακυβέρνησης. Τελευταίο κραυγαλέο παράδειγμα οι ανακατατάξεις των κοινοβουλευτικών ομάδων για να ψηφιστεί η συμφωνία των Πρεσπών. Κάθε βουλευτής είναι ελεύθερος να εκφράζει την γνώμη του. Στην προκειμένη περίπτωση φοβούμαι ότι κίνητρο δεν ήταν αυτό αλλά δυστυχώς υποδεέστερης αξίας προσωπικά συμφέροντα και στόχοι ορισμένων που έσπευσαν προθύμως να ψηφίσουν. Η χώρα στην οποίαν οι θεσμοί δεν γίνονται σεβαστοί είναι μια χώρα προβληματική. Μια χώρα σαν την δική μας, στην οποίαν γεννήθηκε η Δημοκρατία, θα έπρεπε να σέβεται το θεσμικό πλαίσιο περισσότερο από κάθε τι άλλο και κυρίως από τις προσωπικές μικροκομματικές στοχεύσεις.
A.K.: Όλα όσα διαδραματίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο το τελευταίο διάστημα πώς τα χαρακτηρίζετε; Ποια είναι επίσης η ανάγνωση της επιστολής του πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο της Βουλής για τον Κανονισμό;
Θ.Ρ.: Πριν καλά-καλά σας απαντήσω θέσατε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Ακριβώς εκεί αναφερόμουν. Η επιστολή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας προς τον επικεφαλής της νομοθετικής, στην οποίαν του υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει είναι κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν απαράδεκτη. Γιατί το έκανε τότε; Διότι είχε προηγηθεί άλλη εντολή του πρώτου προς τον δεύτερο με την οποίαν θα παραβίαζε τον κανονισμό για το πώς συστήνονται οι κοινοβουλευτικές ομάδες. Η αριστερά που ταλάνιζε τους ισχυρότερούς της πολιτικούς αντιπάλους στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων με διαδικαστικές λεπτομέρειες τώρα που είναι στην εξουσία γράφει στα παλαιά της υποδήματα το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, των οποίων υποτίθεται σέβεται κάθε λέξη.
A.K.: Συνυποψήφιοί σας, και στελέχη της αντιπολίτευσης, μιλούν για επιχείρηση σκανδαλολογίας από πλευράς κυβέρνησης. Εσείς; Βλέπετε όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ όσο προχωράμε προς τις κάλπες;
Θ.Ρ.: Ναι αλλά όχι με πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας. Την όξυνση επιζητά αυτός που χάνει ευελπιστώντας ότι θα μειώσει τον αντίπαλό του και την διαφορά στην κάλπη. Δεν πρόκειται να παρασυρθούμε σ’ αυτό το παιχνίδι που είναι τόσο παλαιό και πρωτόλειο όσο και η πολιτική αντιπαράθεση. Ας τραβήξουν μόνοι τους τον δρόμο της όξυνσης, ο οποίος όπως θα δείτε είναι γεμάτος με τόνους λάσπης. Οι πολίτες ας έχουν ανοιχτά τα μάτια τους για να διακρίνουν την αλήθεια και κλειστά τα αυτιά τους στις σειρήνες του λαϊκισμού.
A.K.: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει αντίθετος στις όποιες αντιπαραθέσεις Δεξιάς-Αριστεράς, κάτι που ενέχει τη λογική του «μεσαίου χώρου». Ο προσανατολισμός προς το κέντρο, έτσι όπως εκφράστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή, θεωρείτε ότι υφίσταται στη ΝΔ σήμερα;
Θ.Ρ.: Η Νέα Δημοκρατία -και όχι μόνον γιατί το λέει η ιδρυτική της διακήρυξη από το 1974- είναι το κόμμα που κινείται από τις παρυφές της δεξιάς έως τις παρυφές της κεντροαριστεράς. Το κέντρο, ή μεσαίος χώρος, είναι εκείνος στον οποίον απευθύνονται τα κόμματα εξουσίας, υπολογίζοντας στην στήριξη ανθρώπων που δεν είναι ενταγμένοι αλλά επιλέγουν κάθε φορά αυτό που θεωρούν την καλύτερη λύση για τον τόπο. Εκτιμώ πως και σε επίπεδο στελεχών αλλά και σε επίπεδο ψηφοφόρων το κέντρο είναι κατά στην συντριπτική του πλειοψηφία με την Νέα Δημοκρατία.
A.K.: Από την αρχή της διακυβέρνησης Τσίπρα, είχατε επισημάνει ότι ο πρωθυπουργός θα μετουσιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα σοσιαλδημοκρατικό. Ποιο είναι το πρώτιστο που εξυπηρετεί κατά τη γνώμη σας, αυτή η στενή πλέον σχέση που έχει αναπτυχθεί με την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία;
Θ.Ρ.: Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα εκφραζόταν από το ΠΑΣΟΚ, ιδίως εκείνο που έπαψε να φωνάζει το αλήστου μνήμης σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Από τον Ανδρέα Παπανδρέου έως την Φώφη Γεννηματά ο χώρος διεκδικεί την σοσιαλδημοκρατία. Φοβούμαι όμως ότι τα τελευταία χρόνια η πρόβλεψη που έκανα λίγες μόλις ημέρες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. Με μια διαφορά όμως: Γίνονται «σοσιαλδημοκράτες» και κατ’ επίφασιν ευρωπαίοι όχι γιατί πιστεύουν στην Ευρώπη αλλά γιατί αναγκάστηκαν να εξασφαλίσουν δι’ αυτού του τρόπου την παραμονή τους στην εξουσία. Σοσιαλδημοκρατία με Πολάκη και στήριξη στον Μαδούρο βέβαια είναι μια ακόμη ιδιοτυπία του ΣΥΡΙΖΑ.
A.K.: Έχετε δηλώσει υπέρ των ολοκληρωμένων κοινοβουλευτικών θητειών, καθώς και της αύξησης της κοινοβουλευτικής θητείας σε 5 έτη. Ποια είναι η επιχειρηματολογία σας;
Θ.Ρ.: Το 2007 με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος επεσήμανα σε συνέντευξή μου στο Βήμα ότι θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε πενταετή θητεία Βουλής με πρόβλεψη στο Σύνταγμα ότι αυτή η θητεία θα εξαντλείται. Θα πηγαίνουμε δηλαδή σε εκλογές σε δήλοι ημερομηνία. Αυτό -ακόμη κι’ αν δεν είναι πενταετία αλλά τετραετία- είναι το απολύτως απαραίτητο όπλο υπεράσπισης των θεσμών. Αλλιώς κάθε πρωθυπουργός επιλέγει την στιγμή των εκλογών ανάλογα με το πότε τον συμφέρει. Για να γίνει η πρότασή μου πραγματικότητα πρέπει να αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από την προσφυγή σε εκλογές.
Ως προς την πενταετία ειδικά: Μια κυβέρνηση χρειάζεται χρόνο να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, να ανιχνεύσει τα προβλήματα και να πάρει αποφάσεις μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες στις οποίες οδηγείται από το φόβητρο της ανά πάσα στιγμής προσφυγής στην κάλπες. Η πενταετία -που εφαρμόζεται ήδη στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- θα ηρεμήσει τα πνεύματα, θα χαμηλώσει την οξύτητα των πολιτικών παθών και θα δώσει στο Κοινοβούλιο την χρονική άνεση να επεξεργαστεί νόμους μακράν των κομματικών σκοπιμοτήτων, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Ο πρώτος χρόνος μιας κυβέρνησης συνήθως εξαντλείται στο να μάθουν τα μέλη της τα θέματά τους. Ο δεύτερος χρόνος να εργαστούν συστηματικά για να εισηγηθούν νόμους και αλλαγές στην διοίκηση. Εάν στα δυόμιση χρόνια πηγαίνουμε σε εκλογές τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει. Ο τρίτος χρόνος και ο τέταρτος είναι ικανοί να ρυθμίσουν τυχόν αστοχίες που θα προκύψουν από την εφαρμογή της πολιτικής. Ο πέμπτος χρόνος ολοκληρώνει κάθε δύσκολη εργασία και σίγουρα λειτουργεί ως προεκλογικός. Άρα προτείνοντας πενταετία, θεωρώ ότι έτσι η ηρεμία στον τόπο θα προσφέρει πραγματική άνεση για δουλειά, χωρίς σκοπιμότητες και με αποτελέσματα που θα αναδεικνύουν πρόοδο στο έργο και όχι στην κομματική αναζήτηση ψήφου.
A.K.: Ποια ζητήματα άπτονται των προτεραιοτήτων σας αναφορικά με τις ανάγκες των δήμων στον Βόρειο Τομέα Αθηνών;
Θ.Ρ.: Δεν μου αρέσει να λέω πως χαίρομαι για μια ερώτηση αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορώ να το αποφύγω. Μετά από τα όσα σας είπα για τους θεσμούς θα έχετε καταλάβει πως υπερασπίζομαι την λειτουργία των θεσμικών οργάνων της πολιτείας με την σχετική ανεξαρτησία που πρέπει να έχει το καθένα και προβλέπεται από το θεσμικό μας πλαίσιο. Οι άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να έχουν περισσότερες αρμοδιότητες στα οικονομικά των Δήμων και των υπαλλήλων τους, στην φορολογία την ευθύνη και τα αποτελέσματα της οποίας θα πρέπει να αναλαμβάνουν έναντι των πολιτών ώστε να πάψει να μετακυλύεται η ευθύνη στην Κεντρική Διοίκηση. Ο ρόλος της Κεντρικής Διοίκησης είναι ρυθμιστικός και όχι παρεμβατικός και γραφειοκρατικός. Δείτε τι συνέβη με τα αποθέματα των Δήμων και την αριστερή κυβέρνηση που τα άρπαξε στην πρώτη δύσκολη στιγμή. Διακριτοί ρόλοι και αρμοδιότητες, απόλυτη υπευθυνότητα για τα των Δήμων και έτσι η κεντρική πολιτική σκηνή θα είναι αρωγός. Αυτή είναι η δική μου θεώρηση για όλο το φάσμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο τοπικός βουλευτής δεν πρέπει να παρεμβαίνει στα του Δημάρχου αφού ήδη απαιτεί το αντίστροφο.
A.K.: Συνολικά, τί θα θέλατε να δείτε να αλλάζει αν αύριο εκλεγεί η ΝΔ κυβέρνηση; Ποιοι είναι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να δώσει έμφαση;
Θ.Ρ.: Το πρόγραμμά μας είναι ήδη γνωστό. Θα μείνω μόνον σε αυτό που θεωρώ πρώτιστο και θα είναι το πλέον αποτελεσματικό. Κίνητρα για την ανάπτυξη. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα οδηγήσει σύντομα σε νέες θέσεις εργασίας και αυτό από μόνο του σιγά σιγά θα είναι ικανό να φέρει αποτελέσματα. Η σημερινή κυβέρνηση τιμωρεί τους πολίτες που ζουν πάνω από τα όρια της φτώχειας. Δυστυχώς επιδιώκει την ισοπέδωση προς τα κάτω. Απέτυχε σε πολλές πολιτικές της αλλά αυτήν την πέτυχε απολύτως.
Η ασφάλεια και η αποκατάσταση του αισθήματος των πολιτών ότι ζουν σε μια ελεύθερη δημοκρατική χώρα που δεν κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ζωή τους είναι στόχος και επιτακτική ανάγκη.
A.K.: Από το 2015 έχετε και μία άλλη ιδιότητα, εκείνη του ακαδημαϊκού, καθώς διδάσκετε ΜΜΕ και Επικοινωνία στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Συμπεριφοράς του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Βρίσκετε ομοιότητες μεταξύ πολιτικής και ακαδημαϊκής καριέρας;
Θ.Ρ.: Με ρώτησαν οι φοιτητές μου ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ Δημοσιογραφίας, Ακαδημαϊκής διδασκαλίας και Πολιτικής. Τους είπα πως στην Δημοσιογραφία αναδεικνύεις ένα θέμα, στην Ακαδημαϊκή κοινότητα το αναλύεις και στην Πολιτική το λύνεις. Ωστόσο για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, ναι. Η βαθιά γνώση των θεμάτων και η ανάλυσή τους, οι ιστορικές αναγωγές και τα παρελθόντα ορίζουν εν πολλοίς και τα μέλλοντα. Η ικανότητα να προβλέπεις δεν είναι έμφυτη ούτε σχετίζεται με το φλιτζάνι του καφέ και τα άστρα. Είναι η βαθιά γνώση των θεμάτων, της ιστορίας και της ανάλυσης. Εάν είσαι και πρακτικό πνεύμα τότε ναι έχεις επιτύχει έναν σπουδαίο συνδυασμό που αντιμετωπίζει πραγματικά τα προβλήματα και τα λύνει. Πάνω απ’ όλα βέβαια στην πολιτική πρέπει να βρίσκεται το ρήμα «Νοιάζομαι». Αυτό σε κινητοποιεί και σε κάνει χρήσιμο.
A.K.: Μιλώντας για ανθρωπιστικές επιστήμες και επιστήμες συμπεριφοράς, και δεδομένης της συναναστροφής σας με τη νέα γενιά, πώς αυτή αντιμετωπίζει τους θεσμούς και ποιες προσδοκίες έχουν οι νέοι από τους πολιτικούς;
Θ.Ρ.: Λυπάμαι που η απάντησή μου δεν μπορεί να είναι αισιόδοξη. Βλέπω και ανάμεσα στην νέα γενιά μια απαξίωση για την πολιτική και τους πολιτικούς. Αυτή η ισοπέδωση, που φοβούμαι ξεκινά από το σπίτι και τις συμπεριφορές των γονιών, οδηγεί άκριτα πολλούς νέους σε λάθη. Η προσπάθειά μας πρέπει να είναι να τους πείσουμε πως εάν δεν ασχοληθούμε ενεργά και με ποιοτική προσέγγιση με τα πολιτικά προβλήματα, ως ενεργοί πολίτες, τότε ναι θα είναι όλοι ίδιοι. Και τότε αυτοί θα μας αξίζουν…
A.K.: Τέλος, επειδή έχετε ασχοληθεί με προβλήματα εθνικής ταυτότητας, καθώς η διατριβή σας αναδεικνύει την εθνικής ταυτότητα των Ελλήνων της Βενετίας στα τέλη του 17ου αιώνα, θα ήθελα ένα γενικότερο σχόλιό σας για την Συμφωνία των Πρεσπών, τόσο ως πολιτικός όσο και ως ακαδημαϊκός.
Θ.Ρ.: Η Εθνική Ταυτότητα, ορίζει την έννοια του «ανήκειν». Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να ζήσει το άτομο και πολύ περισσότερο ένας ολόκληρος λαός. Αυτήν την έννοια του «ανήκειν» αναζητούσαν απεγνωσμένα οι γείτονές μας. Δεν διαφωνούσαμε ότι πρέπει να την βρουν αλλά όχι βασιζόμενοι σε σαθρές ιστορικές αναφορές. Εκεί που δεν τους ανήκει η ιστορία. Το όνομα, η ταυτότητα και η γλώσσα, όπως δόθηκαν από την συμφωνία των Πρεσπών, δεν τα επικαλούμαι από καπρίτσιο ως εθνικά επιζήμια αλλά από πραγματική γνώση της Ιστορίας και επίγνωση αυτών που θα ακολουθήσουν.
A.K.: Κύριε Ρουσόπουλε, σας ευχαριστώ θερμά.