Του Παντελή Καψή
Μερικές φορές με πιάνουν τα αριστερά μου κι είμαι έτοιμος να αμφισβητήσω πολλά από όσα υποστηρίζω. Αναρωτιέμαι για παράδειγμα ποιος από όλους εμάς που μιλάμε για την ανάγκη αυτοσυγκράτησης και τήρησης των συμφωνηθέντων με τους δανειστές, θα μπορούσε να ζήσει με τον βασικό μισθό των 586 ευρώ. Δεν λέω να ξεκινήσει οικογένεια, είναι αδιανόητο.
Oύτε φυσικά αναφέρομαι στον μισθό της αγοράς, τα 400 ευρώ δηλαδή, με τα οποία αμείβονται οι μισές σχεδόν νέες θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Στην Αγγλία, μέρος της εκπαίδευσης όσων θέλουν να σταδιοδρομήσουν στο δικαστικό σώμα είναι να κάνουν τακτικές επισκέψεις για να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τις συνθήκες στις φυλακές. Ίσως κάτι αντίστοιχο θα ήταν χρήσιμο και για τους μάνατζερ, για όσους οικονομολόγους συμβουλεύουν κυβερνήσεις ή ακόμα και για τους βουλευτές που αποφασίζουν: να ζουν δηλαδή για ένα διάστημα με τον βασικό μισθό. Μια καλή δόση της πραγματικότητας δεν κάνει ποτέ κακό σε κανέναν.
Κι αυτή είναι η μία μόνο πλευρά, η άλλη είναι η εργασιακή ανασφάλεια. Πριν από λίγο καιρό διάβαζα ένα συναρπαστικό ρεπορτάζ για τις διαφορετικές τύχες ενός θυρωρού μεγάλης επιχείρησης στη δεκαετία του 60 και του σημερινού του ομόλογου. Ο πρώτος δούλεψε για 30 και πλέον χρόνια στην εταιρεία, είχε ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, έπαιρνε άδειες και βγήκε με αξιοπρεπή σύνταξη. Ο διάδοχος του δεν απασχολείται από την εταιρεία αλλά από έναν εργολάβο, δεν είναι υπάλληλος αλλά υπεργολάβος και βέβαια δεν έχει ούτε ασφάλιση ούτε παίρνει άδειες. Αυτά πρέπει να τα κάνει μόνος του από τις αμοιβές του που είναι φυσικά κατώτερες από τον μισθό του προκατόχου του και, κυρίως, είναι εξαιρετικά αβέβαιες.
Αυτές οι μορφές εργασίας είναι πια εξαιρετικά διαδεδομένες κι ίσως είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να γυρίσει το ρολόι πίσω. Από την άλλη πλευρά βέβαια δεν μπορεί να μην δει κανείς ότι για τους ίδιους τους εργαζόμενους, ή τουλάχιστον για την πλειοψηφία τους, η περίφημη «gig economy» απέχει πολύ από την ωραιοποιημένη εικόνα που έχουμε μιας τεχνολογικά αναβαθμισμένης ελίτ που ορίζει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας της.
Το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι να γίνει δυνατή η προστασία των εργαζομένων χωρίς αυτό να λειτουργήσει σε βάρος της ανταγωνιστικότητας. Ίσως είναι πιο εύκολο να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Από την άλλη πλευρά βέβαια και η «απελευθέρωση» της εργασίας δεν είναι πανάκεια. Οι εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί για παράδειγμα σε συνδυασμό με την απουσία αποτελεσματικών ελέγχων για την μαύρη εργασία, έχουν μάλλον οδηγήσει σε ακόμα περισσότερες καφετέριες, παρά στην άνθηση της βιομηχανίας. Φυσικά και στην επιβίωση μικρών και γι αυτό αντιπαραγωγικών και τεχνολογικά υποβαθμισμένων μονάδων.
Το ότι στην Ελλάδα, παρά την αναιμική έστω ανάκαμψη, η παραγωγικότητα μειώνεται, ενδεχομένως σχετίζεται με αυτό. Κι ίσως αυτή να είναι η και καλύτερη απόδειξη για το ότι η ανάπτυξη, δηλαδή οι επενδύσεις, δεν θα έρθουν απλώς επειδή θα μειωθεί η φορολογία. .Όσο κι αν είναι αναγκαία, απαιτείται μια πολύ πιο ενεργητική πολιτική από το κράτος. Και για τις επενδύσεις και για την προστασία των εργαζομένων.