Του Παντελή Καψή
Σε μια Δημοκρατία όλοι οι πολιτικοί κάποια στιγμή χάνουν την εξουσία. Με αυτή την έννοια όλοι είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν. Αν το συνειδητοποιούσαν ίσως να τους ήταν πιο εύκολο να μένουν συνεπείς σε κάποιες αρχές και να μην παρασύρονται από το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος. Στην δική μας περίπτωση ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα είναι να πετύχει η επόμενη κυβέρνηση, πιθανότατα δηλαδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το στοίχημα είναι να καταφέρει να βγάλει την χώρα από την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο μιας νέας χρεοκοπίας. Δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Θα έχει φυσικά ορισμένα ατού. Το πρώτο και πιο σημαντικό η δέσμευση του κ. Μητσοτάκη ότι πρώτη του προτεραιότητα είναι να πετύχει την μείωση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας. Είναι αυτονόητη προτεραιότητα: αν δεν μειωθούν τα επιτόκια και συνεχιστεί ο αποκλεισμός από τις αγορές, πάμε ολοταχώς σε τοίχο. Παραδόξως, πλην του κ. Μητσοτάκη, κανένας πολιτικός αρχηγός δεν το υπογραμμίζει. Αντιθέτως διαγκωνίζονται για ποιος θα φανεί πιο ευχάριστος στους ψηφοφόρους. Όσο για τον πρωθυπουργό ήταν σαφής: οι αγορές, είπε στην ΔΕΘ, «κάποια στιγμή» θα ανοίξουν. Είναι προφανές ότι το θέμα δεν τον απασχολεί καθόλου, ο ορίζοντάς του εξαντλείται στις εκλογές. Μάταια ο Ντάισεμπλουμ προειδοποιεί: είναι πολύ νωρίς για να ζητάτε αλλαγές στο πρόγραμμα.
Ταυτόχρονα μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι ασφαλώς πιο φιλική στις επενδύσεις. Αυτό θα της επιτρέψει κάποιες εύκολες νίκες, όπως η έναρξη, επιτέλους, της επένδυσης του Ελληνικού. Σίγουρα θα βελτιώσει το κλίμα για την Ελλάδα. Τα πραγματικά προβλήματα ωστόσο παραμένουν. Η φυγή της ΤΙΤΑΝ έδειξε για μια ακόμα φορά πόσο δύσκολη είναι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Κι οι επενδύσεις που τόσο έχουμε ανάγκη δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έρθουν επειδή θα μειωθεί ο φόρος των επιχειρήσεων. Άλλα είναι αυτά που διώχνουν τους επενδυτές. Η γραφειοκρατία η διαφθορά και οι καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη. Όσο καλή διάθεση και αν έχει η επόμενη κυβέρνηση, όσο μεταρρυθμιστική και αν αποδειχθεί, κάτι που δεν είναι δεδομένο με την σημερινή σύνθεση της ΝΔ, αυτά τα προβλήματα απαιτούν χρόνο. Προσθέστε και το κλίμα στις αγορές που μπορεί εύκολα να χειροτερέψει και η ασφυξία για την Ελλάδα θα συνεχιστεί.
Στα ατού θα πρέπει να προσμετρηθεί επίσης και το ότι αυτή την φορά οι αυταπάτες έχουν διαλυθεί. Παρά το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα έχει να αντιμετωπίσει το είδος της διαλυτικής αντιπολίτευσης της πενταετίας 2010-2015. Στα τυχερά και η πιθανή ψήφιση της συμφωνίας για το μακεδονικό από την παρούσα Βουλή. Ένα αγκάθι λιγότερο, που θα κόστιζε, τουλάχιστον στο εξωτερικό.
Στον αντίποδα, όπως κάθε κυβέρνηση, θα έχει να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό των προσδοκιών. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων, μεταξύ τους και πολλοί που νιώθουν ότι έχουν εξαντλήσει τις αντοχές τους, δεν ψηφίζει με το μυαλό στο μακροπρόθεσμο όφελος της χώρας. Νοιάζεται μόνο για την οικονομική του επιβίωση και το άμεσο προσωπικό του κέρδος.
Το πρώτο θέμα που μπορεί να βάλει την επόμενη κυβέρνηση σε δοκιμασία είναι φυσικά το ασφαλιστικό. Αν, όπως λένε οι τελευταίες πληροφορίες, η αναστολή των περικοπών που επιδιώκει ο κ. Τσίπρας είναι προσωρινή, τότε το δίλημμα θα το αντιμετωπίσει πιο σύντομα από ότι ίσως περιμένει. Έτσι κι αλλιώς ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη δεσμευτεί ότι θα φέρει έναν νέο ασφαλιστικό νόμο. Πρόκειται φυσικά για συνταγή καταστροφής. Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να ικανοποιήσει τις αγορές ότι θα μειωθεί δραστικά το κόστος των συντάξεων, όπως το κάνει ο νόμος Κατρούγκαλου. Αλλά ταυτόχρονα και να ικανοποιήσει τους συνταξιούχους, να πείσει ότι θα τους προσφέρει κάτι καλύτερο από όσα ο σημερινός νόμος προβλέπει. Τέτοια λύση δεν υπάρχει. Κι όσοι με αφροσύνη προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την δυσαρέσκεια των συνταξιούχων, θα το βρουν μπροστά τους. Άλλωστε ένας νέος νόμος, ακόμα και αν θίξει λιγότερους από όσους θίγονται σήμερα, είναι βέβαιο ότι θα χαρακτηριστεί δρακόντειος και εξοντωτικός. Είναι γνωστό ότι στα μέσα ενημέρωσης κυριαρχούν οι διαμαρτυρίες των χαμένων. Με άλλα λόγια η επόμενη κυβέρνηση θα αναγκαστεί να ξοδέψει χρόνο και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο, για ένα θέμα που θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί εδώ και καιρό.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που θα βάλει τον κ. Μητσοτάκη σε δοκιμασία, είναι το θέμα της ασφάλειας ιδίως σε σχέση με τα πανεπιστήμια. Είναι μια κουβέντα να καταδικάζεις την ανοχή και την ανομία και κάτι τελείως διαφορετικό να ζητάς πχ από την αστυνομία να ελέγξει το παράνομο εμπόριο, τα ναρκωτικά, τις μολότοφ ή τα στέκια του Ρουβίκωνα, μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Καλώς ή κακώς και σ’ αυτό το θέμα, τα αυτονόητα δεν είναι αυτονόητα στην Ελλάδα. Βάλτε και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έχει δεσμευτεί ότι θα επιδιώξει η επόμενη κυβέρνηση κι έχετε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Είναι πολύ εύκολο ο πρώτος χρόνος της επόμενης κυβέρνησης να είναι χρόνος κινητοποιήσεων στην παιδεία. Άλλωστε για να κλείσει το πανεπιστήμιο ή ένα σχολείο, αρκούν λίγες οργανωμένες μειοψηφίες, με την ευγενή συμπαράσταση των παιδιών του Γαβρόγλου.
Όσο για την ευρύτερη εγκληματικότητα και την επανασύσταση της ομάδας Δέλτα, που εμφανίζεται ως πανάκεια και τώρα έχουμε την ΔΙΑΣ. Με άλλα λόγια η κατάσταση δεν θα αλλάξει ριζικά. Όσο και αν προσφέρεται για εύκολη κριτική, η εγκληματικότητα επηρεάζεται από παράγοντες που δύσκολα ελέγχονται. Ακόμα και στα Εξάρχεια, με την απαράδεκτη κυβερνητική ανοχή στην ανομία, ξέρουμε ότι το πρόβλημα δεν ξεκίνησε το 2015.
Το τρίτο πρόβλημα είναι το προσφυγικό. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει τις ροές και πιθανότατα ούτε τις επιστροφές όσων έχουν μπει παράνομα και δεν δικαιούνται ασύλου. Με την σημερινή συμφωνία, με την οποία όσοι έρχονται παραμένουν στα νησιά, η αποσυμφόρηση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι το πρόβλημα θα παραμένει, θα διχάζει τις τοπικές κοινωνίες και θα εκθέτει την Νέα Δημοκρατία, καθώς αποτελεί προσφιλές ζήτημα ιδίως για την συντηρητική της πτέρυγα. Με τα σημερινά δεδομένα, μια ριζική αλλαγή της πολιτικής για το μεταναστευτικό, στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης περισσότερων προσφύγων, είναι πρακτικά αδύνατη.
Κι αυτά είναι προβλήματα που μπορούμε λίγο πολύ να προβλέψουμε. Πιο σοβαρά μπορεί να αποδειχθούν;αυτά που δεν περιμένουμε. Η αβεβαιότητα είναι χαρακτηριστικό της εποχής και της περιοχής. Για να μην μιλήσουμε για πιθανά εσωκομματικά ζητήματα, σαμαρικοί και καραμανλικοί όπως είναι γνωστό είναι στα μαχαίρια ενώ και οι δυο περιμένουν τον Μητσοτάκη στη γωνία. Θα τα καταφέρει λοιπόν η επόμενη κυβέρνηση; Κανείς φυσικά δεν μπορεί να το προβλέψει. Όλοι καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται το έργο της, όσο πιο έντονη θα είναι η πόλωση κι όσο δεν καταφέρνουμε να συνεννοηθούμε τουλάχιστον στα στοιχειώδη. Αυτό ενδεχομένως θα έπρεπε να το πάρει από τώρα υπ όψη του ο κ. Μητσοτάκης. Τις εκλογές όλα δείχνουν ότι θα τις κερδίσει. Θα κριθεί όμως από την επόμενη μέρα.