Τα μηνύματα-ανταλλάγματα πίσω από την στήριξη Ομπάμα

Από τις πρώτες μέρες ανάληψης των καθηκόντων της νέας Κυβέρνησης τα «σήματα» από την Ουάσινγκτον ήταν θετικά.  Κάτι που αρκετοί αναλυτές θεωρούσαν αναμενόμενο, δεδομένης της πάγιας θέσης της Προεδρίας Ομπάμα υπέρ των στρατηγικών ανάπτυξης και κατά των μέτρων λιτότητας, που ο αμερικανός Πρόεδρος επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία.

Δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει, άλλωστε, τις παρεμβάσεις του πρώην Υπουργού Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ σε σειρά Συνόδων των ηγετών της ΕΕ, τις οποίες ο ίδιος, μάλιστα, περιγράφει εκτενώς σε βιβλίο που εξέδωσε πριν από μερικούς μήνες υπό τον τίτλο «Stress Test»  σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, αρχής γενομένης από τη Γερμανία ήταν αποφασισμένοι και να την εκδιώξουν από το ευρώ, το 2010 και πολύ περισσότερο το 2012, κάτι που δηλώνει ότι εξέπληξε και τον ίδιο, να υιοθετήσουν τιμωρητικά μέτρα σε βάρος της Ελλάδας, «να την συντρίψουν».

Όπως και τότε έτσι και τώρα, η αμερικανική ηγεσία υποστηρίζει ότι αν και είναι σημαντική η δημοσιονομική πειθαρχία και η υιοθέτηση ριζικών μεταρρυθμίσεων, δεν μπορεί στο όνομα αυτής της πειθαρχίας να εντείνεται η ύφεση και να μην υπάρχουν μέτρα αναστροφής αυτής της κατάστασης.

Αν κάτι προκάλεσε μια σχετική έκπληξη όσον αφορά στη δήλωση Ομπάμα στο CNN την Κυριακή ήταν ο άμεσος και εκτενής χαρακτήρας της που δεν άφηνε περιθώρια παρανόησης ως προς το τί ακριβώς εννοεί.

Βέβαια, υπάρχει και η πλευρά των μεταρρυθμίσεων όπως και της φορολογικής πολιτικής στην οποία επέμεινε ο Αμερικανός Πρόεδρος προκαλώντας μάλιστα αίσθηση, πλευρές που το Μαξίμου προσπάθησε να υποτιμήσει, επιλέγοντας να δώσει βάρος  στην άποψη Ομπάμα περί λιτότητας.  Και στο ίδιο, κομμάτι, άλλωστε έδωσαν βάρος και οι έμμεσοι «αποδέκτες» του μηνύματος, δηλαδή το Βερολίνο, με ανακοινώσεις που διευκρίνιζαν ότι «το πρόγραμμα της Ελλάδας δεν εμπεριέχει μόνο μέτρα λιτότητας».

Πώς «μεταφράζεται» στην πράξη, όμως, αυτή η στήριξη από την Ουάσινγκτον;

Η αλήθεια είναι ότι παρά την τεράστια συμβολική της σημασία, που από μόνη της έχει βαρύτητα και θα παίξει ρόλο στο πλαίσιο του υπάρχοντος παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων (οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη παγκοσμίως), στην πράξη τα πράγματα είναι πιο περιορισμένα. Οι ΗΠΑ έχουν το κύρος και την ισχύ να λένε ό,τι θέλουν και να επηρεάζουν καταλυτικά τις εξελίξεις αλλά είναι γεγονός ότι ως χώρα δεν συγκαταλέγονται στους «πιστωτές» της Ελλάδας, και αυτό ως ένα βαθμό είναι αυτό που εισέπραττε και ο Γκάιτνερ ως απάντηση στις παρεμβάσεις του το 2010 και το 2012. Βέβαια, διαθέτουν μέγιστη επιρροή επί του ΔΝΤ και την αξιοποιούν τα μέγιστα, αλλά και αυτό είναι άλλης τάξης ζήτημα.

Την ίδια ώρα, είναι μάλλον προφανές στους πάντες ότι η αμερικανική διπλωματία όταν προβαίνει σε μια ενέργεια, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια δήλωση στήριξης από τον ίδιο τον Πρόεδρο, δεν το κάνει χωρίς ανταλλάγματα. Σημαίνει ότι απαιτεί, σιωπηρά ή λιγότερο σιωπηρά, συμμόρφωση σε ορισμένα κομβικά ζητήματα.

Ένα από αυτά, το πλέον άμεσο μάλλον, είναι η στάση που θα τηρήσει στο εξής η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στη Ρωσία και στις εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία. Είναι προφανές και από τις αντιδράσεις του αμερικανικού Τύπου (αρνητικά δημοσιεύματα για την πρώτη αντίδραση της νέας ελληνικής Κυβέρνησης) ότι η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται ν’ ανεχτεί για πολύ διαφοροποιήσεις του τύπου που εμφανίστηκαν την περασμένη εβδομάδα στο ζήτημα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, έστω και αν αυτές, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν κυρίως σε επίπεδο εντυπώσεων, αφού πρακτικώς οι ίδιες οι εισηγήσεις για το, ομοφώνως υιοθετηθέν, σχέδιο συμπερασμάτων από τους Υπουργούς Εξωτερικών δεν εμπεριείχαν τίποτε από αυτά στα οποία θεωρητικώς «αντέδρασε» η ελληνική διπλωματία.

Είναι επίσης προφανές ότι η αμερικανική ηγεσία απαιτεί συνέχιση της στενής συνεργασίας Ουάσινγκτον – Αθήνας στο θέμα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο φορές ο Λευκός Οίκος, την περασμένη εβδομάδα, προχώρησε σε διόρθωση των όσων δημοσιοποιήθηκαν από το Μαξίμου για την συνομιλία Ομπάμα – Τσίπρα, επιμένοντας ότι μέσα σε αυτήν κεντρική θέση είχε και το ζήτημα της τρομοκρατίας. Σύμφωνα, δε, με όσα αναφέρει και ο έμπειρος δημοσιογράφος Μιχάλης Ιγνατίου από την Ουάσινγκτον, μεταξύ των ζητημάτων για τα οποία πιέζει ο Λευκός Οίκος, είναι και η αντιμετώπιση του θέματος της πραγματοποίησης πορειών μέχρι έξω από την αμερικανική πρεσβεία και μάλιστα από δυνάμεις που πρόσκεινται στην την τωρινή κυβέρνηση.

Θα ήταν αφελές να μην θεωρήσει κανείς δεδομένο, επίσης, ότι η αμερικανική διπλωματία, εκτός από τα προαναφερόμενα, δεν θα απαιτήσει κεντρικό ρόλο στα ενεργειακά ζητήματα της Ελλάδας, στην πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, στα του Κυπριακού αλλά και στην ασκούμενη πολιτική στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μάλλον θα πρέπει, επίσης, να θεωρείται δεδομένο ότι θα δυσαρεστηθεί πολύ αν υπάρξει αναγνώριση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους κάτι που επισήμως η Π. Αρχή έχει ζητήσει και το οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σκέφτεται να «ξεπεράσει» προσωρινά περνώντας το θέμα από το Κοινοβούλιο, το οποίο έχει συμβολική αξία, αλλά όχι από την Κυβέρνηση. Στο αμερικανικό ενδιαφέρον εντάσσεται και η εξέλιξη της συνεργασίας Ισραήλ – Ελλάδας καθώς και η στάση της Ελλάδας εντός του ΝΑΤΟ, με δεδομένες τις θέσεις κατά της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που είχε διατυπώσει παλιότερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πίσω λοιπόν από την «ηχηρή», όπως περιγράφηκε παρέμβαση Ομπάμα για την Ελλάδα, κρύβονται εξίσου «ηχηρά» μηνύματα – ανταλλάγματα τα οποία η αμερικανική διπλωματία είθισται να μην συζητά αλλά να απαιτεί. Και απομένει στην νέα Κυβέρνηση να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί αυτά τα αιτήματα, κυρίως ως προς το επικοινωνιακό τους κομμάτι απέναντι σε ψηφοφόρους, οπαδούς, συμπαθούντες.

 

 

 

 

εξωτερική πολιτικήλιτότηταΜέση ΑνατολήΜπαράκ ΟμπάμαΡωσία