Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt στηλιτεύει τη στάση της νέας ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία -όπως αναφέρει ο αρθρογράφος- λιγότερες από 48 ώρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της αιφνιδίασε τους εταίρους της με την απόφασή της να ματαιώσει «σημαντικά τμήματα» του συμφωνηθέντος προγράμματος λιτότητας και «εξασθένησε» με τη στάση της το «έως τώρα κοινό μέτωπο της ΕΕ κατά της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία».
Όπως εκτιμά ο αρθρογράφος, «αν οι Έλληνες επιβάλουν αυτήν τη γραμμή, θα μπορούσε να μετατραπεί η ΕΕ από μία πολιτική κοινότητα σε μία αυτοκαταστροφική αγέλη εθνικών κρατών. Γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προσέξουν ώστε να μην επιτρέψουν να τους εμπλέξει ο Τσίπρας σε ένα σπιράλ εκατέρωθεν απειλών. Εν τέλει οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο έχουν καλύτερα χαρτιά: Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει μία μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζές της, ούτε μπορεί ο Τσίπρας να δανειστεί χρήματα από τις κεφαλαιαγορές για τις ακριβές προεκλογικές του υποσχέσεις. Ούτε οι έλληνες ψηφοφόροι του έδωσαν την εντολή να μετατρέψει τη γενέτειρα της δημοκρατίας σε υποτελή του αυταρχικού Πούτιν. Η προσπάθειά του να εκβιάσει, εφόσον την εννοεί πραγματικά, είναι επομένως μία μεγάλη μπλόφα».
Η Die Welt του Βερολίνου επισημαίνει σε πρωτοσέλιδο σχόλιό της ότι «αν η πολιτική του Τσίπρα έχει επιτυχία, τότε θα αισθανθούν δικαιωμένοι και οι υπόλοιποι αριστεροί και δεξιοί εθνικιστές στην Ευρώπη. Όσο μεγαλύτερες οι επιτυχίες του, τόσο πιο μεγάλοι οι πόθοι. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρωζώνη θα γίνονταν αβάσταχτα ισχυρές. Σε βάρος του συνόλου της κοινότητας».
Σχολιάζοντας το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για νέα απομείωση του ελληνικού χρέους, η Berliner Zeitung, υπογραμμίζει ότι ένα «κούρεμα δεν είναι πανάκεια». Η εφημερίδα επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει την εξόφληση των διμερών της δανείων το 2020 και των δανείων από τον προσωρινό μηχανισμό σταθερότητας EFSF το 2023. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι «τα επιτόκια είναι ήδη τόσο χαμηλά ώστε περαιτέρω ελάφρυνση δεν θα επέφερε σχεδόν τίποτα». Όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος, «είναι πιθανό να γίνει ένα κούρεμα κάποια στιγμή. Αλλά αυτό δεν αποτελεί εργαλείο διαχείρισης των προκλήσεων που πιέζουν αυτήν την ώρα».
«Η βαθιά πτώση της Ελλάδας οφείλει να αποτελέσει έναυσμα για σκέψη», σημειώνει σε πρωτοσέλιδο σχόλιό της η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Ο αρθρογράφος παρατηρεί ότι «η εργασία της τρόικας θεωρούνταν στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες λίγο ή πολύ ιερή. Η κριτική αντιμετωπιζόταν τις περισσότερες φορές με την καχυποψία ότι επιδιώκεται μία χαλάρωση των όρων δημοσιονομικής εξυγίανσης. Οι δανειστές ήθελαν να βάλουν σε τάξη τους αριθμούς, δεν ήταν πρόθυμοι να ακούσουν τις κοινωνικές επιταγές της χώρας. (…) Δυστυχώς, το τέλος του μαρασμού δεν είναι ορατό. Παλαιότερα προερχόταν από την Ελλάδα ένας οικονομικός κίνδυνος μετάδοσης, σήμερα είναι πολιτικός».
«Η Αθήνα δεν είναι Λονδίνο» επισημαίνει η ίδια εφημερίδα στις οικονομικές της σελίδες, αναφερόμενη στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να διεξαχθεί μία διεθνής διάσκεψη για το χρέος στα πρότυπα εκείνης του Λονδίνου το 1953, όπου και διαγράφηκε μέρος του χρέους της Γερμανίας.
Η εφημερίδα της Φραγκφούρτης σημειώνει ότι «η Ελλάδα ψάχνει συμμάχους στην Ιταλία», ωστόσο «’μία διάσκεψη για το χρέος είναι ελάχιστα πιθανή στο σημερινό περιβάλλον’, λέει η Τούλια Μπούκο από το τμήμα δημοσιονομικών του τραπεζικού ομίλου Unicredit. Όπως λέει η ίδια άλλωστε, η ΕΚΤ μόλις αποφάσισε να προβεί σε αγορά κρατικών ομολόγων, η οποία θα μειώσει τα επιτόκια και θα διευκολύνει και την Ελλάδα στη διαχείριση των χρεών. Ταυτόχρονα υπάρχει κίνδυνος να ενεργοποιηθεί στην Ευρώπη ένα σπιράλ λαϊκισμού σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία».
Σοβαρές επιφυλάξεις εκφράζει για το θέμα και ο πρώην Υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Φαμπρίτσιο Σακομάνι. Όπως εκτιμά, η διεξαγωγή της διάσκεψης για το χρέος το 1953 «ήταν μία σχετικά χαλαρή υπόθεση, καθώς οι πιστωτές ήταν κυρίως τράπεζες και κράτη». Ωστόσο σήμερα «δεν υπάρχει πλέον πιθανότητα να φέρει κανείς στο ίδιο τραπέζι, κεκλεισμένων των θυρών, δανειστές και οφειλέτες», εκτιμά ο κ. Σακομάνι, ο οποίος προβλέπει ότι αν αποφασιζόταν η διεξαγωγή τέτοιας διάσκεψης, οι αγορές θα αντιδρούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει μη πραγματοποιήσιμη».
Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων η FAZ, «οι ιστορικές συνθήκες της διάσκεψης για το χρέος στο Λονδίνο εν τέλει μόνο δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με την κατάσταση στην Ελλάδα: αυτή είναι προϊόν μίας κρίσης για την οποία ευθύνεται η ίδια (σ.σ. η Ελλάδα)». Αντιθέτως, όπως επισημαίνει, στη διάσκεψη του Λονδίνου οι συμμαχικές δυνάμεις αναγνώρισαν τις λανθασμένες αποφάσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, που προέβλεπε καταβολή γερμανικών επανορθώσεων, οι οποίες «σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς επιβάρυναν πολύ τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και συνέβαλαν τελικά στο τέλος της και στην άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού».