«Είναι η πρώτη μας συνεδρίαση μετά την ιστορική απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου που έκλεισε αμετάκλητα τον κύκλο των αξιολογήσεων και των μνημονίων και έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους» είπε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στην ομιλία του στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Τόνισε επίσης ότι: «Το σύνολο των διεθνών αναλυτών, των οίκων αξιολόγησης που αναβαθμίζουν ξανά την Ελλάδα ο ένας μετά το άλλο, των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και των πολιτικών τους ηγεσιών, αναγνωρίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της απόφασης αυτής».
Η απόφαση του Eurogroup ήταν μία απόφαση που η Ελλάδα εδικαιούτο. Μία απόφαση που αποτελεί την ελάχιστη αναγνώριση στις θυσίες του ελληνικού λαού, που δεν ήταν πάντα δίκαιες, είπε στη συνέχεια ο κ. Τσίπρας.
«Δεν πρέπει να επισημαίνουμε διαρκώς και τα λάθη και τις υπερβολές και τις αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων. Για τις οποίες ευθύνη έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος. Αλλά όχι μόνο αυτές. Ευθύνη έχουν και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους» είπε επίσης.
«Τώρα, όμως, δεν είναι η στιγμή να κοιτάμε στο παρελθόν, αν και πάντα πρέπει να το υπενθυμίζουμε στον λαό και στους εαυτούς μας. Είναι η στιγμή να κοιτάξουμε στο μέλλον. Στην επόμενη μέρα. Και η επόμενη μέρα είναι ελπιδοφόρα. Διότι εξασφαλίσαμε συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, που η εφαρμογή τους δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να ανακτήσει τη σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος» πρόσθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επίθεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη
Ο Αλέξης Τσίπρας εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον πως είναι «δραματικά επικίνδυνο» το ότι ασπάστηκε «την γραμμή της νέας εθνικοφροσύνης στην οποία τον τράβηξε η ακροδεξιά ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας που τον κρατάει όμηρο».
“Ο κ. Μητσοτάκης νομιμοποιεί τον ακροδεξιό ακτιβισμό και έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο”
Επίσης κατηγόρησε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι «έβγαλε οριστικά τη μάσκα του φιλελεύθερου κεντροδεξιού μεταρρυθμιστή και αποφάσισε να ακολουθήσει τον κ. Σαμαρά στο εμπόριο του δήθεν πατριωτισμού. Με το λόγο και τις πρακτικές που πριμοδοτεί στην πραγματικότητα καταφέρνει ένα και μόνο πράγμα: Να νομιμοποιήσει έναν ακροδεξιό ακτιβισμό και έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο που φλερτάρει πλέον ανοιχτά με τον φασισμό».
Όπως επεσήμανε, με αυτή την πολιτική, ο κ. Μητσοτάκης «εκτρέφει τη φανατική ρητορική, το διχασμό, αλλά και ακραίους φασιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς που αν και περιθωριακοί νιώθουν τώρα πιο ασφαλείς να βγουν ξανά από τις κρυψώνες τους. Και αυτή η γραμμή που ακολουθεί είναι και η γραμμή που τον διαχωρίζει πλέον από την παραδοσιακή κεντροδεξιά αλλά και το μέτωπο της ανθρωπιστικής και δικαιοκρατικής διαχείρισης του προσφυγικού στην Ευρώπη και τον οδηγεί κατευθείαν στην αγκαλιά του Όρμπαν και του Κουρτς».
“Ο Σαμαράς άφησε άδεια τα ταμεία το 2015”
Αναφορικά με το μαξιλάρι ασφαλείας, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «κρίσιμο μέτρο, δικλείδα ασφαλείας, καλύπτονται οι ανάγκες μας τουλάχιστον για δύο έτη μετά το τέλος του προγράμματος. Πρώτη φορά έχουμε στη διάθεσή μας ένα τέτοιο αποθεματικό. Είναι τεράστια η διαφορά με τα άδεια ταμεία που μας άφησε ο κ. Σαμαράς το 2015, ένας άβυσσος από τη διαχειριστική ανεπάρκεια της προηγούμενης κυβέρνησης».
Δείτε την ομιλία:
Ολόκληρη η ομιλία του Πρωθυπουργού:
«Κυρίες και Κύριοι Υπουργοί,
Είναι μια ιδιαίτερη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου η σημερινή.
Είναι η πρώτη μας συνεδρίαση μετά την ιστορική απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου που έκλεισε αμετάκλητα τον κύκλο των αξιολογήσεων και των Μνημονίων και έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Και το ότι είναι οριστική η απόφαση αυτή δεν είναι μόνο δική μας επισήμανση.
Το σύνολο των διεθνών αναλυτών, των οίκων αξιολόγησης που αναβαθμίζουν ξανά την Ελλάδα ο ένας μετά των άλλων, των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των κρατών μελών της Ευρωζώνης και των πολιτικών τους ηγεσιών, αναγνωρίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της απόφασης αυτής.
Μιας απόφασης που η Ελλάδα δικαιούνταν.
Μιας απόφασης που αποτελεί την ελάχιστη αναγνώριση στις θυσίες του ελληνικού λαού.
Που δεν ήταν πάντα δίκαιες.
Διότι πρέπει να επισημαίνουμε διαρκώς και τα λάθη και τις υπερβολές και τις αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων.
Για τις οποίες ευθύνη έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος.
Αλλά όχι μόνο αυτές.
Ευθύνη έχουν και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους.
Τώρα όμως δεν είναι η στιγμή να κοιτάμε στο παρελθόν αν και πάντα πρέπει να το υπενθυμίζουμε στο λαό και στους εαυτούς μας.
Είναι η στιγμή να κοιτάξουμε στο μέλλον.
Στην επόμενη μέρα.
Και η επόμενη μέρα είναι ελπιδοφόρα.
Διότι εξασφαλίσαμε συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, που η εφαρμογή τους δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να ανακτήσει την σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος.
Με την επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και την περίοδο χάριτος αποπληρωμών κεφαλαίου και τόκων για τα δάνεια του EFSF ύψους 100 δισεκατομμυρίων Ευρώ, γίνεται το αποφασιστικό βήμα ώστε μεσοπρόθεσμα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ.
Η συνολική σε χρήμα αποτίμηση αυτού του μέτρου είναι αδύνατη αυτή τη στιγμή. Αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι τα πολύ πιο περιορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που ήδη εφαρμόζονται αποτιμώνται αυτή τη στιγμή από τον ESM σε 60 δισ. ευρώ, μπορεί κανείς να συλλάβει την τάξη μεγέθους.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Έχουμε επίσης εξασφαλίσει την επιστροφή των κερδών των Ευρωπαικών Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν αγοράσει, ύψους 4,8 δις ευρώ.
Επιστροφές που θα γίνονται σε ετήσιες δόσεις εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που συμφωνήθηκαν.
Αλλά κυρίως έχουμε εξασφαλίσει ένα χρηματοδοτικό μαξιλάρι ύψους περίπου 25 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πρόκειται εδώ για ένα απολύτως κρίσιμο μέτρο, μια δικλείδα ασφαλείας που καλύπτει χρηματοδοτικά τις ανάγκες της χώρα για τουλάχιστον δύο έτη μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης.
Έτσι οι έξοδοι στις αγορές θα γίνονται χωρίς χρηματοδοτική πίεση και θα αποσκοπούν στη βέλτιστη διαχείριση του χρέους μας.
Και είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα έχει στη διάθεση της ένα τέτοιο τεράστιο αποθεματικό.
Πόση διαφορά υπάρχει αλήθεια εδώ με τα άδεια ταμεία και τα μηδενικά αποθέματα που άφησε πίσω της η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου;
Ποια άβυσσος χωρίζει την διαχειριστική ανεπάρκεια των προηγούμενων κυβερνήσεων με την συνετή και υπεύθυνη διαχείριση του δημόσιου χρέους που επιτυγχάνουμε σήμερα εμείς.
Όμως πολύς λόγος έχει γίνει και για το καθεστώς της μεταμνημονιακής παρακολούθησης.
Και τι δεν έχουμε ακούσει τις τελευταίες μέρες μέσα στην προσπάθεια κάποιων να σχετικοποιήσουν την διαπραγματευτική επιτυχία.
Έχουμε ακούσει για τέταρτο μνημόνιο, για αβάσταχτες δεσμεύσεις, για θηλιές και άλλα τέτοια καταστροφικά.
Η αλήθεια είναι όμως εκεί για όποιον θέλει να τη δει.
Η μεταμνημονιακή παρακολούθηση της Ελλάδας θα γίνεται στο γνωστό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί για όλα τα κράτη μέλη της ΕΖ που εξέρχονται από πρόγραμμα.
Η μόνη διαφορά είναι ότι οι εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών θα είναι κατά δύο περισσότερες, με τον πρωταρχικό ρόλο στη Κομισιόν.
Και βάση της παρακολούθησης δεν είναι κάποια νέα ή επιπλέον προαπαιτούμενα αλλά τα κριτήρια που τέθηκαν στην απόφαση του EG.
Δηλαδή η εμβάθυνση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων, όπως η ενοοιποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, η ανεξαρτησία αρχών, όπως η αρχή δημοσίων εσόδων και η στατιστική αρχή και φυσικά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Πράγματα δηλαδή γνωστά και δεδομένα.
Που καμία σχέση δεν έχουν με νέες δεσμεύσεις ή με όσα πιθανώς θα αναγκαζόμασταν να δεσμευθούμε στη πορεία αν επιλέγαμε όσα μας προέτρεπαν αυτοί που είχαν δεσμεύσει τη χώρα σε πλεονάσματα του 4,5 και 5%,
Αυτοί που απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια, μη ολοκληρώνοντας επιτυχώς ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο πρόγραμμα,
Και τώρα για να εξυπηρετήσουν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες επιθυμούσαν να παραμείνει η χώρα στην ομηρεία της μνημονιακής εποπτείας.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, ευτυχώς για τη χώρα τους διαψεύσαμε.
Έχουμε Καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς νέα προαπαιτούμενα έναντι μέτρων για το χρέος, χωρίς ασφυκτική επιτροπεία έναντι χρηματοδότησης.
Η Ελλάδα στέκεται στα πόδια της ξανά.
Θα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της με τις δικές της δυνάμεις.
Και οι κυβερνήσεις που θα εκλέγει ο ελληνικός λαός θα αποφασίζουν τα μέσα της πολιτικής με τις οποίες θα καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους.
Αυτή είναι η αλήθεια όσο και αν κάποιους ενοχλεί.
Όσο και αν κάποιοι αδυνατούν να το πιστέψουν.
Τι σημαίνει όμως καθαρή έξοδος στη καθημερινότητα των πολιτών.
Ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τη χώρα και τους πολίτες.
Αυτό καλούμαστε τώρα να σχεδιάσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε και να υλοποιήσουμε.
Αυτός είναι ο πολιτικός στόχος στη νέα περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας, για τη χώρα, για τους πολίτες και για τα κοινωνικά στρώματα που δέχτηκαν τις αβάσταχτες, πολλές φορές, πιέσεις των μνημονιακών προγραμμάτων.
Και είναι προφανές ότι αυτός ο νέος πολιτικός δρόμος που καλούμαστε να ανοίξουμε,
αυτή η νέα μέρα που οφείλουμε να σχεδιάσουμε, δεν μπορεί να είναι μια επιστροφή στο παρελθόν.
Στις επιλογές και τις πρακτικές του παλιού πολιτικού συστήματος,
στις μέρες της γενικευμένης διαφθοράς και φοροδιαφυγής,
στις μέρες της επέκτασης με ασύδοτο δανεισμό,
στις μέρες μιας επίπλαστης και αντικοινωνικής αφθονίας των λίγων.
Χρειάζεται σήμερα αντιθέτως μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, μια λελογισμένη επέκταση στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων.
Μια επέκταση με δύο στόχους: Από τη μια τη στήριξη των πλέον αδύναμων και από την άλλη την τόνωση της ανάπτυξης.
Έχουμε κάποιες βασικές κατευθυντήριες γραμμές. Γνωστές και διατυπωμένες:
Την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Την αύξηση του κατώτατου μισθού
Τις στοχευμένες μόνιμες φοροελαφρύνσεις ύψους 700-750 εκ. ευρώ από το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από το 2019 και μετά και για πρώτη φορά θα αποτυπωθούν στον επόμενο προϋπολογισμό
Την περαιτέρω στήριξη του κοινωνικού κράτους και ειδικά της υγείας αλλά και της πρόνοιας
Την επανάληψη και φέτος του μερίσματος κοινωνικής αλληλεγγύης στοχευμένα σε κοινωνικές κατηγορίες που το έχουν ανάγκη
Την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα με συγκεκριμένα θεσμικά μέτρα
Την προσέλκυση επενδύσεων με τη δημιουργία φιλικού κλίματος στους για τους επενδυτές
Την διατήρηση του χαμηλού ΦΠΑ στα νησιά της προσφυγικής κρίσης, με ταυτόχρονη υιοθέτηση του μεταφορικού ισοδύναμου για όλα τα νησιά και τον διπλασιασμό των κονδυλίων από ευρωπαϊκούς πόρους για έργα ανάπτυξης στα νησιά του Αιγαίου, τα επόμενα χρόνια.
Όμως όλα αυτά πρέπει να εξειδικευτούν περαιτέρω.
Να πάρουν την μορφή πολιτικών δράσεων με αρχή μέση και τέλος.
Για να αλλάξουν την καθημερινότητα των πολιτών άμεσα. Για να πάρει σάρκα και οστά η καθαρή έξοδος από τη μνημονιακή εποχή.
Και για πρώτη φορά έχουμε σήμερα τη δυνατότητα με ένα διευρυμένο πεδίο ελευθερίας να ξεδιπλώσουμε τη δική μας πολιτική με άξονα την δίκαιη ανάπτυξη.
Και θέλω να επαναλάβω εδώ:
Ότι όσο θα απομακρυνόμαστε από τη μνημονιακή περίοδο και όσο η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης θα γίνεται πολιτική πράξη και δράση τόσο οι διαχωριστικές πολιτικές γραμμές θα γίνονται πιο ορατές και σαφείς.
Τόσο τα πολιτικά διλήμματα θα αναδεικνύονται αμείλικτα :
Με την ανάκτηση των ρυθμίσεων υπέρ των εργαζομένων και την αύξηση του κατώτατου μισθού ή με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας και την κατάργηση του οκταώρου, με ένα δημόσιο τομέα αποτελεσματικό, ισχυρό και ανταποδοτικό στην κοινωνία
ή με την διάλυση του δημοσίου τομέα και το γενικευμένο outsourcing που θέλει ο κος Μητσοτάκης;
Με τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος
ή με τις απολύσεις γιατρών, την διάλυση του δημοσίου τομέα και την ρήτρα 5 προς 1 που θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης;
Και ξέρετε είναι αυτή την εξέλιξη που φοβάται ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Διότι τώρα που κατέρρευσαν ολοκληρωτικά τα κινδυνολογικά σενάρια και η μαζική τρομοκρατία που προσπαθούσε να εξαπολύσει τα δύο προηγούμενα χρόνια, θα πρέπει να αντιπαρατεθεί προγραμματικά.
Και να κάνει ακόμη πιο σαφείς τις ανατριχιαστικά αντικοινωνικές προτάσεις του.
Διότι τι κινδυνολογία μπορεί να στήσει όταν το ελληνικό δεκαετές ομόλογο είναι σήμερα στο 3,89% και όταν το πεντατές έσπασε το φράγμα του 3% και κινείται στο 2,95% ;
Και ακριβώς επειδή φοβάται αυτή την εξέλιξη, ακριβώς επειδή βλέπει ότι η χώρα αλλάζει σελίδα αποφάσισε να κάνει κάτι δραματικά επικίνδυνο:
Να ασπαστεί την γραμμή της νέας εθνικοφροσύνης στην οποία τον τράβηξε η ακροδεξιά ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας που τον κρατάει όμηρο.
Με αφορμή το θέμα της ΠΓΔΜ ο κύριος Μητσοτάκης έβγαλε οριστικά και αμετάκλητα την μάσκα του φιλελεύθερου κεντροδεξιού μεταρρυθμιστή και αποφάσισε να ακολουθήσει τον κο Σαμαρά στο εμπόριο του δήθεν πατριωτισμού.
Με το λόγο και τις πρακτικές που πριμοδοτεί στην πραγματικότητα καταφέρνει ένα και μόνο πράγμα: Να νομιμοποιήσει έναν ακροδεξιό ακτιβισμό και έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο που φλερτάρει πλέον ανοιχτά με τον φασισμό.
Και αυτό δεν είναι επικίνδυνο μόνο για τη Νέα Δημοκρατία που πλέον χάνει κάθε διεθνή αξιοπιστία και μεταλλάσεται πυρηνικά. Αυτό είναι δική τους δουλειά.
Το σημαντικό είναι ότι με αυτή την πολιτική επιλογή εκτρέφει τη φανατική ρητορική, το διχασμό, αλλά και ακραίους φασιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς που αν και περιθωριακοί νιώθουν τώρα πιο ασφαλείς να βγουν ξανά από τις κρυψώνες τους.
Και αυτή η γραμμή που ακολουθεί είναι και η γραμμή που τον διαχωρίζει πλέον από την παραδοσιακή κεντροδεξιά αλλά και το μέτωπο της ανθρωπιστικής και δικαιοκρατικής διαχείρισης του προσφυγικού στην Ευρώπη και τον οδηγεί κατευθείαν στην αγκαλιά του Όρμπαν και του Κουρτς.
Του Κουρτς που αφού κέρδισε τις εκλογές με την αντιμεταναστευτική του ρητορική ανακοίνωσε και το νόμο για την υποχρεωτική 12ωρη εργασία.
Αυτή είναι η νέα πολιτική οικογένεια του κου Μητσοτάκη.
Η πολιτική συμμαχία μιας ακραίας δεξιάς που θέλει να αφήσει μόνη της την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση και να επιβάλει στην Ευρώπη την πιο αντικοινωνική ατζέντα.
Όλες λοιπόν αυτές οι επιλογές, με τις οποίες επιχειρεί ο κος Μητσοτάκης να υπονομεύσει την ομαλότητα, στην ουσία καταλήγουν να βλάπτουν το ίδιο το συμφέρον της χώρας.
Διότι οι Έλληνες πολίτες και ιστορία γνωρίζουν και δημοκρατικά αντανακλαστικά έχουν και την πραγματική ευρωπαϊκή προοπτική επιθυμούν.
Και βλέπουν καθαρά ποια πολιτική δύναμη μπορεί να εγγυηθεί την δημοκρατική σταθερότητα, το άνοιγμα της Ελλάδας στον κόσμο, την κοινωνική προστασία και ευημερία.
Η Ελλάδα δια της κυβέρνησης παίρνει για μια ακόμη φορά το σωστό μέρος της ιστορίας.
Βρίσκεται στη πλευρά των δυνάμεων που προασπίζονται τις ευρωπαϊκές αξίες και τα πανανθρώπινα ιδανικά.
Οι Έλληνες αυτό το κατανοούν και όταν έρθει η ώρα θα δώσουν τη δική τους απάντηση σε όσους επιχειρούν να τους κατατάξουν στο λάθος στρατόπεδο της ιστορίας.
Και θα αποδείξουν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού που άνοιξε πάντα δρόμους για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη, τη κοινωνική δικαιοσύνη».