Η επικείμενη συμφωνία Ελλάδας και Αλβανίας, την οποία έχουν επεξεργαστεί τα αντίστοιχα υπουργεία, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές διπλωματικές διεργασίες αυτή τη στιγμή και για τις δύο χώρες. Ο λόγος είναι ότι η συμφωνία θα ρυθμίσει το θέμα των θαλασσίων συνόρων των δύο χωρών και άρα και το θέμα των ΑΟΖ στην ευρύτερη ζώνη του Ιονίου, δίνοντας τη δυνατότητα της εκμετάλλευσης των σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που εκτιμάται ότι υπάρχουν εκεί. Ειδικά για την Ελλάδα που έχει ξεκινήσει διαδικασίες δημοπράτησης «οικοπέδων» στο Ιόνιο, η οριοθέτηση αυτή αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα.
Χάραξη των θαλασσίων συνόρων είχε γίνει και το 2009, αλλά τότε η αλβανική πλευρά είχε εν συνεχεία υπαναχωρήσει από την συμφωνία. Τώρα πληροφορίες αναφέρουν ότι η συμφωνία λαμβάνει υπόψη τις ενστάσεις της αλβανικής πλευράς παραχωρώντας της μεγαλύτερη έκταση. Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι αυτό δεν αλλάζει την ουσία, ενώ την ίδια στιγμή η συμφωνημένη χάραξη της ΑΟΖ στο Ιόνιο αποτελεί ιδιαίτερα θετικό προηγούμενο για το Καστελόριζο και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο.
Αντιπαραθέσεις
Όμως, η συμφωνία, που επιπλέον θα σηματοδοτήσει και από τις δύο πλευρές την οριστική άρση των συνεπειών του «εμπολέμου», βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην γειτονική χώρα. Η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Ράμα και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κατηγορούν την αλβανική κυβέρνηση όχι μόνο για υπερβολικές παραχωρήσεις στα θαλάσσια σύνορα («οπρωθυπουργός Ράμα κάνει τα πάντα για να πουλήσει την θάλασσα στους Έλληνες» δήλωσε ο Σαλί Μπερίσα), αλλά και για ξεπούλημα σε σχέση με το ζήτημα των «Τσάμηδων», μια που η ελληνική πλευρά έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι δεν συζητάει το συγκεκριμένο θέμα.
Το θέμα των Τσάμηδων έχει αρκετά μακρά ιστορία. Στη δεκαετία του 1920 οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας (ή Τσαμουριάς) εξαιρέθηκαν από την ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Οι βασικοί λόγοι ήταν ότι η Κεμαλική Τουρκία δεν ήταν πρόθυμη να τους δεχτεί και ότι η Αλβανία απείλησε ότι εάν εκδιώκονταν, θα ζητούσε να επεκταθεί και στην Αλβανία η συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών και θα εκδιωκόταν και η Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία.
Ο αριθμός τους δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, καθώς έφταναν περίπου τις 23.000. Βέβαια, η τότε εθνικιστική προπαγάνδα στην Αλβανία τους παρουσίασε ως «αλύτρωτους Αλβανούς». Η συνθήκη που αντιμετώπισαν ήταν εξαρχής αρνητική εφόσον όχι μόνο έχασαν τα όποια προνόμια είχαν ως μουσουλμάνοι στο οθωμανικό καθεστώς, αλλά και αντιμετώπισαν και αρκετά κρούσματα αυθαιρεσίας από τις τοπικές αρχές ιδίως κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Η αρνητική αυτή συνθήκη είχε ως αποτέλεσμα και σταδιακά η συνείδησή τους από αυτή του «τουρκαλβανού» να γίνει εθνική αλβανική συνείδηση. Σε αυτό βοηθούσε και η φοίτηση παιδιών από την Τσαμουριά σε αλβανικά κρατικά οικοτροφία.
Μετά τον πόλεμο
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όξυνε το πρόβλημα. Μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τον Μουσολίνι η Τσαμουριά συμπεριλήφθηκε και επισήμως στις διεκδικήσεις του αλβανικού αλυτρωτισμού, που εκτός όλων των άλλων το χρησιμοποιούσε και ως αντίβαρο απέναντι σε τυχόν αξιώσεις στην Βόρεια Ήπειρο.
Αυτό σήμαινε ότι όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, η κατάσταση έγινε μη αντιστρέψιμη. Στη διάρκεια του πολέμου οι Τσάμηδες αντιμετωπίστηκαν γενικά ως δυνάμει εχθρικός πληθυσμών και μεγάλος αριθμός τους εκτοπίστηκε, ενώ ένα τμήμα τους συνεργάστηκε και με τις Ιταλικές ένοπλες δυνάμεις.
Στη διάρκεια της Κατοχής οι σχέσεις ανάμεσα στους Τσάμηδες και τον ελληνικό πληθυσμό επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο με φόνους και από τις δύο πλευρές. Ένα σημαντικό μέρος των Τσάμηδων συγκρότησε ένοπλη πολιτοφυλακή που συνεργάστηκε ανοιχτά με τις δυνάμεις Κατοχής και κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στην περιοχή το 1943 προχώρησε φόνους, βιασμούς και λεηλασίες κατά του ελληνικού πληθυσμού. Από την άλλη υπήρξε και μικρός αριθμός Τσάμηδων που συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ.
Τελικά, η τύχη των Τσάμηδων κρίθηκε το καλοκαίρι του 1944. Η απελευθέρωση των παραλίων έγινε κομβική πλευρά της συνολικής απελευθέρωσης του ελλαδικού χώρου και ο ΕΔΕΣ, με βρετανική εντολή, ανέλαβε αυτό το έργο ενάντια στις δυνάμεις της Βέρμαχτ αλλά και ενάντια στους Τσάμηδες. Εκτός από τις μάχες με την Βέρμαχτ και την «Ξίλια», την πολιτοφυλακή των Τσάμηδων, η εκκαθάριση αυτή περιλάμβανε και αρκετές βιαιοπραγίες και δολοφονίες αμάχων. Εκτιμάται ότι ο συνολικός αριθμός των φόνων τότε μπορεί και να ξεπέρασε τους 1000. Αποτέλεσμα ήταν η εναπομείνασα μειονότητα να φύγει και να περάσει στο αλβανικό έδαφος, όπου το 1946 καταγράφηκαν 14530 πρόσφυγες. Στην Ελλάδα το 1947 καταγράφηκαν μόλις 120 Τσάμηδες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες και παιδιά στο ελληνικό έδαφος. Το 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην ομαδικά 1.930 Τσάμηδες, κλείνοντας οριστικά τον δρόμο του επαναπατρισμού τους.
Το τίμημα
Η τύχη των Τσάμηδων θυμίζει μια από τις οδυνηρές πλευρές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που αφορούσε μειονότητες που πλήρωσαν ακριβό τίμημα για τη συνεργασία σημαντικό μέρος τους με τις δυνάμεις του Άξονα. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις η πάγια αντιμετώπιση και από τη μεριά διεθνών οργανισμών είναι δεν μπορούν να τεθούν αναδρομικά ζητήματα, ιδίως από τη στιγμή που υπήρξε και τόσο εκτεταμένος δωσιλογισμός. Στη μεταπολεμική περίοδο το όλο ζήτημα θεωρήθηκε από την ελληνική πλευρά ότι δεν τίθεται πλέον και ότι η σελίδα αυτή όχι μόνο έχει κλείσει αλλά και δεν μπορεί επ’ ουδενί το ζήτημα να τεθεί ξανά.
Σε αυτή τη βάση πάγια θέση έκτοτε της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι θέμα Τσάμηδων δεν υπάρχει, ούτε προφανώς και θέμα διεκδίκησης των περιουσιών τους. Άλλωστε, και σε επίπεδο Ευρωπαϊκών οργάνων και δικαστηρίων έχει αποσαφηνιστεί και από άλλες περιπτώσεις (π.χ. Σουδήτες στην Τσεχία) ότι η ευρωπαϊκή προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950.
Να σημειώσουμε εδώ ότι το ζήτημα των περιουσιών των Τσάμηδων δεν πρέπει να συγχέεται με το υπαρκτό ζήτημα των περιουσιών των Αλβανών υπηκόων που με την κήρυξη του πολέμου το 1940 χαρακτηρίστηκαν «εχθρικές». Αυτό αφορά περίπου 200 ακίνητα, αξίας όχι ιδιαίτερα μεγάλης, τα οποία τέθηκαν από το 1940 υπό την μεσεγγύηση του ελληνικού κράτους και για τα οποία θα μπορούσε να βρεθεί να βρεθεί κάποια κοινά αποδεκτή λύση.
ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ