Την έλλειψη νομικού πλαισίου το οποίο θα διευθετεί τη δυνατότητα εξόδου μιας χώρας μέλους της ευρωζώνης, στην περίπτωση που η ίδια δεν επιθυμεί να προχωρήσει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται δια των προγραμμάτων διάσωσης επισημαίνει 51σέλιδη έκθεση του γερμανικού think tank «Institut der Deutschen Wirtschaft, Köln», με τίτλο «Πώς πρέπει η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση να μεταχειριστεί τα κράτη που είναι απρόθυμα να κάνουν μεταρρυθμίσεις», που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Handelsblatt, μετά το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα.
Η μελέτη υπογράφεται από τους Γερμανούς οικονομολόγους Τόμας Σούστερ και Γιούργκεν Μάτες και εκτιμάται ότι αποτελεί ένα πρώτο «καμπανάκι» όχι μόνο προς την Ελλάδα αλλά και προς τις άλλες χώρες της ΟΝΕ που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.
Το Ινστιτούτο, προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί το κενό αυτό, προτείνει να αρχίσει, καταρχήν, η επεξεργασία ενός νομικού πλαισίου άμεσα που θα επιτρέπει σε μια χώρα να εξέλθει από την νομισματική ένωση, χωρίς να είναι απαραίτητο να βγει και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά δεύτερον προτείνει να υιοθετηθεί ένα «πλαφόν» μεταρρυθμίσεων, κάτω από το οποίο όταν «πέφτει» μια χώρα θα πρέπει να αξιολογείται από την ΕΕ αν υπάρχει ή όχι παραβίαση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Εφόσον, οι υπόλοιπες χώρες-μέλη κρίνουν ότι υπάρχει παραβίαση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων να υπάρχει διακοπή της καταβολής των δόσεων των πακέτων ενισχύσεων που χορηγείται στη χώρα. Τρίτο και τελευταίο το Ινστιτούτο προτείνει, για τις χώρες εκείνες που κάποια στιγμή δεν επιθυμούν πλέον να προχωρήσουν τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αρχίσει, να τερματίζεται η στήριξη της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας από την ΕΚΤ, καθώς και το δικαίωμα ψήφου της στο Διοικητικό Συμβούλιο, δηλαδή με απλά λόγια να «βγαίνει» από το ευρώ.
Το ινστιτούτο σημειώνει από τις πρώτες κιόλας γραμμές της έκθεσης ότι έναυσμα για την εκπόνησή της αποτέλεσαν οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα και το αποτέλεσμά του. Και υπογραμμίζει ότι το ζήτημα είναι να εκπονηθεί ένα νομικό πλαίσιο εξόδου χώρας από την ΟΝΕ, χωρίς να βγαίνει και από την ΕΕ και ταυτόχρονα να τεθούν οι βάσεις για να ελαχιστοποιηθούν οι οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης στις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.