Η συμφωνία Ελλάδας-ΠΓΔΜ έχει οδικό χάρτη και προαπαιτούμενα που έθεσε η χώρα μας και μένει να εφαρμόσουν οι γείτονες, εάν τα υλοποιήσουν όταν έρθει στην Βουλή προς κύρωση δεν θα υπάρχει κανείς που να διαφωνεί, από όσους επιθυμούν λύση, εκτίμησε η ανεξάρτητη βουλευτής Κατερίνα Παπακώστα μιλώντας Στο Κόκκινο και τον Νίκο Σβέρκο. Παράλληλα, συνέδεσε την επίθεση Σαμαρά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με σχέδιο που οδηγεί την αξιωματική αντιπολίτευση στα άκρα.
«Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Θεωρώ ότι η συμφωνία, καθώς έχει οδικό χάρτη και προαπαιτούμενα, θα κριθεί από την εφαρμογή τους. Εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε, εμείς τους βάλαμε τα προαπαιτούμενα, οι γείτονες πρέπει να τα εφαρμόσουν. Εάν αυτό γίνει, κανείς δεν θα υπάρχει που να διαφωνεί, εκτός εάν πει “διαφωνώ όπως και να έχει γιατί δεν με ενδιαφέρει η συμφωνία”. Εάν τα προαπαιτούμενα δεν εκπληρώνονται στην πορεία, οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για μία καλή συμφωνία θα διαψευστούν», είπε η κ. Παπακώστα.
Τελικά, κατά την ίδια, εάν εκπληρωθούν τα προαπαιτούμενα, σε μία ψηφοφορία στην Ελληνική Βουλή που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ακόμη και τον ερχόμενο Δεκέμβριο ή και την Άνοιξη του 2019, για την «συμφωνία αυτή που θα μας δείξει ότι αποδίδει τους καρπούς που η χώρα περιμένει, δεν νομίζω ότι θα υπάρχει κανείς που να διαφωνεί. Μένει να δούμε», υπογράμμισε.
Η κ. Παπακώστα παράλληλα τόνισε ότι «δεν θα πρέπει να ρίχνουμε νερό στο μύλο του διχασμού αυτή την ώρα. Όλος αυτός ο θόρυβος, που ακουμπάει τις απολύτως σεβαστές ευαισθησίες του ελληνικού λαού, δεν μπορεί να γίνεται το κύμα που καβαλάει ο καθένας, παριστάνοντας είτε τον μακεδονομάχο είτε κάτι άλλο, προκειμένου να καρποφορήσουν οι επιδιώξεις του, ή να αντλήσει αποκλειστικά κομματικά ή προσωπικά οφέλη».
Νωρίτερα, η ίδια σχολίασε ότι «στην πολιτική σημασία δεν έχει τόσο το τι λες, όσο το τι κάνεις και τι παραλείπεις να κάνεις. Όταν δημιουργείται, επειδή παραλείπεις να κάνεις, μία κατάσταση που χρονίζει και έχει δημιουργήσει την πεποίθηση στους γείτονες ότι “έτσι θα πορευτούμε”, μετά είναι δύσκολο να πεις “τώρα θα λύσω το θέμα, θα φέρω μία συμφωνία”. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι δεν θέλουν συμφωνία ως λύση, αλλά τη μη λύση. Αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε συμφωνία, αυτή εμπεριέχει απόψεις και των δύο πλευρών».
Εξάλλου, η κ. Παπακώστα σχολίασε με δηκτικό τρόπο τον τρόπο με τον οποίο κινείται η Νέα Δημοκρατία στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
«Υπάρχει μία φράση, που λέει “μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι”. Είναι δυνατόν να υπάρχουν το 2018 δηλώσεις που δυναμιτίζουν το πολιτικό κλίμα και την κοινωνική γαλήνη, ενώ η χώρα θέλει να βγει με ένταση από τα μνημόνια, να κλείσει θέματα που εκκρεμούσαν σχεδόν 30 χρόνια, να δώσει τη μάχη για την ανάπτυξη του ελληνικού λαού που υπέφερε τα τελευταία 10 χρόνια; Έχουν τυφλωθεί ορισμένοι, είτε από εμπάθεια είτε από φιλοδοξία είτε από πολιτικό αμοραλισμό. Λένε άκριτα, δίχως να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό».
«Είναι πράγματα που εμένα με εκπλήσσουν. Εκτός αν είναι μέρος ενός σχεδίου το οποίο εξυφαίνεται και ακολουθείται οδικός χάρτης βήμα-βήμα, προκειμένου να πληγεί είτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε αυτή καθαυτή η Νέα Δημοκρατία. Άνθρωποι που έβριζαν σκαιότατα αυτή την παράταξη αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας και συμπαρασύρουν και άλλους, όπως ο κ. Κουμουτσάκος. Δεν νομίζω ότι περιποιεί τιμή σε κανέναν, εκτός αν είναι μέρος ενός σχεδίου να πέσει ακόμη παρακάτω η ποιότητα της Δημοκρατίας, να ενταθεί ακόμη περισσότερο ο φανατισμός στο πλήθος, έτσι ώστε να επιβιώσουν πολιτικά αυτοί που δεν έχουν τίποτε να προτείνουν», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Η επίθεση Σαμαρά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως είπε, «συνδέεται απολύτως με ένα σχέδιο που έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν στη Νέα Δημοκρατία γιατί ευνοεί τη στρατηγική τους. Αυτή όμως οδηγεί σε πολιτική περιθωριοποίηση αυτή την μεγάλη παράταξη, κάνει κακό στη χώρα καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση πηγαίνει ολοένα και περισσότερο προς τα άκρα, ενώ δεν υπάρχει και χώρος για να κατατεθούν σοβαρές προτάσεις με νηφαλιότητα για τα μεγάλα ζητήματα, όπως η συμφωνία με την ΠΓΔΜ, η έξοδος από το μνημόνιο, το τι θα κάνουμε τα επόμενα 10 χρόνια».