«Η χώρα μας βρίσκεται πλέον στο τέλος μιας δύσκολης πορείας, σε τέσσερις μήνες, τον Αύγουστο του 2018, η κυβέρνηση μας θα έχει καταφέρει να εκπληρώσει έναν από τους κεντρικούς της στόχους: Την έξοδο από το μνημόνιο και την επιτροπεία», δήλωσε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην αρχή της ομιλίας του στην Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τις δηλώσεις του Ερντογάν ο Πρωθυπουργός είπε: “Το σκέλος των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου, που μιλά για την ανάγκη και την αξία των ειρηνικών σχέσεων με την Ελλάδα, είναι καλοδεχούμενο. Αυτές όμως οι δηλώσεις, από μόνες τους, αν και αποτελούν ένα βήμα δεν αρκούν. Πρέπει να έχουν αντανάκλαση και στην πράξη. Πρέπει να συνοδεύονται από έμπρακτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και τις δικαιοκρατικές επιταγές. Και οι συμψηφισμοί ή τα καλέσματα για ανταλλαγή των δύο ελλήνων στρατιωτικών δεν μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το δικαιοκρατικό πλαίσιο”.
Ολόκληρη η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα όπως δόθηκε στη δημοσιότητα από το Μέγαρο Μαξίμου:
«Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Η χώρα μας βρίσκεται πλέον στο τέλος μιας δύσκολης πορείας.
Σε τέσσερις μήνες, τον Αύγουστο του 2018, η κυβέρνηση μας θα έχει καταφέρει να εκπληρώσει έναν από τους κεντρικούς της στόχους: Την έξοδο από το μνημόνιο και την επιτροπεία.
Μετά από μεγάλες προσπαθειες, δύσκολες και επίπονες διαπραγματεύσεις, περνώντας μέσα από σαράντα κύματα
και έχοντας απέναντι μας όχι μόνο μέρος των πιστωτών μας αλλά και το σύνολο του εγχώριου κατεστημένου,
καταφέρνουμε να πετύχουμε εκεί που τρείς κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ απέτυχαν.
Να ολοκληρώσουμε με επιτυχία το πρόγραμμα, να ανορθώσουμε την ελληνική οικονομία και να ξανανοίξουμε μετά από οκτώ χρόνια τη πρόσβαση των ελληνικών ομολόγων στις αγορές χρήματος.
Και μάλιστα όχι μόνο το πετυχαίνουμε αυτό, αλλά το πετυχαίνουμε με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για το κοινωνικό σώμα.
Κι αυτό δεν είναι καθόλου μικρό καθόλου ασήμαντο και καθόλου δεδομένο δεν ήταν ότι θα συμβεί.
Ούτε η επιτυχής ολοκλήρωση υπήρξε αυτονόητη εξέλιξη.
Ούτε η ανάκαμψη της οικονομίας.
Ούτε η ανάκτηση πρόσβασης στις αγορές.
Υπό αυτή την έννοια, στο βαθμό που όλα πάνε κατ’ ευχήν, γιατί δε τελειώσαμε ακόμη, έχουμε μπροστά μας τα τελευταία κρίσιμα μέτρα και δε πρέπει να χάσουμε τη στοχοπροσήλωσή μας.
Αλλά στο βαθμό που πετύχουμε τους στόχους μας, θα είναι είναι σημαντικό επίτευγμα, ιστορικής σημασίας.
Γιατί η χώρα επιστρέφει σε ένα καθεστώς κανονικότητας.
Οχι ότι θα έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα.
Όχι ότι δε θα υπάρχουν ακόμη πληγές σοβαρές που θα πρέπει να επουλώσουμε.
¨Ή ότι δε θα είμαστε υποχρεωμένοι να πιάνουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους προκειμένου να εξυπηρετούμε το χρέος που οι αλόγιστη διαχείριση των κυβερνήσεων που χρεοκόπησαν τη χώρα, φόρτωσαν στις πλάτες του ελληνικού λαού.
Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό -και αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας- να έχεις στόχους δεδομένους και να έχεις έναν στοιχειώδη έλεγχο στα πλαίσια των ευρωπαϊκών σου υποχρεώσεων,
και άλλο να είσαι αναγκασμένος να συγκυβερνάς με τη τρόικα.
Και θέλω να επαναλάβω, ότι αυτή η εξέλιξη που είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα, την αξιοπρέπεια και τη κυριαρχία της, δεν είναι μια ασήμαντη ούτε μια αυτονόητη εξέλιξη.
Διότι όλο αυτό το διάστημα δεν ήταν λίγες οι φωνές, πέραν της αντιπολίτευσης και θεσμικών παραγόντων, που μιλούσαν ή ζητούσαν συνέχεια της αυστηρής επιτροπείας και του καταναγκασμού στην άσκηση πολιτικής.
Αυτή τη φορά μέσα από έναν μηχανισμό, παρόμοιο του μνημονίου αλλά με άλλο αμπαλάζ.
Με το αμπαλάζ της πιστοληπτικής γραμμής.
Γιατί λέει το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν είναι ώριμο να ορίσει τις πολιτικές που είναι ορθές για τη χώρα.
Και άρα πρέπει να έχουμε διαρκώς τους ξένους τεχνοκράτες για να επιβάλουν το σωστό που εμείς δε μπορούμε να δούμε.
Χωρίς βεβαίως να θέλω να υπερτιμήσω τις ικανότητες του πολιτικού μας συστήματος, ωστόσο δε μπορώ να παραβλέψω ότι απόψεις σαν αυτές μοιάζουν να αποτελούν σαν μια πιο εκλεπτυσμένη και πιο σύγχρονη εκδοχή του φαινομένου του ραγιαδισμού.
Δεν υπάρχει λοιπόν στον ορίζοντα ούτε η συνέχεια του μνημονίου ούτε η δήθεν έξοδος, η μη καθαρή έξοδος, η βρώμικη έξοδος, όπως θέλετε πείτε το.
Υπάρχει μια σαφής ολοκλήρωση και καθαρή έξοδος που είναι μια πολύ σημαντική επιτυχία και πολύ σημαντική εξέλιξη,
χωρίς όμως, επαναλαμβάνω, αυτό να σημαίνει ότι θα περάσουμε με μιας τις πύλες του παραδείσου,
χωρίς να σημαίνει ότι επιστρέφουμε με μιας σε μέρες αφθονίας και σπατάλης,
χωρίς να σημαίνει ότι εξαφανίζονται με μιας όλες οι πληγές που κουβαλάμε.
Σας καλώ όμως να αναλογιστείτε και να σκεφτείτε που ήμασταν όταν αναλάβαμε και που φτάσαμε.
Να θυμηθείτε πόσο δυσεπίλυτη φάνταζε η εξίσωση που αναλάβαμε να λύσουμε.
Από τη μια μεριά να εκπληρώσουμε τις δεσμεύσεις μας απέναντι στους δανειστές και από την άλλη να μην διαρρήξουμε τους δεσμούς εμπιστοσύνης με τις κοινωνικές δυνάμεις που μας στήριξαν και τις οποίες θέλουμε να εκφράζουμε.
Και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι καλώς δεν εγκαταλείψαμε το πλοίο, ορθώς παλέψαμε να κρατήσουμε όρθιο το σκαρί στη φουρτούνα.
Με υποχωρήσεις, με συμβιβασμούς, με δύσκολες και επώδυνες αποφάσεις.
Καταφέρνουμε, όμως, να σταματήσουμε την πορεία της κοινωνίας προς τον γκρεμό και την εξαθλίωση.
Και πετύχαμε την ανάκαμψη και καταφέραμε μέτρα στήριξης των αποκλεισμένων, των εργαζομένων, των ανέργων, εκείνων που μας έχουν πραγματικά ανάγκη.
Και σήμερα η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική.
Μια οικονομία και μια κοινωνία που παρά τις δυσκολίες πατάνε ξανά στα πόδια τους.
Πολίτες που σιγά σιγά μετά από οχτώ χρόνια δυσκολιών και απαισιοδοξίας ξαναβρίσκουν τον τρόπο, δειλά και είναι λογικό, να είναι ξανά αισιόδοξοι.
Ξαναβρίσκουν τον τρόπο να έχουν προσδοκίες.
Και αυτό είναι δική μας επιτυχία.
Διότι δεν θέλουμε την κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών.
Η κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών δεν μπορεί παρά να είναι αντίπαλός της αριστεράς.
Αντίπαλος του δικού μας πολιτικού σχεδίου που θέλει μια κοινωνία ζωντανή
για να ανασυγκροτήσουμε την Ελλάδα,
για να οικοδομήσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο,
για να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς κοινωνικής προστασίας και μέριμνας αλλά και θεσμούς ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζόμενων.
Να δημιουργήσουμε μια οικονομία δυναμική και ζωντανή, αλληλέγγυα και παραγωγική.
Ακριβώς αυτή την Ελλάδα, αγαπητοί σύντροφοι, προσπαθούμε να περιγράψουμε στο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης που εκπονούμε και το οποίο θα παρουσιαστεί στο επόμενο EG της 27ης Απριλίου.
Είναι βεβαίως προφανές ότι το σχέδιο αυτό έχει γραφτεί λαμβάνοντας υπόψη και τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε το καλοκαίρι του 2015 και υλοποιήσαμε τα τελευταία δύο χρόνια.
Την ίδια στιγμή όμως έχει και ένα σαφές στίγμα των δικών μας ιεραρχήσεων και προτεραιοτήτων, των δικών μας αξιών και στόχων.
Την οικονομική ανάπτυξη που δεν βασίζεται στη συντριβή της εργασίας, αλλά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία.
Την ενίσχυση της θέσης μας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας με προσανατολισμό στην παραγωγή ποιοτικών και ανταγωνιστικών προϊόντων.
Την ενίσχυση των πιο δυναμικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
Των μεταφορών και των logistics
Της ενέργειας
Του αγροτικού τομέα και της μεταποίησης
Των υποδομών και της ψηφιακής οικονομίας
Και φυσικά του τουρισμού που συνεχίζει να αποτελεί την ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή όμως προβλέπει
– και αυτό βρίσκεται στον αντίποδα των πολιτικών που ασκήθηκαν στη χώρα μας τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης –
την επαναφορά θεσμών ρύθμισης της αγοράς εργασίας αλλά και ενίσχυσης των συλλογικών φορέων των εργαζομένων:
Μέσα από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων χωρίς τις οποίες ελλείπουν οι θεσμικές προϋποθέσεις για την συλλογική οργάνωση των εργαζόμενων.
Και φυσικά, προβλέπει, την οικοδόμηση για πρώτη φορά στην Ελλάδα ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και κράτους πρόνοιας.
Ανταποδοτικού και αποτελεσματικού.
Που θα μπορεί να εξασφαλίζει την αξιοπρέπεια και την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού.
Με αυτές, λοιπόν, τις προτεραιότητες προσερχόμαστε στην τελική διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση και την καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα.
Με ρεαλιστικό, πιστεύω, ορίζοντα το EG της 21ης του Ιούνη.
Τα μεγάλα θέματα της διαπραγμάτευσης είναι λίγο πολύ γνωστά:
Είναι η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων της 4ης αξιολόγησης
Είναι η συμφωνία για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους
Και είναι και η συμφωνία για την μεταπρογραμματική παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας.
Ένα όμως από τα κύρια θέματα που παραμένει πράγματι ανοιχτό είναι το θέμα της συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Και σε αυτή τη συζήτηση η ελληνική πλευρά έχει γίνει περισσότερο από σαφής εδώ και καιρό.
Έχουμε πει σε όλους τους τόνους ότι βεβαίως συζήτάμε με το ΔΝΤ, προσπαθώντας να βρούμε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Το κλίμα των μεταξύ μας συζητήσεων έχει τους τελευταίους μήνες βελτιωθεί.
Ωστόσο δεν θεωρούμε ότι η μή συμμετοχή του στο τρίτο πρόγραμμα είναι το τέλος του κόσμου.
Ούτε πιστεύουμε ότι η αξιοπιστία της καθαρής εξόδου εξαρτάται από τη συμμετοχή του ή όχι.
Βασική μας θέση ήταν και παραμένει ότι η Ευρώπη και πρέπει και μπορεί να δώσει μόνη της τις αναγκαίες πολιτικές και τεχνικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Συνοψίζοντας λοιπόν:
Συνεχίζουμε αταλάντευτα την πορεία μας προς την καθαρή έξοδο χωρίς πιστοληπτική γραμμή.
Με ένα αναπτυξιακό στρατηγικό σχέδιο που περιλαμβάνει τις δικές μας προτεραιότητες πολιτικής.
Επιταχύνοντας τις προσπάθειες μας για την υλοποίηση των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης.
Εντείνοντας τις πολιτικές και τεχνικές μας παρεμβάσεις για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο.
Και διεκδικώντας ένα καθεστώς εποπτείας μετά το πρόγραμμα στο πλαίσιο των υπαρκτών ευρωπαϊκών πλαισιών και των εμπειριών των υπολοίπων χωρών που εξήλθαν από ανάλογα προγράμματα.
Επιτρέψτε μου, όμως, σε αυτό το σημείο να πω δυο λόγια για τα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε όλοι μια αυξημένη νευρικότητα από πλευράς των γειτόνων μας, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις γεωπολιτικές εξελίξεις στη περιοχή της Συρίας αλλά και στις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό της.
Η κυβέρνηση με σοβαρότητα και υπευθυνότητα υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας, όπως αυτά προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές δίκαιο.
Αλλά ταυτόχρονα με αυξημένο κύρος και ανακτημένη αξιοπιστία, έχει καταφέρει να αξιοποιήσει τη θέση της σε διεθνείς οργανισμούς ώστε να δημιουργήσει ένα ευρύτερο πλαίσιο στήριξης και συμμαχιών για τη υποστήριξη των δίκαιων θέσεών της.
Οι τελευταίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβούλιο άλλωστε, αλλά και έμπρακτη υποστήριξη τόσο της Ευρωπαϊκής ηγεσίας όσο και συνολικότερα του διεθνούς παράγοντα στο θέμα της απαράδεκτης κράτησης των δύο ελλήνων στρατιωτικών,
δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι στις προκύπτουσες διαφορές μας με την Τουρκία, έχουμε την ευρύτερη δυνατή στήριξη, μεγαλύτερη απο ποτέ άλλοτε.
Το θέμα όμως αυτή τη φορά, δεν έχει να κάνει μόνο με την Ελλάδα και τις σχέσεις της με τους Ανατολικούς της γείτονες.
Έχει να κάνει με την ίδια τη Τουρκία και τις στρατηγικές τη επιλογές.
Οι γείτονές μας γνωρίζουν καλά ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που υπερασπίζεται τη σταθερότητα στην περιοχή.
Και επιθυμεί την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και διαλόγου με την Τουρκία.
Την ίδια ώρα που αποτελεί και τον θερμό και υποστηρικτή της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας
Η επιλογές της ηγεσίας της, όμως, το τελευταίο διάστημα δείχνουν μια ταλάντευση ως προς αυτόν το στόχο.
Η Τουρκία δείχνει να φλερτάρει με την ιδέα της απομάκρυνσής της από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Δείχνε να κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της και να απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή της στόχευση.
Και αυτή δε θα είναι μια καλή εξέλιξη, ούτε για τη Τουρκία, ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τη περιοχή.
Και είναι ακριβώς για αυτό που το σκέλος των δηλώσεων του Τούρκου Προέδρου, που μιλά για την ανάγκη και την αξία των ειρηνικών σχέσεων με την Ελλάδα, είναι καλοδεχούμενο.
Αυτές όμως οι δηλώσεις, από μόνες τους, αν και αποτελούν ένα βήμα δεν αρκούν.
Πρέπει να έχουν αντανάκλαση και στην πράξη.
Πρέπει να συνοδεύονται από έμπρακτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και τις δικαιοκρατικές επιταγές.
Και οι συμψηφισμοί ή τα καλέσματα για ανταλλαγή των δύο ελλήνων στρατιωτικών δεν μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το δικαιοκρατικό πλαίσιο.
Εμείς από τη δική μας πλευρά μαζί με την Ευρώπη και τους θεσμούς της, επιμένουμε να κρατάμε τη δέσμευση της Τουρκίας στο κράτος δικαίου.
Και αναμένουμε την συντομότερη δυνατή επιστροφή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ακριβώς όπως ορίζουν οι αρχές του
και απορρίπτουμε ταυτόχρονα, με τον πιο κατηγορηματικό και σαφή τρόπο, απαράδεκτες προϋποθέσεις και συμψηφισμούς.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Έρχομαι τώρα στα εσωτερικά μέτωπα.
Σε μια συγκυρία που η χώρα μας αντιμετωπίζει πολύ μεγάλες προκλήσεις, οικονομικές, αναπτυξιακές, θεσμικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές, θα περίμενε κανείς ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα είχε το πολιτικό σθένος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Θα περίμενε κανείς ότι δεν θα έψαχνε ευκαιρίες αποσταθεροποίησης ακόμη και με αφορμή τα πιο ευαίσθητα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που αφορούν το ίδιο το μέλλον, τη θέση και τις προοπτικές της χώρας και του ελληνικού λαού.
Και πρέπει να αναρωτηθεί κανείς τους λόγους που την οδηγούν να υιοθετήσει μια τέτοια ανεύθυνη και υπονομευτική στάση.
Και αυτό φυσικά όχι τώρα αλλά από την πρώτη στιγμή που ο κος Μητσοτάκης ανέλαβε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Και νομίζω ότι η εξήγηση αυτής της πολιτικής επιλογής είναι περισσότερο από προφανής.
Και σκιαγραφείται με τον πιο σαφή τρόπο στον φανατικό λόγο κάποιων συγκεκριμένων εκπροσώπων του παλιού πολιτικού συστήματος που έχουν αναλάβει εργολαβικά την καθοδήγηση του κου Μητσοτάκη.
Σκιαγραφείται για παράδειγμα στις πολιτικές αναλύσεις του κου Σαμαρά και του κου Βενιζέλου.
Διότι αυτοί εξακολουθούν αν και αφανώς να καθορίζουν την πολιτική του στρατηγική και να κινούν τα νήματα της επιχείρησης παλινόρθωσης.
Και αυτό που ζητάνε με σαφήνεια και ο κος Μητσοτάκης προσπαθεί να υλοποιήσει είναι την δημιουργία ενός αντισύριζα μετώπου.
Και έχουν πράγματι καταφέρει – και πρέπει να τους αναγνωρίσουμε αυτό – να συγκροτήσουν ένα μαύρο μέτωπο που αποτελείται από ό,τι πιο σάπιο και διαφθαρμένο έχει να επιδείξει αυτή η χώρα, στην προσπάθεια τους να παλινορθώσουν την εξουσία του παλιού πολιτικού συστήματος.
Εκδοτικά συγκροτήματα, μέσα ψευδούς ενημέρωσης, διωκόμενοι ολιγάρχες, άνθρωποι του κοινού ποινικού δικαίου που περνιούνται για επιχειρηματίες,
όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις της γερασμένης Ελλάδας κινητοποιούνται στην επιχείρηση να εμποδίσουν και να αμαυρώσουν την προσπάθειά μας να βγάλουμε τη χώρα απο τη κρίση, να βγούμε από τα μνημόνια στα οποία εκείνοι μας έβαλαν.
Και το ερώτημα είναι :
Γιατί τέτοια εμμονή;
¨Όταν μάλιστα βλέπουν ότι η ταύτιση αυτή δε μπορεί να βλάψει το ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως γεννά εύλογα αντανακλαστικά στις υγιείς δυνάμεις της συντηρητικής παράταξης.
Νομίζω ότι είναι κοινή διαπίστωση ότι αυτή η στρατηγική δεν καθορίζεται μόνο από το σύνδρομο μιας αδύνατης ιστορικής δικαίωσης τους, αλλά καθορίζεται ταυτόχρονα και από έναν δικαιολογημένο φόβο.
Το φόβο ότι αυτή η κυβέρνηση θα τα καταφέρει.
Θα καταφέρει παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια των διάφορων παραθεσμικών κέντρων και δικτύων εξουσίας που οικοδομήθηκαν στην μεταπολίτευση και γιγαντώθηκαν την περίοδο της τερατογένεσης του 2012-2015.
Και θα καταφέρει να επιτύχει ισχυρά πλήγματα στις κατεστημένες δομές διαφθοράς και διαπλοκής μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Από τις μεγάλες και πολιτικά χρωματισμένες υποθέσεις φοροδιαφυγής και ξεπλύματος,
μέχρι τις παράνομες και σκοτεινές χρηματοδοτήσεις μέσων ενημέρωσης και εταιρειών συνδεδεμένων με πολιτικά πρόσωπα και
τις υποθέσεις των θαλασσοδανείων.
Και από τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς στα δημόσια έργα και τη σαπίλα του ΚΕΕΛΠΝΟ,
μέχρι την υπόθεση Νοβάρτις
και τη υπόθεση του Ναρκοπλοίου Νoor1 που διακινούσε δυο τόνους ηρωίνης και όλοι κάνανε το Κινέζο.
Αυτός είναι ο μεγάλος τους φόβος.
Οτι θα τα καταφέρουμε.
Γιατί τόσο το παλιό πολιτικό σύστημα όσο και οι οικονομικοί του προστάτες έχουν αρχίσει να κατανοούν ότι εμείς μιλάμε σοβαρά.
Ούτε παίζουμε.
Ούτε φοβόμαστε.
Ούτε ντιλάρουμε, όπως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι.
Και οτι την δέσμευση μας για καθημερινή μάχη κατά της διαφθοράς δεν πρόκειται να την ξεχάσουμε.
Θα την υπηρετήσουμε μέχρι το τέλος διότι αυτό αξίζει στον ελληνικό λαό των αμέτρητων θυσιών και στερήσεων.
Να ικανοποιήσουμε το αίτημα του για δικαιοσύνη και διαφάνεια.
Να αναδείξουμε τις τεράστιες ευθύνες του παλιού πολιτικού συστήματος για την οικοδόμηση ενός παρακράτους οικονομικού εγκλήματος
που έπαιξε τεράστιο ρόλο στον ηθικό εκφυλισμό αλλά και στην χρεοκοπία της χώρας πριν οχτώ χρόνια.
Το πραγματικό μέτωπο δημοκρατίας, αγαπητοί σύντροφοι, συγκροτείται και πάνω σε αυτό το κοινωνικό και πάνω από όλα δίκαιο αίτημα.
Και οι οργουελικές αντιστροφές της πραγματικότητας των διαφόρων πρωταγωνιστών στην τραγωδία του θεσμικού και ηθικού εκφυλισμού, λίγο μας απασχολούν και καθόλου δεν μας τρομάζουν.
Όπως δεν μας τρομάζει και αυτή η τεράστια κινητοποίηση των δικτύων εξουσίας του βαθέως κράτους,
οι διαρκείς παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη,
η ομερτά των μέσων ενημέρωσης
και η καθημερινή διαδικτυακή προπαγάνδα υπεράσπισης του πιο σάπιου τμήματος του πολιτικού προσωπικού.
Όσους δήθεν δημοσιογράφους και αν κινητοποιήσουν,
όσες οφσορ κι αν αξιοποιήσουν για να χρηματοδοτεί ταυτόχρονα τις επιχειρήσεις τους και τα εφημερίδες της παραδημοσιογραφίας
όσα ψέματα και αν πουν,
όσα δικονομικά τερτίπια και αν σκαρφιστούν
η μάχη αυτή έχει ξεκινήσει και τη μάχη αυτοί θα τη κερδίσουμε.
Και είμαστε υποχρεωμένοι και αποφασισμένοι να την πάμε μέχρι το τέλος».