Στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών παρέστη χθες ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Απευθυνόμενος στα μέλη του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ ανάφερε τα εξής:
«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Κωνσταντίνε , κυρίες και κύριοι θέλω κατ’ αρχάς να σας συγχαρώ για την εκλογή σας. Να σας ευχηθώ καλή επιτυχία και να μην επαναλάβω το αυτονόητο πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος σας. Σας βλέπω ως πολύτιμους συμμάχους στην μεγάλη προσπάθεια την οποία κάνουμε για να αλλάξουμε το κλίμα στη χώρα μας για να στηρίξουμε τις Ελληνικές επιχειρήσεις για να επιστρέψει η χώρα επιτέλους σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την κρίση η οποία δυστυχώς μας μαστίζει για 8 χρόνια.
Μελετώντας τις θέσεις του ΕΒΕΑ για την περίοδο 2018 – 2022 δεν μπορούσα να μην διαπιστώσω την πάρα πολύ σημαντική επικάλυψη μεταξύ των δικών σας προτάσεων και των θέσεων που έχει προτάξει κατά καιρούς η Νέα Δημοκρατία και εγώ προσωπικά. Αν έπρεπε να συμπυκνώσω αυτές τις θέσεις σε δύο προτάσεις θα έλεγα ότι ο τελικός μας στόχος είναι προφανώς οι επενδύσεις και η ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την κοινωνική αλληλεγγύη. Το μέσο για να πετύχουμε αυτό το στόχο δεν μπορεί αν είναι άλλο από τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια, αλλά και τους μειωμένους φόρους και τις μειωμένες εισφορές. Με άλλα λόγια ένα διαφορετικό δημοσιονομικό πλαίσιο από αυτό το οποίο δυστυχώς βιώνουμε σήμερα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δει κανείς την εικόνα της Ελληνικής οικονομίας σήμερα και είμαι από τους ανθρώπους που μου αρέσει – επί της αρχής – να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Το γεγονός, όμως, ότι συγκρίνουμε σήμερα την κατάσταση της οικονομίας με το χειρότερο σημείο το οποίο βρέθηκε το Καλοκαίρι του 2015 δεν αποτελεί μία κολακευτική εικόνα για την απόδοση συνολικά της χώρας μας. Και έχουμε φτάσει στο σημείο να πανηγυρίζουν κάποιοι που απέτρεψαν την καταστροφή την οποία παραλίγο να προκαλέσουν οι ίδιοι. Αυτό δεν μπορεί να αποτελεί μέτρο επιτυχίας. Σίγουρα όμως είναι καλό ότι η Ελληνική οικονομία επέστρεψε – έστω και σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης – μετά από δύο χρόνια στασιμότητάς και ύφεσης, αλλά δεν μπορώ και σε εσάς να μην κάνω την παρατήρηση ότι η Ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το 2017 με τους χαμηλότερους ρυθμούς της Ευρωζώνης. Και βέβαια η Ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί μία εντυπωσιακά θετική διεθνή συγκυρία η οποία επέτρεψε σε όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης να αναπτυχθούν πολύ πάνω από τις προβλέψεις που είχαν γίνει πριν από ένα χρόνο με μία, όμως, δυστυχώς χτυπητή εξαίρεση, και αυτή η εξαίρεση είναι η Ελλάδα.
Προβλέψανε για 2,7% ανάπτυξη και θα κλείσουμε με 1,5% ανάπτυξη, αλλά αυτή είναι η μακροεικόνα. Την μικροεικόνα της πραγματικής οικονομίας την βιώνετε εσείς πολύ καλύτερα καθημερινά. Γνωρίζετε ότι η ζήτηση δεν έχει επανέλθει, γνωρίζετε ότι η αγορά είναι στεγνή, γνωρίζετε ότι υπάρχει εξαιρετικά περιορισμένη ρευστότητα από τις Τράπεζες, γνωρίζετε ότι παρά τα παχυλά λόγια περί υψηλών ρυθμών απορρόφησης του ΕΣΠΑ χρήματα από το ΕΣΠΑ δεν πέφτουν τελικά στην πραγματική οικονομία, γνωρίζετε επίσης εμπειρικά ότι το Κράτος δεν εξοφλεί τις υποχρεώσεις του. Θέλω εδώ να τονίσω για τα ληξιπρόθεσμα – παρά το γεγονός ότι έχουμε πάρει πολλά χρήματα για αυτό το σκοπό – ότι αυξάνονται αντί να μειώνονται. Γνωρίζετε ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για πέρσι ήταν στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας και γνωρίζετε ότι η άσκηση του επιχειρείν είναι ένας καθημερινός αγώνας.
Κάθε φορά που συναντώ επιχειρηματίες θέλω να δίνω πάντα τα συγχαρητήρια μου σε όποιον επιλέγει τελικά να επιχειρεί και να επενδύει στη χώρα μας διότι είναι μία πάρα πολύ δύσκολη και περίπλοκη άσκηση. Επομένως, δεν έχουμε ιδιαίτερο λόγο να πανηγυρίζουμε για τις επιδόσεις μας και σίγουρα αυτή δεν είναι η συνταγή για να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο. Δεν είναι η συνταγή να υπερφορολογούμε ότι έχει μείνει από τη παραγωγική Ελλάδα για να ακολουθούμε μία πολιτική επιδομάτων η οποία δημιουργεί κομματικές εξαρτήσεις.
Δεν είναι η συνταγή να υπερφορολογούμε ότι έχει μείνει από την παραγωγική Ελλάδα για να ακολουθούμε μια πολιτική επιδομάτων η οποία δημιουργεί κομματικές εξαρτήσεις και η οποία εθίζει μεγάλα τμήματα της οικονομίας μας σε μια λογική ότι πάντα θα υπάρχει το Κράτος που θα μπορεί να σε βοηθήσει με ένα επίδομα επιβίωσης. Έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε δημιουργήσει τέτοιες στρεβλώσεις στην πραγματική αγορά εργασίας, που πολλές φορές δεν συμφέρει καν να πας να δουλέψεις ή δεν συμφέρει να πάρεις αύξηση, διότι τελικά θα κληθείς να πληρώσεις περισσότερο φόρο και περισσότερες εισφορές. Αυτό δεν είναι μια λογική η οποία θα μας πάει μπροστά. Πρέπει να επιβραβεύσουμε την εργασία. Πρέπει να επιβραβεύσουμε την πραγματική προσπάθεια και πρέπει να επιβραβεύσουμε, αγαπητέ Πρόεδρε, και την επιχειρηματική επιτυχία. Να μην δυσκολευόμαστε να λέμε, ότι οι επιχειρήσεις δημιουργούν πλούτο και θέσεις απασχόλησης και ότι το Κράτος, αν δεν έχουμε επιχειρήσεις και επιχειρηματίες ντόπιους και ξένους να επενδύουν, δεν θα δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης δεν θα παράγει πλούτο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, συμμεριζόμαστε όλοι αυτήν την βασική λογική; Έχω τις αμφιβολίες μου αν τις συμμερίζεται η Κυβέρνηση. Θέλω να είμαι τελείως ειλικρινής η Κυβέρνηση δίνει συχνά την εντύπωση ότι εφαρμόζει με το «στανιό» μνημονιακές δεσμεύσεις. Την πραγματική, το κεντρικό πυλώνα αυτής της λογικής, ότι ο πλούτος δημιουργείται από την ιδιωτική οικονομία, ότι το Κράτος έχει ένα ρυθμιστικό ρόλο, ότι πρέπει να μειώσουμε το γραφειοκρατικό βάρος στο απολύτως απαραίτητο, ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στην κατάρτιση στην εκπαίδευση, τις νέες δεξιότητες, ότι πρέπει με άλλο λόγια να κοιτάξουμε πως θα προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, και όχι πως θα γυρίσουμε στη δεκαετία του 80, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτές τις βασικές αρχές, τις συμμεριζόμαστε όλοι σήμερα στο πολιτικό σύστημα.
Νομίζω ότι αυτοί οι οποίοι μας κυβερνούν θα ήθελαν πάρα πολύ να επιστρέψουμε τελικά στις κακές συνήθειες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Δε θα το επιτρέψουμε. Και για αυτό πιστεύω ότι είμαστε και σήμερα η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα. Πιστεύω ότι οι πραγματικές συνθήκες για να βγούμε από την κρίση θα έρθουν μόνο μέσα από μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Πραγματικά εύχομαι να γίνει νωρίτερα, παρά αργότερα. Θέλω να πω και το εξής: Δεν ανακαλύπτουμε κυρίες και κύριοι την πυρίτιδα. Πολλά από τα πράγματα τα οποία λέτε και τα οποία λέμε, είναι εν πολλοίς αυτονόητα. Γιατί δεν εφαρμόζονται; Σε ένα βαθμό γιατί κάποιοι δεν τα πιστεύουν και σε ένα δεύτερο βαθμό διότι υπάρχει πάντα μια δυσκολία υλοποίησης αυτών των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μιλάμε για μεταρρυθμίσεις και αυτόματα σκεφτόμαστε φόρους εισφορές και συντάξεις. Δεν είναι όμως έτσι. Το να εξηγήσεις γιατί μια δραστική μεταρρύθμιση σε ό,τι αφορά τις χρήσεις γης είναι μια σημαντική πολιτική προτεραιότητα, αλλά στη συνέχεια το να πας να την υλοποιήσεις, αυτό ενέχει μεγάλες δυσκολίες.
Έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στην τεχνοκρατική και στην διαχειριστική μας επάρκεια. Έστω και αν οι λέξεις αυτές μερικές φορές μπορεί να ξενίζουν και να παραπέμπουν υπερβολικά σε μια τεχνοκρατική θεώρηση, αλλά ναι, οι εφαρμοσμένες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται καλή προετοιμασία συστηματική δουλειά, αποφασισμένες ομάδες και σχέδιο για υλοποιηθούν στη συνέχεια. Ένα μέρος της δουλειάς που κάνουμε τώρα στην Αντιπολίτευση δεν είναι απλά να προβάλουμε ένα συνολικό σχέδιο για τη χώρα για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών. Είναι να δουλεύουμε και σε βάθος μια σειρά από επιμέρους ζητήματα, τα οποία ελπίζουμε να μας απασχολήσουν την επόμενη μέρα και να μπορούμε να σκύψουμε το κεφάλι για να τα λύσουμε. Σε αυτήν την προσπάθεια διαρκούς εξειδίκευσης του δικού μας προγραμματικού λόγου προφανώς και το ΕΒΕΑ, αλλά και τα Επιμελητήρια συνολικά, είναι σύμμαχοι και αρωγοί. Ξέρετε πολύ καλύτερα την πραγματικότητα, ξέρετε κάθε μέρα τι βιώνετε και σας θέλουμε κοντά μας σε αυτήν προσπάθεια. Και χαίρομαι πολύ πραγματικά, αγαπητέ Πρόεδρε, που ακούγοντας σε να απαριθμείς έστω και εν συντομία τις προτεραιότητες τις οποίες έχει το Επιμελητήριο, νόμιζα ότι άκουγα πολλές φορές τον εαυτό μου να παρουσιάζει τις βασικές μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για τη χώρα. Οπότε υπάρχει μεγάλο πεδίο κοινής συναντίληψης σε αυτά τα οποία έχουμε να συζητήσουμε και είμαστε πάντα ανοιχτοί για να εξειδικεύσουμε περαιτέρω τις προτάσεις μας. Θέλω και πάλι να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση, να ευχηθώ στο καινούριο Δ.Σ. καλή επιτυχία και να ευχηθώ σε όλες και σε όλους καλή χρονιά και βέβαια χρόνια πολλά στους εορτάζοντες. Να είστε καλά, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, ανέφερε:
«Απόψε στην αποψινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου το θέμα μας δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μετά από πολλά χρόνια ύφεσης και οπισθοδρόμησης, μετά από περιόδους ακραίας αβεβαιότητας τα πράγματα δείχνουν πλέον να έχουν σταθεροποιηθεί. Το προηγούμενο έτος έκλεισε με μια σημαντική βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, με τις εξαγωγές να παρουσιάζουν αύξηση, με την μεταποίηση να αναπτύσσεται, με τον τουρισμό να μεγεθύνεται και με την ανεργία να μειώνεται έστω και αν παραμένει ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς επίσης και με θετικά μηνύματα από τον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, κ. Πρόεδρε, γνωρίζετε καλά ότι μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί κατά 25% δεν μπορεί να ανακάμψει με οριακά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ούτε βεβαίως μπορεί να ανακάμψει στηριζόμενη σε συγκυριακούς παράγοντες.
Η χώρα χρειάζεται αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο αναπτυξιακό άλμα, χρειάζεται να παράγει περισσότερο τεχνικό πλούτο, αρκετό για να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και να εξαλειφθούν οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης. Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει να αλλάξουμε ριζικά το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Χρειαζόμαστε περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια και περισσότερες σοβαρές επενδύσεις. Περισσότερες εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Περισσότερα εξαγώγιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Το τι χρειαζόμαστε είναι προφανές. Το πως θα διασφαλίσουμε όμως αυτόν τον στόχο, παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Η ελληνική οικονομία, μπορεί να έχει βγει από την εντατική αλλά εξακολουθεί να πάσχει σε αρκετά σημεία. Πάσχει από ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής το οποίο στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και στη στοχοποίηση ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα. Μια πολιτική που αφαιρεί πόρους από την αγορά, αλλά και την κοινωνία. Εξακολουθεί να πάσχει από ένα προβληματικό ρυθμιστικό περιβάλλον, που τρέφει την γραφειοκρατία από την πολυνομία και την κακονομία, που συνδυάζονται με ένα άκρως προβληματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Συνεχίζει να πάσχει από την έλλειψη ρευστότητας αλλά και την αδυναμία χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των πολιτών παραμένουν εκτός τραπεζικού δανεισμού. Και για τους λίγους που μπορούν, το κόστος του δανεισμού είναι εξαιρετικά υψηλό. Πάσχει από ένα αναχρονιστικό σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο λειτουργεί σε πλήρη διάσταση με τις ανάγκες της οικονομίας της γνώσης. Μια τριτοβάθμια εκπαίδευση, που στερεί ευκαιρίες και προοπτικές τόσο από τους αποφοίτους της, όσο και από την πατρίδα μας. Όλα αυτά τα προβλήματα πρέπει τώρα να αντιμετωπιστούν άμεσα, πρέπει να υπάρξουν γενναίες παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη ώστε να αποκατασταθεί πλήρως η κοινωνική συνοχή. Όπως και ο ίδιος έχετε δηλώσει, μια βιώσιμη πολιτική αλληλεγγύης δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, από την ανάπτυξη δεξιοτήτων, από την ανάδειξη νέων ευκαιριών για δουλειά αλλά και για αξιοπρεπή εισοδήματα.
Και οφείλω να επισημάνω ότι σας τιμά το γεγονός ότι ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχετε επισημάνει όλα αυτά και κυρίως δεν έχετε πέσει ως τώρα στην παγίδα της παραφιλολογίας και των υποσχέσεων. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι απευθυνόμαστε σε ευήκοα ώτα επιτρέψτε μας να επισημάνουμε τα κυριότερα αιτήματα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών αλλά και της επιμελητηριακής κοινότητας γενικότερα με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων ανάπτυξης στη χώρα.
Ζητούμε λοιπόν ένα σταθερό, προβλέψιμο και φιλικότερο προς το επιχειρείν φορολογικό καθεστώς με θέσπιση σταθερού φορολογικού συντελεστή της τάξης του 15% επί των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων, με ενιαία φορολογική κλίμακα, αναμόρφωση του φόρου ακίνητης περιουσίας και σταδιακή μείωση Φ.Π.Α. και βεβαίως ΕΝΦΙΑ. Ζητούμε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στο 10%, ώστε να ευνοηθεί η ανάπτυξη και η ενίσχυση της καταγεγραμμένης απασχόλησης. Ζητούμε στοχευμένες πολιτικές για την στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης με έμφαση στα θέματα ρευστότητας, πρόσβασης σε καινοτομία και ανάπτυξης της εξωστρέφειας. Ζητούμε ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό περιβάλλον χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με άρση των capital controls, εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και διασφάλιση ρευστότητας και ανταγωνιστικού κόστους δανεισμού τόσο για τις ίδιες τις τράπεζες, όσο και για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Ζητούμε δραστικές μεταρρυθμίσεις και αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση και λιγότερη γραφειοκρατία. Ζητούμε ένα σαφές και σύγχρονο κανονιστικό περιβάλλον, με ολοκλήρωση του εθνικού χωροταξικού σχεδίου και κωδικοποίηση των επιτρεπομένων χρήσεων γης. Με ουσιαστικό νομοθετικό σχεδιασμό και μείωση του ρυθμιστικού όγκου. Με εξορθολογισμό και έλεγχο των υπουργικών και βουλευτικών προσθηκών, των τροπολογιών και βεβαίως ζητούμε την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης. Τέλος, ζητούμε ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα με αύξηση των δαπανών για τη Δημόσια παιδεία αλλά και με απελευθέρωση τις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το κρατικό μονοπώλιο με ανεξάρτητο και αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης όλων των εκπαιδευτικών φορέων με αποτελεσματικότερη διασύνδεση και συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας.
Σε όλα τα παραπάνω θέματα κ. Πρόεδρε το ΕΒΕΑ έχει διατυπώσει λεπτομερείς και τεκμηριωμένες προτάσεις. Είμαστε και θα παραμείνουμε στη διάθεσή σας, να τις συζητήσουμε αλλά και να παρέχουμε κάθε δυνατή υποστήριξη με σκοπό την εξειδίκευση και την εφαρμογή τους. Και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε σε μια άριστη συνεργασία μαζί σας. Η χώρα μας χρειάζεται μια υπέρβαση για να μπορέσει να αφήσει πίσω της τις αδυναμίες αλλά και τις πληγές του παρελθόντος, για να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά με πραγματικά καλύτερες προϋποθέσεις. Για άλλη μια φορά κ. Πρόεδρε σας ευχαριστώ που είστε απόψε κοντά μας και το βήμα είναι δικό σας».