Για την επίσκεψη Ερντογάν μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην αρχή της ομιλία του στο 10ο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας.
«Η πατρίδα μας δεν κέρδισε τίποτα το ουσιαστικό από αυτή την επίσκεψη. Η προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, απαιτεί σοβαρότητα, προετοιμασία, μελετημένες κινήσεις», τόνισε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι αναφέρεται τώρα στα αποτελέσματα της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα, καθώς αυτή την ώρα ο Τούρκος Πρόεδρος αναχωρεί από την πατρίδα μας.
Ολόκληρη η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη:
Κυρίες και κύριοι,
Βρίσκομαι μαζί σας στο Συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας και θέλω να σας συγχαρώ για το πολύ σημαντικό έργο το οποίο έχετε επιτελέσει όλα αυτά τα χρόνια σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο πεδίο αυτό της καταπολέμησης της διαφθοράς και του εξορθολογισμού της λειτουργίας των θεσμών, ένα ζήτημα, που σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, πρέπει να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο.
Πριν μπω στο θέμα της σημερινής εκδήλωσης, κρίνω απαραίτητο να αναφερθώ εν συντομία στα όσα συνέβησαν χθες και σήμερα στη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου Ερντογάν στην Ελλάδα. Και επιλέγω βέβαια συνειδητά να το κάνω τώρα που ο Τούρκος πρόεδρος έχει πλέον αναχωρήσει από την πατρίδα μας. Γιατί είναι βασική αρχή μου, ότι οφείλουμε όλοι να χειριζόμαστε τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής με σύνεση και υπευθυνότητα. Κι ότι τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας, δεν προσφέρονται για κανενός είδους μικροκομματική εκμετάλλευση.
Θα θέσω, ωστόσο, ένα ερώτημα που νομίζω έχει κάθε καλοπροαίρετος πολίτης: Ποιος ακριβώς ήταν ο στόχος της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα και ποιο το προσδοκώμενο αποτέλεσμα; Και γιατί έπρεπε να γίνει σε αυτήν τη συγκυρία; Πολύ φοβάμαι ότι το ερώτημα αυτό, σήμερα ενισχύεται. Η χθεσινή επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα – η πρώτη μετά από 65 χρόνια – θα έπρεπε αυτονοήτως να έχει ως στόχο μια ουσιαστική επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων. Να γίνει η αφετηρία μιας δυναμικής βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, άλλωστε, είναι στη διπλωματία και το νόημα των διμερών συναντήσεων. Και αυτή είναι η ευθύνη της Κυβέρνησης, που άλλωστε οργάνωσε την επίσκεψη.
Αντί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τι παρακολουθήσαμε όλοι χθες; Είδαμε τον Τούρκο πρόεδρο να διατυπώνει δημοσίως – και μάλιστα επί ελληνικού εδάφους – μονομερείς αξιώσεις της χώρας του. Πέρα και έξω από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς Συνθήκες που καθορίζουν το πλαίσιο καλής γειτονίας των δύο χωρών. Οι απαντήσεις που δόθηκαν από όλους μας στον Τούρκο πρόεδρο ήταν αυτονόητες. Το ερώτημα όμως παραμένει: Αυτός ήταν ο στόχος της χθεσινής επίσκεψης; Να δώσουμε βήμα στον κ. Ερντογάν για να διατυπώσει και στην Ελλάδα τις όποιες αξιώσεις του και να διαπληκτιστούμε εκ των υστέρων μαζί του μπροστά στις κάμερες; H Ευρωπαϊκή Ελλάδα συνεργάζεται με όλους, αλλά ταυτόχρονα υπερασπίζεται με επιχειρήματα τα δίκαιά της. Δεν καυγαδίζει, ούτε λαϊκίζει. Και βέβαια η ουσιαστική διπλωματία δεν διεξάγεται σε δημόσια θέα.
Το περιγράφω απλά, για να καταδείξω πόσο καθοριστικής σημασίας είναι η προετοιμασία αυτών των συναντήσεων. Προετοιμασία που δυστυχώς απεδείχθη αναιτιολόγητα πρόχειρη για τα δεδομένα και τη σημασία της χθεσινής επίσκεψης. Προσωπικά επανέλαβα χθες στον κ. Ερντογάν ότι ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών, καθώς και η αμοιβαία κατανόηση για αποφυγή προκλήσεων και αθεμελίωτων μονομερών διεκδικήσεων, είναι ο μόνος δρόμος για ένα καλύτερο μέλλον σταθερότητας και ειρήνης. Όπως και ότι η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί τον ακρογωνιαίο και αδιαπραγμάτευτο λίθο για τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Επιπλέον, του επισήμανα ότι το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων Μουσουλμάνων της Θράκης, όπως άλλωστε και όλων των Ελλήνων πολιτών, είναι πρωταρχικό και διαρκές μέλημα της ελληνικής Πολιτείας και όχι διμερές ζήτημα. Άλλωστε ο σεβασμός των ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων δεν εφαρμόζεται με αμοιβαιότητα. Είναι αυτονόητη υποχρέωση κάθε Κράτους. Αυτό άλλωστε αναμένουμε από την Τουρκία σε σχέση με την ελληνική ορθόδοξη μειονότητα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Σχολή της Χάλκης. Τις αυτονόητες αυτές θέσεις της χώρας μας τις επαναλαμβάνω σήμερα, έχοντας όμως την αίσθηση ότι δυστυχώς χάθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία να κάνουμε ένα θετικό βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ένα είναι βέβαιο. Η πατρίδα μας δεν κέρδισε απολύτως τίποτα από την επίσκεψη. Η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων απαιτεί σοβαρότητα, καλή προετοιμασία και προσεκτικά μελετημένες κινήσεις. Πολύ φοβάμαι ότι χθες εξέλειπαν και τα τρία.
Κυρίες και κύριοι,
Έρχομαι τώρα στο κυρίως αντικείμενο της τοποθέτησής μου το ερώτημα που θέτει το φετινό 10ο συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας είναι ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ. Για μένα, δεν πρόκειται για θεωρητικό ερώτημα. Πρόκειται για απτό προβληματισμό με χειροπιαστές συνέπειες. Η χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς θεσμούς αποτελεί πρόβλημα παγκόσμιο. Αν δεν αντιμετωπιστεί, τότε απειλείται η ποιότητα της Δημοκρατίας, αλλά και το αξιακό μας οπλοστάσιο. Όπως φαίνεται από σειρά ερευνών και εκθέσεων, ο δείκτης πολιτικής εμπιστοσύνης έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και μάλιστα διεθνώς. Αυτό ανοίγει το δρόμο σε λαϊκίστικα μορφώματα από τα δεξιά ή από τα αριστερά. Τα μορφώματα αυτά, με την πολιτική ρητορική τους, επιταχύνουν τη διάβρωση της πίστης προς τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Είναι κάτι που αποξενώνει την κοινωνία από την πολιτική διαδικασία. Κι αυτό, γιατί διαχέεται σαν δηλητήριο η αντίληψη ότι η δημοκρατική λειτουργία δεν εγγυάται πως οι πολίτες εισακούονται στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Και ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί τελικά να λύσει τα προβλήματα των πολιτών. Και ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και ενδιαφέρονται μόνο για τη διαιώνιση της πολιτικής κάστας και την πρόσβασή τους στα οφέλη της εξουσίας.
Κυρίες και κύριοι,
Αυτό ακριβώς συνέβη στη χώρα μας. Η δημοσιονομική κρίση ήταν κορυφή του παγόβουνου. Ήταν η αφορμή για να εκδηλωθεί μια συνολική αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης. Η οικονομική κρίση πυροδότησε μια θεσμική κρίση, την οποία συνεχίζει να τροφοδοτεί. Οι παθογένειες της οικονομίας ενίσχυσαν τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Και οι παθογένειες του Κράτους – σε συνδυασμό φυσικά με μεγάλα διαχειριστικά λάθη – έκαναν δυσκολότερη την αντιμετώπιση της κρίσης, πολύ περισσότερο την έξοδο από αυτήν. Σε έρευνα που έγινε τον περασμένο Μάρτιο προέκυψε ότι στην Ελλάδα μειώνεται διαρκώς η εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς θεσμούς, ενώ αυξάνεται η εμπιστοσύνη στους μη πολιτικούς θεσμούς. Σε σύγκριση με τα προ δεκαπενταετίας δεδομένα στους δείκτες εμπιστοσύνης, η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει πτώση 46%, τα πολιτικά Κόμματα 43% και η Βουλή 35%. Μάλιστα, τα πολιτικά Κόμματα είναι τα τελευταία που εμπιστεύονται οι Έλληνες σε ποσοστό μόλις 5,5%. Ακολουθούν σε αρνητική παράσταση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά, η μόνη κοινωνική συνιστώσα που έχει αυξήσει, και μάλιστα κατά 17,5%, το επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτές υπολείπονται σε παράσταση εμπιστοσύνης μόνο των ενόπλων δυνάμεων.
Ακόμα, όμως, και αυτή την υγιή επιχειρηματικότητα, η οποία αναγνωρίζεται πια από τους πολίτες ως θετική δύναμη στην κοινωνία, φαίνεται σήμερα το Κράτος των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να την εχθρεύεται και να την τιμωρεί με κάθε τρόπο. Αντί να περιορίζεται στη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και στη διευκόλυνση των επενδύσεων, βλέπουμε να υψώνει συνεχώς εμπόδια. Για να ανακτήσει η χώρα μας τη θεσμική της επάρκεια και αξιοπιστία, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τους λόγους που μας οδήγησαν εδώ. Η μέχρι σήμερα εμπειρία μου, με έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι θεσμοί αποδυναμώνονται όταν χάνουν την επαφή με την κοινωνία. Όταν δεν λειτουργούν προς όφελος των πολιτών. Όταν εργαλειοποιούνται για άλλους σκοπούς από αυτούς για τους οποίους προορίζονται.
Έχουμε σκεφτεί άραγε πόσο επηρεάζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στους κρατικούς θεσμούς όταν στήνονται σε ατελείωτες ουρές για να εκδώσουν μια ηλεκτρονική κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Όλα αυτά, ενώ υποχρεώνονται να προσκομίζουν ταυτότητες, φωτογραφίες, αλλά και στοιχεία που υπάρχουν ήδη ηλεκτρονικά, όπως το ΑΜΚΑ. Αντίστοιχα, έχουμε αναλογιστεί πόσο πλήττεται η εμπιστοσύνη στο Κράτος και τους θεσμούς του σε περιπτώσεις, όπως η πρόσφατη τραγωδία στη Μάνδρα ή σε περιβαλλοντικές καταστροφές, όπως οι πυρκαγιές του καλοκαιριού και η ρύπανση του Σαρωνικού; Τότε που οι πολίτες διαπιστώνουν διαχειριστική ανικανότητα και τραγικές ευθύνες του Κράτους, την ίδια ώρα που το πολιτικό προσωπικό επιδίδεται σε υπεκφυγές ή δυστυχώς σε αμετροεπείς δηλώσεις.
Ανάλογη θεσμική βλάβη υπάρχει κι όταν δίνεται η εντύπωση πως οι θεσμοί γίνονται εργαλεία εξυπηρέτησης άλλων στόχων. Όταν, για παράδειγμα, χρησιμοποιείς τα χρήματα της υπεροφορολόγησης για να χτίσεις κομματικό στρατό. Όταν αναλώνεσαι σε στοχευμένες πελατειακές εξυπηρετήσεις αντί να δρομολογήσεις οριζόντιες δράσεις που ωφελούν κάθε πολίτη. Όταν – και εδώ επιτρέψτε μου να μιλήσω προσωπικά – δεν προχωράς την αξιολόγηση ή όταν ακυρώνεις ουσιαστικά τους πειθαρχικούς ελέγχους στο Δημόσιο, επειδή, πιο σημαντικό από το να έχεις καλές υπηρεσίες προς τους πολίτες, θεωρείς το να ικανοποιήσεις κάποιους συνδικαλιστές σου. Όταν τοποθετείς κομματικά και συγγενικά στελέχη σε υψηλές θέσεις στο Δημόσιο. Όταν νομοθετείς αντισυνταγματικά, κρυφά και κουτοπόνηρα, με συνεχείς τροπολογίες και έχοντας σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ κακής νομοθέτησης. Εν τέλει οι θεσμοί πλήττονται όταν οι άνθρωποι που τους υπηρετούν είναι ακατάλληλοι. Όταν δεν έχουν το πολιτικό ήθος, την ευθυκρισία και την ακεραιότητα που απαιτεί η θέση τους.
Σε μια σύγχρονη Δημοκρατία, το Κράτος δικαίου και η αξιοπιστία των θεσμών είναι σημαντικότερα από τις κομματικές σκοπιμότητες. Οι θεσμοί δεν ταυτίζονται με πρόσωπα, είναι θεμέλια του δημοκρατικού μας κεκτημένου. Και τραυματίζονται όταν οι εκάστοτε κυβερνώντες προσπαθούν να τους φέρουν στα μέτρα τους. Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί αυτονόητο κανόνα. Στην σημερινή Ελλάδα, όμως, πάει να γίνει κανόνας το ακριβώς αντίθετο. Σε καθημερινή πλέον βάση παρακολουθούμε τους κυβερνώντες να επιδίδονται σε διχαστική πολιτική ρητορική και να επιτίθενται φραστικά προς τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες Αρχές, τον Τύπο, ακόμα και προς απλούς πολίτες. Παρακολουθούμε επίσης το Κοινοβούλιο να υποβαθμίζεται συστηματικά. Ερωτήσεις και προτάσεις νόμου δεν συζητούνται μήνες ολόκληρους μετά την κατάθεσή τους. Ανοίγω και κάνω μια παρένθεση: Έχουμε καταθέσει 2 φορές πρόταση νόμου για να δώσουμε τη δυνατότητα στους Έλληνες κατοίκους του εξωτερικού που έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν στην Ελλάδα, να ψηφίζουν από τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους και η πρόταση αυτή ακόμα μετά από 17 μήνες δεν έχει καν συζητηθεί.
Υπάρχει συστηματική άρνηση συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών ακόμη και για θέματα που ενέχουν προφανή στοιχεία πολιτικού σκανδάλου. Ανοίγω πάλι μια παρένθεση λέγοντας ότι η Ν.Δ. έχει ψηφίσει όλες τις προτάσεις για εξεταστική επιτροπή τις οποίες έφερε προς συζήτηση η Κυβέρνηση αλλά δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν έχει ψηφίσει καμία από τις προτάσεις για Εξεταστική Επιτροπή που πρότεινε η Αντιπολίτευση. Ο Κοινοβουλευτισμός θίγεται όταν Νομοσχέδια καταλήγουν κουρελούδες λόγω άσχετων και αντισυνταγματικών τροπολογιών, που συνήθως εξυπηρετούν μικροσυμφέροντα.
Και δυστυχώς, οι βουλευτές της πλειοψηφίας θεωρούνται παρακολούθημα της Κυβέρνησης και καλούνται μόνο για να νομιμοποιήσουν τυπικά αποφάσεις προειλημμένες. Παρακολουθούμε ακόμη τη συστηματική οικοδόμηση ενός νέου συστήματος επιρροής μέσα από απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ, είτε με πιέσεις, είτε με χαριστικές ρυθμίσεις. Βλέπουμε επίσης μια απαράδεκτη ανοχή απέναντι σε φαινόμενα ανομίας σε γειτονιές της Αθήνας ή στα πανεπιστήμια, που λειτουργούν όχι με όρους νομιμότητας, αλλά υπό καθεστώς βίας. Ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος γνωρίζει πάρα πολύ καλά τι σημαίνει να βλέπεις το πρόσωπό σου σε μια αφίσα περίπου ως καταζητούμενος επειδή απλά έχεις το θάρρος να εκφράσεις την άποψή σου και να συγκρουστείς με αυτές τις τελείως απαράδεκτες νοοτροπίες. Βεβαίως θα ρωτήσει κάποιος: όλα τα προηγούμενα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η κατάσταση ήταν ρόδινη; Δεν υπήρχαν προβλήματα θεσμικής ανεπάρκειας και ελλείμματος εμπιστοσύνης; Βεβαίως και υπήρχαν. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο.
Φοβάμαι όμως ότι σήμερα έχουν συμπυκνωθεί σε μια τοξική εκδοχή οι χειρότερες πτυχές της Μεταπολίτευσης. Καμία Κυβέρνηση ως τώρα δεν είχε επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει το θεσμικό οικοδόμημα της Μεταπολίτευσης με σκοπό να προκαλέσει διχασμό και μόνιμες πληγές στην ελληνική κοινωνία. Καμία Κυβέρνηση δεν είχε ευτελίσει σε τέτοιο σημείο το δημόσιο διάλογο μέσα από ρητορική και πρακτικές ανάρμοστες για χώρα της Ευρώπης. Καμία πολιτική δύναμη δεν είχε επιδείξει, και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τέτοια αλαζονική και καθεστωτική νοοτροπία. Λυπάμαι που το λέω αλλά αυτή είναι η αλήθεια: Η σημερινή Κυβέρνηση δεν προσπαθεί να ενισχύσει τους θεσμούς. Προσπαθεί να τους χειραγωγήσει, φέρνοντάς τους στα μέτρα της, με αποτέλεσμα να ασφυκτιά η ήδη καχεκτική Δημοκρατία μας.
Κυρίες και κύριοι,
Αυτό που πρέπει να κάνει όποιο Κόμμα επιδιώκει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, είναι να επιχειρήσει την αυτοκριτική του και να διορθώσει τα λάθη του. Τόσο στις πολιτικές του όσο και στον τρόπο λειτουργίας του. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Για να ανταποκρίνονται τα πολιτικά Κόμματα στις προσδοκίες των πολιτών, θα πρέπει να χειρίζονται τα του οίκου τους, όπως θέλουν να διαχειριστούν τα ζητήματα διακυβέρνησης. Η Νέα Δημοκρατία έχει προβεί σε σημαντικές θεσμικές βελτιώσεις του πλαισίου λειτουργίας της. Πολλές από τις οποίες έχουν υποδειχθεί και σε συζητήσεις που είχαμε με την Διεθνή Διαφάνεια. Με το νέο καταστατικό απαγορεύτηκε ο τραπεζικός δανεισμός. Φέτος, πήγαμε ένα βήμα παραπέρα. Έχουμε ήδη δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα μας βασικά στοιχεία της οικονομικής μας διαχείρισης, δίχως να περιμένουμε την ανάρτησή τους από τη Βουλή, βάσει της σχετικής νομοθεσίας. Πέραν των ήδη δημόσιων στοιχείων, όπως τα Πόθεν Έσχες και τις προεκλογικές δαπάνες, η Ν.Δ. ανέβασε στην ιστοσελίδα της,
• Τους απολογισμούς οικονομικών πεπραγμένων για το 2016 και το πρώτο εννεάμηνο του 2017.
• Τον ισολογισμό του 2016 που περιλαμβάνει και τα στοιχεία του 2015.
• Τον πίνακα της κρατικής χρηματοδότησης του Κόμματος.
• Τον πίνακα οικονομικής εξυγίανσης της λειτουργίας του Κόμματος.
• Τον κατάλογο των δανειακών συμβάσεων του Κόμματος.
• Την πλήρη περιγραφή όλων των ενεργειών που έχει κάνει το Κόμμα για τη ρύθμιση των δανείων του μέσα από τις επιστολές προς τις Τράπεζες.
Πολλά από αυτά τα στοιχεία είναι υποχρεώσεις που βαρύνουν όλα τα πολιτικά κόμματα και θεσπίσαμε εμείς ως Κυβέρνηση το 2014 με το νόμο για τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Παρότι έχουν περάσει δύο χρόνια, η Βουλή δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει αυτά τα στοιχεία. Είμαστε το πρώτο Κόμμα στην Ελλάδα που μπαίνουμε σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας ως προς τα οικονομικά μας. Από αυτό το βήμα καλώ τον Πρόεδρο της Βουλής να εφαρμόσει επιτέλους το σχετικό νόμο και να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία που προβλέπονται για όλα τα πολιτικά Κόμματα. Από τα στοιχεία αυτά θα δείτε ότι από τον Ιανουάριο του 2016 η Ν.Δ., έχει πετύχει ένα μικρό οικονομικό θαύμα εξυγίανσης. Το 2016 τα λειτουργικά έξοδα, μειώθηκαν κατά 63% σε σχέση με το 2015, ενώ το πρώτο εννεάμηνο του 2017 έχουν μειωθεί περαιτέρω κατά 30% σε σχέση με το πρώτο εννεάμηνο του 2016. Με άλλα λόγια μέσα σε 21 μήνες από 8,2 εκατ. ευρώ τα λειτουργικά έξοδα έχουν περιοριστεί σε 2,1 εκατ. ευρώ, μια μείωση της τάξης του 74,4%. Επιπλέον, και αυτό έχει τη δικιά του ιδιαίτερη σημασία, το πρώτο εννεάμηνο του 2017, 101.761 συμπολίτες μας προμηθεύτηκαν την κάρτα μέλους της Ν.Δ., και θέλω να τους ευχαριστήσω και δημόσια, αποφέροντάς μας από αυτή μόνο την κίνηση έσοδα ύψους 1,6 εκατ. ευρώ. Το 2018 θα έχει επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος που είχα θέσει όταν ανέλαβα την προεδρεία της Ν.Δ. Ποιος είναι αυτός; Ο στόχος της λειτουργίας μόνο από ιδιωτική χρηματοδότηση και η χρήση της κρατικής χρηματοδότησης αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση μόνο των δανειακών υποχρεώσεων. Είναι μια μεγάλη επανάσταση αυτό που έχουμε πετύχει ως προς την διαχείριση των οικονομικών μας.
Την ίδια λογική ακολουθούμε και στα οργανωτικά ζητήματα του Κόμματος, στη στελέχωση αλλά και στη συγκρότηση του κυβερνητικού μας προγράμματος. Με ανοιχτές διαδικασίες, με είσοδο νέων ανθρώπων που θα μας πάνε μπροστά. Ανοίγω πάλι μια παρένθεση και θυμίζω ότι στο 10ο Συνέδριο της Ν.Δ. που άλλαξε το καταστατικό του Κόμματός μας για πρώτη φορά με δική μου εισήγηση επεβλήθη στον ίδιο τον Πρόεδρο θητεία. Είμαι ο πρώτος Πρόεδρος της Ν.Δ. με πενταετή θητεία. Και αυτό από μόνο του συνιστά μια καινοτομία που ενισχύει πιστεύω στα μάτια των πολιτών την αξιοπιστία των πολιτικών Κομμάτων. Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε μόνο εκεί. Πρέπει να προσελκύσουμε και νέα στελέχη στο Κόμμα μας. Και αυτό κάναμε μέσα από μια εξαντλητική αξιολόγηση, μέσα από ένα καινούριο εργαλείο το Μητρώο Στελεχών. Στο οποίο σχεδόν 2.000 στελέχη, που δεν είχαν σχέση μέχρι σήμερα με τη Ν.Δ., πέρασαν από μια αντικειμενική διαδικασία αξιολόγησης και αποδείξαμε με αυτό τον τρόπο ότι δεν χρειάζεσαι κάποιο μέσο, κάποιο γνωστό να γνωρίζει τον Πρόεδρο για να αποκτήσεις πρόσβαση σε ένα πολιτικό Κόμμα. Μπορείς να έρθεις, να αξιολογηθείς και να αξιοποιηθείς ανάλογα με τις πραγματικές σου δυνατότητες.
Αυτό το μήνυμα το στείλαμε και μέσα από τα Προσυνέδριά μας, τα οποία δεν απευθύνονται σε στενά κομματικά ακροατήρια αλλά είχαμε ομιλητές οι οποίοι είναι έξω από το πλαίσιο του Κόμματος, οι οποίοι μας κατέθεσαν τις δικές τους προτάσεις και απόψεις για το πρόγραμμά μας. Το κάναμε και στα Προσυνέδρια μας αλλά και στις ημερίδες που οργανώσαμε μέσα από τις οποίες γίνεται γόνιμος διάλογος και παράγεται πολιτική. Το ίδιο θα συμβεί και στο 11ο Συνέδριο του Κόμματος που θα λάβει χώρα στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, σε 10 μέρες από τώρα, όπου θα παρουσιάσουμε το σχέδιό μας για την επόμενη μέρα της πατρίδας μας. Μεγάλο μέρος του σχεδίου αυτού αφορά στη λειτουργία του Κράτους και των θεσμών. Όλα αυτά δείχνουν ένα πράγμα: πως η Νέα Δημοκρατία ακούει, καταλαβαίνει, διδάσκεται και εξελίσσεται. Ως Κόμμα, αλλά και ως θεσμικό γρανάζι του πολιτικού μας συστήματος. Σε καμία περίπτωση δεν θα ισχυριστώ ότι είμαστε αλάνθαστοι. Έχω κάνει τρομερή αυτοκριτική για τα δικά μας σφάλματα. Υποστηρίζω όμως – και το υποστηρίζω με πίστη στα όσα κάνουμε – ότι τα λάθη μας τα διορθώνουμε και μαθαίνουμε από αυτά. Ότι αλλάζουμε οι ίδιοι για να μπορέσουμε αύριο να πείσουμε τους πολίτες ότι αλλάξουμε την Ελλάδα. Και το κάνουμε με γενναιότητα, διαφάνεια, λογοδοσία και εντιμότητα απέναντι στους πολίτες. Αυτό αποτυπώνεται και στη λειτουργία μας και στις πολιτικές μας θέσεις. Στα Προσυνέδρια και στο Συνέδριο που ακολουθεί, παρουσιάζουμε το σχέδιό μας για τη λειτουργία του ελληνικού Κράτους αλλά και τον εξορθολογισμό του. Ένα σχέδιο που περιλαμβάνει δράσεις που θα βελτιώσουν όλες τις πτυχές της δημόσιας διοίκησης. Όχι μόνο επειδή αυτό θα είναι προς όφελος του πολίτη, αλλά επειδή θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς.
Σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, υπάρχει ευθεία συσχέτιση μεταξύ της εμπειρίας των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες και στην εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα, είτε πρόκειται για την κεντρική διοίκηση είτε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και στα δύο βέβαια η Ελλάδα είναι στην τελευταία θέση. Η συσχέτιση αυτή είναι λογική. Ένας πολίτης που πληρώνει φόρους, και μάλιστα πολλούς φόρους, αλλά δεν έχει ανάλογη ανταπόδοση σε υπηρεσίες, για να το πω απλά: ο πολίτης αυτός αισθάνεται κορόιδο. Το κίνητρό του δε για να φοροδιαφύγει είναι ακόμα μεγαλύτερο. Ένας πολίτης, ο οποίος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει πολιτικό μέσο ή ακόμα και να πληρώσει γρηγορόσημο για να κάνει τη δουλειά του, εξοργίζεται. Δεν νιώθει πολίτης με δικαιώματα. Νιώθει θύμα ενός συστήματος.
Και βέβαια οι νομοταγείς πολίτες, αυτοί που δεν φοροδιαφεύγουν, αυτοί που δεν έχτισαν αυθαίρετα σπίτια, με κάθε ρύθμιση που αφορά κάποιον ο οποίος έχει φοροδιαφύγει ή έχει χτίσει ένα αυθαίρετο αισθάνονται και με τη σειρά τους κορόιδα. Έτσι, λοιπόν, υπονομεύεται αυτή η κεντρική, η βασική εμπιστοσύνη που πρέπει το κράτος να έχει απέναντι στους θεσμούς και η οποία βασίζεται στην παραδοχή ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται από όλους. Και το πρόβλημα δυστυχώς στην πατρίδα μου από τα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν ότι η παραβατικότητα ήταν τόσο εκτεταμένη, που το κράτος αναγκαζόταν πάντα εκ των υστέρων να έρχεται και να νομιμοποιήσει αυτή την παραβατικότητα, στέλνοντας το λάθος μήνυμα στους συνεπείς πολίτες.
Και ένας πολίτης, βέβαια, που περιμένει χρόνια για να εκδικαστεί μια υπόθεση και δεν μπορεί να βρει το δίκιο του, εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του εκφράζοντας μια συνολικά αρνητική στάση απέναντι στην Ελληνική Πολιτεία και τους θεσμούς. Για το λόγο αυτό η μεταρρύθμιση του Κράτους, της Αυτοδιοίκησης και της Δικαιοσύνης είναι απολύτως κομβικής σημασίας για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς της πολιτείας και του πολιτικού συστήματος. Η λύση για τη δημοκρατία μας δεν είναι άλλη από την ενδυνάμωση και το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών, αρχής γενομένης από τη λειτουργία της Βουλής και την ευλαβική τήρηση του Συντάγματος. Έτσι ο ορθός λόγος θα επικρατήσει του λαϊκισμού. Και το όραμά μας είναι ένα πραγματικά επιτελικό κράτος μέσα σε μια λειτουργική δημοκρατία.
Η πρώτη νομοθετική παρέμβαση της Νέας Δημοκρατίας, για την οποία έχω ήδη δεσμευτεί, την επομένη ημέρα των εκλογών αφορά στον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της Κυβέρνησης, αλλά και της ανώτατης διοίκησης. Ο νόμος αυτός θα δίνει, άμεσα, το στίγμα της νέας διακυβέρνησης και θα προδιαγράφει τις βαθιές θεσμικές τομές, εντός του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου, που επιδιώκω να προωθήσω. Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, θα εγγυηθούμε τη βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού έργου, την κωδικοποίηση, την απλοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, την αποτελεσματικότερη εποπτεία της εφαρμογής των νόμων, αλλά και την αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Για να υπάρχει πραγματική διάκριση των εξουσιών. Για να πετύχουμε αυτό, πρέπει επιτέλους να καταστήσουμε τη Βουλή γνήσιο πεδίο διαβουλευτικής δημοκρατίας αλλά και φορέα ουσιαστικού ελέγχου της Κυβέρνησης.
Σε ό,τι αφορά τώρα την ίδια τη λειτουργία της Κυβέρνησης, επιβάλλεται να αποκαταστήσουμε τη συλλογικότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο σήμερα ουσιαστικά είναι σε αδράνεια και έχει υποκατασταθεί πρακτικά πλήρως από το πρωθυπουργικό περιβάλλον. Θα αποκαταστήσουμε επίσης το Υπουργικό Συμβούλιο ως το βασικό όργανο παραγωγής δημοσίων πολιτικών, όπου τα μέλη της Κυβέρνησης θα ελέγχονται και θα λογοδοτούν για πράξεις και παραλείψεις στην εκτέλεση του κυβερνητικού έργου. Υπάρχουν χώρες στις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει με πάρα πολύ μεγάλη τακτικότητα. Μια φορά την εβδομάδα. Στη Γαλλία -αν δεν κάνω λάθος – που συνεδριάζει κάθε Τετάρτη, χωρίς καμία απόκλιση. Το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το βασικό εσωτερικό όργανο παραγωγής πολιτικής και κυβερνητικής εξουσίας και πρέπει να αποκαταστήσουμε το κύρος του, την αποτελεσματικότητα και τη σωστή λειτουργία.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Διοίκησης, ένα αντικείμενο το οποίο γνωρίζω πολύ καλά από την θητεία μου στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, να πω απλά ότι επιβάλλεται να εγκαταστήσουμε γνήσια, πραγματικά γνήσια αξιοκρατία μέσω μιας πραγματικής αξιολόγησης, να δώσουμε ουσιαστικά κίνητρα βελτιστοποίηση της απόδοσης των υπαλλήλων, να καθοριστούν με ακρίβεια οι αρμοδιότητες των στελεχών και των υπαλλήλων του Δημοσίου, να εξορθολογήσουμε και να καταστήσουμε δικαιότερο το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων και να αποδώσουμε μεγαλύτερες και αυτοτελείς αρμοδιότητες στη διοικητική ιεραρχία, περιορίζοντας ταυτόχρονα σημαντικά οι συναρμοδιότητες.
Σε ό,τι αφορά τους φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είδα μάλιστα ότι στο ίδιο ξενοδοχείο συνεδριάζει σήμερα και η Ένωση Περιφερειών. Πρόθεσή μας είναι να ενισχυθούν ουσιωδώς οι αρμοδιότητές τους και να εγκαταστήσουμε τελικά, δεν θα μπορώ να το κάνω από την πρώτη ημέρα, αλλά αυτός είναι ο τελικός στόχος, ένα καθεστώς γνήσιας δημοσιονομικής αυτοτέλειας των δήμων και των περιφερειών, ώστε να έχουν δικούς τους πόρους και να μην εξαρτώνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα αναβαθμίσει το επίπεδο των υπηρεσιών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, θα ενισχύσει την κάθετη οργάνωση του κράτους, φέρνοντας τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων κοντά στους πολίτες. Θα αναβαθμίσει επίσης θεσμικά την αυτοδιοίκηση ώστε να καταστεί ισότιμος θεσμικός συνομιλητής της κεντρικής διοίκησης. Και βέβαια θα αυξήσει ουσιαστικά την λογοδοσία των πολιτών, των δημοτών για να είμαι πιο ακριβής, απέναντι στους τοπικούς άρχοντες.
Αλλά το μεγάλο, το βασικό εργαλείο για να υλοποιήσουμε αυτή την μεγάλη μεταρρύθμιση, είναι αυτή που αποκαλούμε «ηλεκτρονική διακυβέρνηση». «E – government» στα αγγλικά. Δίνω μεγάλη σημασία στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και για τον πρόσθετο λόγο κυρία Πρόεδρε, ότι περιορίζει τη διαφθορά και το συναλλακτικό κόστος του πολίτη με το κράτος, βελτιώνοντας συγχρόνως την αντίληψη του σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών. Περιορίζει, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, την προσωπική επαφή, αυτοματοποιώντας ηλεκτρονικά τις διαδικασίες, μειώνουμε τις εστίες διαφθοράς, ενισχύουμε τη διαφάνεια. Και απλοποιώντας τις διαδικασίες, απομακρύνουμε από την επαφή του πολίτη με τη διοίκηση εν δυνάμει εστίες διαφθοράς.
Για το λόγο αυτό, δίνω πάρα πολύ μεγάλη σημασία σε αυτό το αντικείμενο. O συντονισμός της ψηφιακής πολιτικής και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στην αυριανή Κυβέρνηση της Ν.Δ., θα υπάγεται στον πρωθυπουργό και θα υποπτεύεται από αυτόν, μέσα από έναν υφυπουργό, αρμόδιο, ο οποίος θα αναφέρεται απευθείας στον πρωθυπουργό και θα έχει οριζόντιες αρμοδιότητες για αυτά τα ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό, να αναφέρω απλά, ότι έχουμε προτείνει και την υιοθέτηση ενός ενοποιημένου συστήματος ψηφιακής ταυτοποίησης και ηλεκτρονικής υπογραφής, που θα απλοποιήσει σημαντικά τις συναλλαγές των πολιτών με όλους τους φορείς. Είναι κάτι που θα διευρύνει και θα ενδυναμώσει την πολιτική για τα ανοιχτά δεδομένα, την οποία εγώ ο ίδιος ξεκίνησα ως υπουργός το 2014.
Τέλος, αν και θα μπορούσα να μιλήσω εκτεταμένα μόνο για αυτό το αντικείμενο, για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της λογοδοσίας συγκροτούμε ένα συνεκτικό σχέδιο πολιτικών που θα περιλαμβάνει μια σειρά από δράσεις όπως: Τη σύσταση μιας ανεξάρτητης Εθνικής Αρχής για τη Λογοδοσία και την Καταπολέμηση της Διαφθοράς. Δεν μπορεί η αρμοδιότητα αυτή να ανήκει στην Κυβέρνηση. Δεν μπορεί να είναι η αρμοδιότητα ενός υπουργού. Πρέπει να είναι μια αρμοδιότητα, η οποία να ασκείται, φαντάζομαι ότι συμφωνείτε, σε επίπεδο μιας ανεξάρτητης Αρχής. Η υποχρεωτική διενέργεια Ειδικής Ανάλυσης Επιπτώσεων στη Διαφθορά σε όλα τα νομοσχέδια. Και η συγκρότηση μιας Εθνικής Ομάδας, υπήρχε εξάλλου στην προηγούμενη Κυβέρνηση, για το συντονισμό των διεθνών υποχρεώσεων και είναι πολλές αυτές, της Ελλάδας, ως προς την πρόληψη και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, έτσι ώστε να βελτιωθεί και η κατάταξη της χώρας στους σχετικούς διεθνείς δείκτες της Διεθνούς Διαφάνειας και τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Κυρίες και κύριοι,
Μακρηγόρησα λίγο, αλλά σας παρουσίασα μόνο μερικές από τις προτάσεις μας σε σχέση με το Κράτος, τη Δικαιοσύνη, την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, προτάσεις τις οποίες θεωρούμε κομβικής σημασίας για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς αλλά και συνολικά προς το πολιτικό σύστημα. Κυρίως, όμως, θέλω να σας διαβεβαιώσω για την απόλυτη αποφασιστικότητά μας να τα κάνουμε πράξη. Όλα. Και χωρίς εκπτώσεις. Διότι θέλω να το επαναλάβω ακόμα μία ακόμα φορά. Δεν θέλουμε να επανέλθουμε στην Κυβέρνηση για να κάνουμε ό,τι κάναμε στο παρελθόν. Θα είμαστε καλύτεροι. Θα είμαστε καλύτεροι γιατί έχουμε διδαχθεί τόσο από τα δικά μας λάθη, όσο και από τα λάθη των άλλων. Και είμαστε, βέβαια, έτοιμοι. Και πιστεύω πως είναι και η ελληνική κοινωνία έτοιμη να γυρίσει σελίδα και να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο του λαϊκισμού, του συντεχνιασμού, των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς. Οι όποιες αντιδράσεις υπάρξουν και θα υπάρξουν, μην έχετε καμία αμφιβολία, από συμφέροντα, από συντεχνίες, από κατεστημένες αντιλήψεις, δεν θα ανακόψουν την ορμή μιας κοινωνίας η οποία θέλει να πάει μπροστά. Το οφείλουμε στους πολίτες αυτής της χώρας. Το οφείλουμε κυρίως στους πιο αδύναμους συμπολίτες μας, αυτούς που περιμένουν πάνω από όλα από τους θεσμούς τη στήριξη που δικαιούνται.
Οι Έλληνες αξίζουμε καλύτερα. Και θα πάμε μπροστά. Και αυτή η δίψα της κοινωνίας για πρόοδο και για προκοπή, τη δίψα που έρχεται θα την εκφράσει η Νέα Δημοκρατία. Και γι’ αυτό κλείνω από εκεί που ξεκίνησα από τη σημασία που έχει να βάζουμε σε τάξη τα του δικού μας σπιτιού. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη, όχι μόνο της αποτελεσματικότητά μας, αλλά κυρίως της ειλικρίνεια των προθέσεών μας. Κι σε αυτές τις εποχές μεγάλης δυσπιστίας, αυτή η ειλικρίνεια των προθέσεων είναι το πιο σημαντικό.
Σας ευχαριστώ πολύ.