Με την αντίστροφη μέτρηση για τις κρίσιμες κάλπες της 25ης Ιανουαρίου να έχει ήδη εισέλθει στην τελική ευθεία, οι δύο βασικοί μονομάχοι, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν, πλέον, να επικεντρώνονται στη διεκδίκηση του ίδιου τμήματος του εκλογικού σώματος, εκείνου του τμήματος που φαίνεται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος: του λεγόμενου κεντρώου χώρου.
Η ΝΔ, όπως αποτυπώνεται και από τις τελευταίες εμφανίσεις του Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά τόσο σε συνεντεύξεις του σε μεγάλα ΜΜΕ (ANT1, Σκάι, Εθνος κλπ) όσο και στις δημόσιες ομιλίες του, έχει κάνει «ελαφρά» στροφή και δίνει εξίσου, αν όχι μεγαλύτερο βάρος, σε όσα η ίδια θα πράξει εφόσον επανεκλεγεί στην διακυβέρνηση της χώρας. Μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων αυτών καταλαμβάνει η φορολογία και μια σειρά από σταδιακές ελαφρύνσεις σε ΕΝΦΙΑ, φορολογία επιχειρήσεων, φορολογικούς συντελεστές, αλλά και διαβεβαιώσεις για μη περαιτέρω μείωση συντάξεων και μισθών για τις οποίες δεσμεύεται προσωπικά ο ίδιος ο κ. Σαμαράς. Βασικός αποδέκτης των δεσμεύσεων αυτών είναι η λεγόμενη μεσαία τάξη, μεγάλο μέρος της οποίας παραδοσιακά στήριζε την ΝΔ.
Μάλιστα, σε αρκετές από αυτές τις παρεμβάσεις, τόσο ο κ. Σαμαράς όσο και στελέχη της ΝΔ δεν παραλείπουν να κάνουν λόγο για «λάθη και αδικίες» που έγιναν και που τώρα θα διορθωθούν, μια αναφορά που όσο κυλούν οι ημέρες, γίνεται ολοένα πιο έντονη σε σύγκριση με την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας όταν το βάρος της προπαγανδιστικής γραμμής της ΝΔ είχε δοθεί σχεδόν αποκλειστικά στο πόσο επικίνδυνη θα είναι μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με αναλυτές, κομβικό ρόλο στην «στροφή» της ΝΔ προς τον κεντρώο και κεντροδεξιό χώρο έπαιξαν τα ευρήματα πολλών δημοσκοπήσεων, σύμφωνα με τα οποία παρατηρείται για πρώτη φορά μια σημαντική διαρροή αυτών που θα λέγαμε παραδοσιακών ψηφοφόρων της κεντροδεξιάς προς το ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, που εκτιμάται ότι επλήγησαν και περισσότερο από μέτρα όπως ο ΕΝΦΙΑ.
Ο ίδιος ακριβώς χώρος όμως βρίσκεται και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται ότι λαμβάνει υπ’ όψιν του τα ευρήματα των ίδιων αυτών δημοσκοπήσεων. Η Κουμουνδούρου επιμένει σε θέματα όπως ο ΕΝΦΙΑ, γενικώς η φορολογία, αλλά και οι συντάξεις και οι μισθοί, επιδιώκοντας να κεφαλαιοποιήσει, στην κάλπη, τις μετακινήσεις αυτού του τμήματος του κεντρώου χώρου που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις.
Ακόμη και στη φρασεολογία που χρησιμοποιεί φαίνεται να αναγνωρίζει ότι δεν πρόκειται για αυτό που θα ονομάζαμε «κλασσικούς» ψηφοφόρους της και γι αυτό επιδιώκει με κάθε τρόπο να πείσει ότι στόχος της είναι «όλοι εκείνοι που αδικήθηκαν» από τα μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης από όποιον πολιτικό χώρο και αν προέρχονται. Είναι, επίσης, προφανές ότι αν και συνεχίζει την προσπάθεια προσεταιρισμού ψήφων από τα αριστερά του, δηλαδή από το ΚΚΕ αλλά και από το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας πυκνώσει τις διαβεβαιώσεις του περί πρόθεσης παραμονής στο ευρώ και στην ευρωζώνη, αναγνωρίζει ότι τα περιθώρια ως προς την προσέλκυση ψηφοφόρων από το χώρο αυτό, δεν είναι τόσο μεγάλα όσο είναι από τον κεντρώο χώρο.
Το αποτέλεσμα αυτής της σκληρής διαμάχης είναι να εντείνεται ακόμη περαιτέρω η πίεση προς τον κεντρώο χώρο και προς τα κόμματα που αυτοπροσδορίζονται ως κόμματα του χώρου αυτού, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τα οποία δίνουν σκληρή μάχη για τη διασφάλιση της τρίτης και καθοριστικής θέσης για την επόμενη μέρα των εκλογών.
Λίγες μόνο μέρες πριν από τις κάλπες, το ποσοστό των αναποφάσιστων, το οποίο σε μεγάλο βαθμό – όπως τουλάχιστον καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις – αυτοπροσδιορίζεται ως προερχόμενο από τον κεντρώο και τον κεντροδεξιό χώρο, εξελίσσεται στο μεγάλο μήλον της έριδος ανάμεσα στους δύο διεκδικητές της πρώτης θέσης, καθώς είναι προφανές ότι ανάλογα με την επιλογή που θα κάνει, θα κριθεί και το τελικό αποτέλεσμα.