Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υπομείνει παθητικά έναν εκβιασμό από τους εταίρους της, ο οποίος ουσιαστικά θα ήταν εκβιασμός απέναντι στην δημοκρατική επιλογή, δια των εκλογών, ενός ολόκληρου λαού, υποστηρίζει σε εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard, ο Γιάννης Δραγασάκης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, εμπλεκόμενος στην εκπόνηση του οικονομικού του προγράμματος, υποψήφιος βουλευτής αλλά και πιθανός υπουργός Οικονομικών κατά την εφημερίδα. Ο κ. Δραγασάκης θέτει, συνεχίζοντας το σκεπτικό του, το ερώτημα πώς θα ένιωθαν οι πολίτες άλλων χωρών, πχ στην Ισπανία ή στην Ιταλία, απέναντι σε μια τέτοια συμπεριφορά των εταίρων απέναντι στην Ελλάδα, μια συμπεριφορά «αντιδημοκρατική», όπως τονίζει, η οποία τελικά αναρωτιέται κανείς ποιόν θα ωφελούσε: την Ευρώπη ή τους ακροδεξιούς και κόμματα τύπου Λε Πεν. Γι αυτό, όπως καταλήγει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκοπεύει να προχωρήσει στη λήψη μονομερών μέτρων.
Ο Γ. Δραγασάκης απαντά καταφατικά στο αν υπάρχει στο μυαλό του το ενδεχόμενο η ΕΚΤ ή μεμονωμένες κυβερνήσεις της ΕΕ τηρήσουν αρνητική θέση απέναντι στα ζητήματα που θα θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Παραδέχεται ότι είναι γεγονός ότι μια χώρα-μέλος της ΕΕ μπορεί να έρθει σε δύσκολη θέση «και να ταπεινωθεί» αν αυτό θελήσουν οι εταίροι της. Την ίδια στιγμή, συμπληρώνει, μια μικρή χώρα-μέλος μπορεί επίσης να προκαλέσει και μεγάλη ζημιά στην ΕΕ. Και υπό το πρίσμα αυτό, επισημαίνει, το ερώτημα είναι «ποια Ευρώπη θέλουμε. Να πάμε στην κατεύθυνση της εκατέρωθεν καταστροφής;»
Επαναλαμβάνει ότι το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο και ότι με ένα τέτοιο χρέος καμία χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει καθώς ούτε οι αγορές το εμπιστεύονται αλλά ούτε μπορεί κανείς να χαράξει «δρόμο προς την ανάπτυξη». Όπως λέει, αν καταστεί δυνατή μια πρώτη συμφωνία ως προς το σημείο αυτό, δηλαδή ως προς την μη βιωσιμότητα του χρέους, τότε θα ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση για το τί μπορεί να γίνει κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταθέσει τις προτάσεις του αλλά είναι έτοιμος ν’ ακούσει τις προτάσεις και της άλλης πλευράς.
Σημειώνει ότι κομβικό σημείο ως προς την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους είναι οι προοπτικές ανάπτυξης μιας χώρας, και υπενθυμίζει ότι χώρες με πολύ χαμηλότερο ποσοστό χρέους, όπως η Αργεντινή και η Ουκρανία, χρεωκόπησαν. «Υπήρξε εποχή που το χρέος της Ελλάδας ήταν στο 100% του ΑΕΠ και το λάθος ήταν ότι δεν έγινε μείωσή του στις φάσεις ανάπτυξης. Τώρα οι δανειστές ζητούν να πληρωθεί μέσα από ένα πλεόνασμα στον προϋπολογισμό που έχει οριστεί στο 4,5% έως το 2020 και αργότερα θα αυξηθεί στο 7%, και με ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα δεν υπάρχουν περιθώρια να γίνει κάτι άλλο» υπογραμμίζει. Υπό την έννοια αυτή, υποστηρίζει ότι η αποπληρωμή του χρέους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ανάπτυξη τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η αποπληρωμή του χρέους, μια αρχή που, όπως λέει, εφαρμόστηκε στη συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία διευθετήθηκε το ζήτημα του χρέους της Γερμανίας.
Εάν, όπως λέει, υπάρχει συμφωνία ότι το όριο του δημοσίου χρέους πρέπει να κινείται περίπου στο 60%, τότε, όπως σημειώνει, θα πρέπει να εκπονηθεί ένα συνολικό σχέδιο δια του οποίου όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ θα μπορούν να μειώσουν το χρέος τους. Γι αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, τονίζει, επιμένει ότι είναι αναγκαιότητα η πραγματοποίηση μιας ευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος συμπληρώνοντας ότι «εάν δεν είναι δυνατό να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους για αυτό, τότε θα πρέπει να βρούμε μια λύση για το ελληνικό χρέος».
Σε ερώτηση γιατί θεωρεί ότι ο Αλέξης Τσίπρας, που είναι ένας νέος και άπειρος άνθρωπος όσον αφορά στη διακυβέρνηση μιας χώρας, θα μπορέσει να τα καταφέρει, ο Γιάννης Δραγασάκης απαντά ότι η Ελλάδα έφτασε στο σημείο που έφτασε, «καταστράφηκε» όπως λέει, από «πολύ έμπειρους πολιτικούς».