Σάλο αντιδράσεων έχει προκαλέσει η αποκάλυψη του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής για το «μπόνους» δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που ετοιμάζεται να δώσει η κυβέρνηση ως αναδρομικά σε συνταξιούχους βουλευτές που δικαιώθηκαν δικαστικά για την εξίσωση των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου.
Το δημοσίευμα του «ΕτΚ» έφερε «σεισμό» αντιδράσεων καθώς το ποσό κυμαίνεται κατ’ ελάχιστο από 15 εκατ. ευρώ και μπορεί να φτάνει ακόμη και τα 50 εκατ. ευρώ, εφόσον εκδικαστούν και τελεσιδικήσουν όλες οι προσφυγές (άνω των 160) που έχουν ασκηθεί από συνταξιοδοτηθέντες βουλευτές ή και μέλη των οικογενειών τους αν οι ίδιοι έχουν αποβιώσει.
Με προσωπική του παρέμβαση ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε όλους τους πρώην βουλευτές του κόμματος που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, διεκδικώντας τις σχετικές αποζημιώσεις, να αποσύρουν άμεσα τις προσφυγές τους διαφορετικά θα διαγραφούν από τη Ν.Δ.
Η ανακοίνωση της Πειραιώς τονίζει ότι, βάσει του νόμου 4387/2016, γνωστού και ως νόμου Κατρούγκαλου, που καταψήφισε η Νέα Δημοκρατία αλλά έγινε νόμος του κράτους από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., πρώην βουλευτές που έχουν συνταξιοδοτηθεί νομιμοποιούνται να αξιώσουν αναδρομικά αποζημιώσεις από το Δημόσιο, επικαλούμενοι την «ανάγκη» εξίσωσης των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου: «Δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου αποκαλύπτει ότι οι πρώτες προσφυγές των πρώην βουλευτών έχουν γίνει ήδη δεκτές».
Υπενθυμίζεται ότι η Νέα Δημοκρατία είχε αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη το 2008 αρνούμενη να εκδώσει τη σχετική υπουργική απόφαση της οποίας ουδέποτε αμφισβήτησε τη νομιμότητα: «Ωστόσο, οι πρώην βουλευτές της οφείλουν να συναισθανθούν την κραυγαλέα πρόκληση που συνιστά για τους πολίτες μια τέτοια αξίωση, ακόμη και αν αυτή είναι νόμιμη με την κατάπτυστη ρύθμιση Κατρούγκαλου. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης καλεί όλους τους πρώην βουλευτές του κόμματος που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, διεκδικώντας τις σχετικές αποζημιώσεις, να αποσύρουν άμεσα τις προσφυγές τους. Σε άλλη περίπτωση θα έχουν θέσει εαυτούς εκτός κόμματος», είναι το «τελεσίγραφο» του προέδρου της Ν.Δ.
Στον απόηχο των αντιδράσεων και η Κουμουνδούρου «καταδίκασε» τις προσφυγές πρώην βουλευτών, ωστόσο η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει το πράσινο φως ψηφίζοντας τη σχετική διάταξη για την επιστροφή αυτών των αναδρομικών στο άρθρο 23 παράγραφοι 4β και 4γ του νόμου Κατρούγκαλου.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τοποθετηθεί έγκαιρα και με σαφήνεια σχετικά με τις προσφυγές πρώην βουλευτών στα δικαστήρια, για την εξίσωση των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου, αναδρομικά από το 2009 και μετά, καταδικάζοντας αυτή την πράξη ως ντροπιαστική σε συνθήκες κρίσης», ήταν η αντίδραση της Κουμουνδούρου, η οποία χαρακτήρισε πολιτικά ανήθικη τη συγκεκριμένη κίνηση από την πλευρά των βουλευτών: «Είχαμε καλέσει, ήδη από το 2011, όλους όσοι προσέφυγαν να αποσύρουν κάθε διεκδίκηση. Η συγκεκριμένη κίνηση μπορεί να είναι νόμιμη, αλλά δεν είναι καθόλου πολιτικά ηθική».
Με αιχμηρό τρόπο σχολίασε και ο Σταύρος Θεοδωράκης το θέμα με τις προσφυγές δεκάδων πρώην βουλευτών για την εξίσωση των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του Αρείου Πάγου, αναδρομικά από το 2009 και μετά: «Οι πρώην βουλευτές να μην πάρουν τα αναδρομικά. Υπάρχουν άλλες επείγουσες προτεραιότητες. Η νέα γενιά δεν μπορεί συνεχώς να παραγκωνίζεται», σχολίασε ο επικεφαλής του Ποταμιού μέσω twitter.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «ΕτΚ», το σχέδιο για τα αναδρομικά των βουλευτών αναφέρεται σε επιστροφή των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προκύπτουν για τους βουλευτές από την εξομοίωση των αποδοχών τους με αυτές του προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου, με εξαμηνιαίες δόσεις για όσους έχουν λαμβάνειν από 50.000 ευρώ και άνω.
Η συνολική διάρκεια επιστροφής των αναδρομικών με τις εξαμηνιαίες δόσεις μπορεί να εκτείνεται ως και τα 5 έτη. Κατά μια δεύτερη προσέγγιση εξετάζεται να καταβάλλεται το ποσό των αναδρομικών σε ποσοστιαία αναλογία επί του συνολικού δικαιούμενου ποσού, δηλαδή τον πρώτο χρόνο να δοθεί το 20% των αναδρομικών, τον δεύτερο χρόνο άλλο ένα 20% κ.ο.κ., ώστε μέσα σε μια 5ετία να έχουν δοθεί όλα τα αναδρομικά.
Η σχετική εισήγηση έχει ήδη δοθεί και μένει πλέον να βγει και το σχέδιο της υπουργικής απόφασης που, όπως λέει ο νόμος, υποχρεώνεται να εκδώσει το υπουργείο Οικονομικών. Η πρόκληση όμως είναι τεράστια για τους πολίτες, καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. ενέταξε και ψήφισε πλήθος διατάξεων που περιορίζουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα και επιφέρουν μειώσεις κατά 50% στο ΕΚΑΣ το 2017 οι οποίες θα συνεχιστούν και το 2018 αλλά και το 2019 μέχρι τελικής εξαφάνισης του επιδόματος αυτού από τους χαμηλοσυνταξιούχους την 1η/1/2020, ως και 48% στις νέες συντάξεις, ως και 50% στις επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν με την κύρια τα 1.300 ευρώ (μικτά) ή τα 1.170 ευρώ καθαρά.
Πολιτικοί αναλυτές σχολίαζαν πως από τη στιγμή που η κυβέρνηση ενέταξε στο νόμο Κατρούγκαλου τη διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 4 για την επιστροφή των αναδρομικών, είναι υποχρεωμένη να την εφαρμόσει διότι αφορά συνταξιοδοτική διάταξη του Δημοσίου που κατά την πάγια νομολογία και τη θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι υποχρεωτικά εκτελεστή όταν βγαίνουν οι δικαστικές αποφάσεις.
Επίσης, για κάθε μήνα που δεν εφαρμόζεται η απόφαση των αναδρομικών η τριμελής επιτροπή του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να επιβάλει πρόστιμο 3.000 ευρώ στο Δημόσιο εφόσον το ζητήσει αυτός που δικαιώνεται! Δηλαδή για 100 αποφάσεις που δικαιώνουν βουλευτές με αναδρομικά το Δημόσιο θα δέχεται πρόστιμο 300.000 ευρώ για κάθε μήνα που δεν τους επιστρέφει τα λεφτά, ενώ τα στελέχη που έχουν την ευθύνη της επικύρωσης των αναδρομικών αλλά δεν το πράττουν λόγω δημοσιονομικού εκτροχιασμού κινδυνεύουν με αγωγές από τους δικαιωθέντες βουλευτές.
Ο νόμος και οι προσφυγές
Ο νόμος πάνω στον οποίο βασίστηκαν οι προσφυγές των συνταξιούχων βουλευτών είναι ο 3691/2008 και το άρθρο 57. Με το άρθρο αυτό η τότε κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Οικονομικών αύξησαν τις αποδοχές όλων των δικαστικών. Από του αρεοπαγίτη μέχρι του ειρηνοδίκη και του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Πλην όμως στο άρθρο αυτό η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. προέβλεψε ρητά στην παράγραφο 12 ότι «οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους». Η δικλείδα αυτή μπήκε προκειμένου να μην εξομοιωθούν οι μισθοί και κατ’ επέκταση οι συντάξεις βουλευτών με τους μισθούς και τις συντάξεις των δικαστικών, που έφταναν σε σύνολο περίπου στις 8.500 ευρώ και 6.500 ευρώ αντίστοιχα πριν από τις περικοπές των Μνημονίων.
ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ