Στην κατάθεση προσδοκιών της κυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία απαντάει με κατάθεση ευχών για επιτάχυνση στο κλείσιμο της αξιολόγησης εν όψει του ερχομού στην Ελλάδα των θεσμών, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και τομεάρχης Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, τονίζοντας παράλληλα ότι την προηγούμενη φορά η καθυστέρηση κόστισε «έφερε το 4ο μνημόνιο».
Συγκεκριμένα ο πρώην υπουργός Εργασίας ανέφερε: «Από την κυβέρνηση μπορεί να κατατίθενται προσδοκίες για ακόμη μια φορά για επιτάχυνση στο κλείσιμο της αξιολόγησης, από τη Νέα Δημοκρατία κατατίθενται ευχές γιατί αυτή τη στιγμή είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Ευχές για να κλείσει αυτή τη φορά γρήγορα η αξιολόγηση», ανέφερε ο κ. Βρούτσης και προσέθεσε: «Όλος ο ελληνικός λαός θυμάται και είναι έντονα στη μνήμη του χαραγμένο, αλλά και στην τσέπη του πλέον θα το νιώσει πολύ έντονα, ότι η καθυστέρηση για 1,5 χρόνο της προηγούμενης αξιολόγησης έφερε το 4ο μνημόνιο».
Σύμφωνα με τον τομεάρχη Εργασίας της ΝΔ επακόλουθο του 4ου μνημονίου είναι νέα μέτρα, που αφορούν τη μείωση μισθών και συντάξεων και αυξημένες εισφορές. «Σε λίγους μήνες από σήμερα ξεκινάει η εφαρμογή του 4ου μνημονίου με μέτρα 1,9 δισ. για το 2018 και συνολικά 7 δισ. μέχρι το 2022. Μέτρα που ακουμπάνε στη μείωση μισθών, μέτρα που ακουμπάνε στη μείωση συντάξεων, μέτρα που ακουμπάνε στην πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ και μέτρα που φέρνουν τις ολέθριες εξοντωτικές εισφορές, που είναι το πιο σκληρό μέτρο που υπονομεύει την οικονομία και το μέλλον της νέας γενιάς του τόπου μας», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βρούτσης και συμπλήρωσε: «Άρα από πλευράς προσδοκίας καλά κάνει η κυβέρνηση, αλλά να το κάνει και πράξη. Να δουλέψει και να κλείσει την αξιολόγηση. Η αξιολόγηση αυτή δεν έχει μέτρα δημοσιονομικού ενδιαφέροντος όπως αποτυπώνεται τουλάχιστον στα προαπαιτούμενα. Είναι ζητήματα τα οποία είναι περισσότερο θεσμικά».
Ο κ. Βρούτσης στις δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αναφέρθηκε και στα ζητήματα που βρίσκονται στην ατζέντα του υπουργείου Εργασίας όπως το θέμα της απλούστευσης της εργατικής νομοθεσίας και του συνδικαλιστικού νόμου. «Είναι δύο ζητήματα τα οποία είναι καταρχάς πολύ θετικά για τους εργαζόμενους και την αγορά εργασίας και πρέπει να κλείσουν. Είναι δύο ζητήματα όμως για τα οποία το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση αντιδρούσε λυσσαλέα για να μην τα κλείσουμε», σημείωσε.
Για το θέμα της απλούστευσης της εργατικής νομοθεσίας, ειδικότερα, ο πρώην υπουργός είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «ξεκίνησε επί των ημερών μου και λίγο πριν ολοκληρωθεί εκλέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και το σταμάτησε» και έκανε λόγο για θέμα «άκρως ευεργετικό για εργαζόμενους, επιχειρήσεις και για την ελληνική οικονομία», «διότι απλοποιεί κανόνες και συσσωρευμένες χιλιάδες αποφάσεις και νόμους και νόμους και θα υπάρχει πλέον ένα απλό εργατικό δίκαιο, συγκεκριμένο το οποίο θα εξυπηρετήσει όλους.
Όσον αφορά το συνδικαλιστικό νόμο ο κ. Βρούτσης επισήμανε την αναγκαιότητα «να εκσυγχρονιστεί με τις νέες κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες και συνθήκες». «Η θέση μου και η θέση της Νέας Δημοκρατίας διαχρονικά λέει ότι ο συνδικαλιστικός νόμος είναι η αντηρίδα για τη Δημοκρατία. Αλλά έχει κλείσει ένα σημαντικό κύκλο. Πρέπει να εκσυγχρονιστεί με τις νέες κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες και συνθήκες. Αυτό σημαίνει πρέπει να βελτιωθεί και να αλλάξουν από μέσα πράγματα που τον κρατάνε και τον υπονομεύουν ως νόμο, όπως υπονομεύει με τη σειρά του και το εργατικό κίνημα. Αυτό αποτυπώνεται και σε δημοσκοπήσεις για την αξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος. Πρέπει να καταργηθούν προνόμια συνδικαλιστών και πρέπει να αλλάξει εκείνο το οποίο υπονομεύει το κομμάτι της απόφασης για απεργία. Το 50% συν 1.Θυμίζω ότι όταν το φέρναμε εμείς ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε και έλεγε το περίφημο ότι αυτό θα σταματήσει τη δυνατότητα για απεργία. Αντίθετα θα δίνεται η δυνατότητα για απεργία. Να θυμίσω επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για αυτό το ζήτημα έκανε πορείες μαζί με τους συνδικαλιστές με πανό έξω από τη Βουλή ώστε να μην αλλάξει ο συνδικαλιστικός νόμος. Ωστόσο εμείς λέμε προς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι μαζί θα τον ψηφίσουμε αρκεί να τον φέρει στη Βουλή» ανέφερε, ο κ. Βρούτσης και κάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ να πει για αυτά τα ζητήματα την αλήθεια στον ελληνικό λαό και να ζητήσει “επιτέλους” μία συγνώμη όπως οφείλει.