«Η έξοδος στις αγορές αποτέλεσε ένα σημείο καμπής και αποτελεί το πρώτο βήμα μιας συνολικής στρατηγικής, ώστε τον Αύγουστο του 2018, να έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ανακτήσουμε πλήρως την πρόσβασή μας στις αγορές αλλά και για να απεμπλακεί η χώρα μας από την στενή επιτροπεία και να ανακτήσει την οικονομική της κυριαρχία. Να μπορεί δηλαδή να νομοθετεί και να αποφασίζει, χωρίς την σκληρή εποπτεία των δανειστών» ανέφερε στο Star Κεντρικής Ελλάδας ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος.
«Αυτό δεν σημαίνει» πρόσθεσε, «ότι θα είμαστε εκτός εποπτείας. Η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό εποπτεία με τον ίδιο τρόπο που όλα τα μέλη της Ευρωζώνης παρακολουθούνται από την μεριά των θεσμών για τους όρους με τους οποίους επιτυγχάνουν ορισμένους στόχους».
Ο κ. Τζανακόπουλος διευκρίνισε, ότι θα πρόκειται για ένα καθεστώς αυξημένης εποπτείας καθώς η Ελλάδα θα βρίσκεται σε μια περίοδο μετά από πρόγραμμα προσαρμογής αλλά θα έχει συντελεστεί ένα σημαντικότατο βήμα για την ανάκτηση της οικονομικής μας κυριαρχίας.
Ερωτηθείς για τη διαφορά της σημερινής εξόδου στις αγορές από εκείνη του 2014, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι είναι πολύ διαφορετική για τρεις λόγους.
«Ο πρώτος είναι ότι αποτελεί το πρώτο βήμα για την οριστική ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας, κάτι που δεν συνέβη το 2014 όπου είχαμε μια έξοδο που αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στο να υποστηρίξει το αφήγημα της τότε κυβέρνησης για μια ιστορία επιτυχίας. Πρόσθεσε επίσης ότι αυτή την φορά η Ελλάδα δεν προσπάθησε απλά να αντλήσει νέα χρήματα αλλά πέτυχε να κάνει μια πράξη διαχείρισης του χρέους.
Ενώ το 2014 είχαμε αντλήσει χρήματα από τις αγορές και είχαμε επιβαρύνει το χρέος, τώρα το 1,5 δις ευρώ από τα 3 δις ευρώ τα οποία δανειστήκαμε, αφορούσε ανταλλαγή ομολόγου το οποίο θα έληγε το 2019 και το οποίο μετατέθηκε για το 2022. Αυτό σημαίνει ότι μειώσαμε τις χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2019 και άρα δημιουργήσαμε έναν καθαρό διάδρομο, ο οποίος μας προετοιμάζει ώστε τον Αύγουστο του 2018 να είμαστε έτοιμοι.
Ο τρίτος λόγος που η έξοδος αυτή είναι διαφορετική, σχετίζεται με τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα οι θεσμοί οι διεθνείς αναλυτές είχαν μια καθαρή άποψη ότι οδεύουμε προς μια έξοδο. Αντιθέτως, το 2014 έβλεπαν ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να πετύχει τους στόχους του προγράμματος που είχαν συμφωνήσει οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος, οι οποίοι ήταν τεράστιοι. Θυμίζω ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2014, ήταν στο 1,5% και το αποτέλεσμα ήταν 0,2%. Υπήρχε δηλαδή χρηματοδοτικό κενό. Ακόμη, ούτε οι δείκτες της παραγωγής ούτε οι δείκτες της κατανάλωσης ούτε της ανεργίας δικαιολογούσαν την θριαμβολογία».
Αναφερόμενος στην κριτική που ασκείται για το ύψος των επιτοκίων δανεισμού ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι αυτά ήταν χαμηλότερα από εκείνα του 2014 και χαμηλότερα από τα επιτόκια με τα οποία δανείστηκαν χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα.
Σημείωσε επίσης ότι οι χώρες αυτές όταν μπήκαν στα μνημόνια δεν είχαν την επιβάρυνση χρέους που είχε η Ελλάδα
«Όταν μπήκαμε στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής το 2010 το χρέος της χώρας ήταν στο 120% του ΑΕΠ και όταν εμείς αναλάβαμε την κυβέρνηση βρισκόταν στο 180%. Επομένως εάν κάποιος θα πρέπει να κατηγορηθεί για το ύψος των επιτοκίων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αυτές είναι οι προηγούμενες κυβερνήσεις που οδήγησαν το χρέος σε αυτό το σημείο.
«Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι έχουμε πλέον μια συμφωνία για το χρέος που ρυθμίζει τις αποπληρωμές και δημιουργεί ένα προφίλ χρέους το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των θεσμών αλλά και των διεθνών αναλυτών είναι σε τροχιά βιωσιμότητας. Έχουμε καταφέρει επίσης να πάρουμε μια συμφωνία που μας εξαιρεί τεχνικά με ευνοϊκό τρόπο από το σύμφωνο σταθερότητας που ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρώπης» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Συνεχίζοντας διαβεβαίωσε, ότι η επόμενη αξιολόγηση δεν θα περιλαμβάνει δημοσιονομικά μέτρα καθώς τα περισσότερα συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης και τόνισε ότι η κυβέρνηση επικεντρώνει πλέον το ενδιαφέρον της στη βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη. Αυτά που θα συζητηθούν, είπε είναι κάποιες ιδιωτικοποιήσεις που συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015, και κάποια ζητήματα που σχετίζονται με το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ.
«Είναι εξαιρετικά θετικό ότι στα επτά χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής έκλεισε μια αξιολόγηση χωρίς επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση με τη θεσμοθέτηση μέτρων και αντίμετρων» τόνισε.