Υπέρ της άποψης ότι κάθε πολίτης αλλά και η κυβέρνηση έχουν δικαίωμα να κρίνουν τις δικαστικές αποφάσεις, τάχθηκε ο Φώτης Κουβέλης, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο κ. Κουβέλης δήλωσε ότι ακόμη και η κυβέρνηση μπορεί να ασκεί κριτική στις δικαστικές αποφάσεις, και παρέπεμψε σε χώρες με παράδοση στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τον κοινοβουλευτισμό, στις οποίες η αξιολόγηση των αποφάσεων είναι έντονη και η κριτική ακραία.
Εξέφρασε την άποψη ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στις σχέσεις εκτελεστικής- δικαστικές εξουσίας, σημειώνοντας ότι το ζητούμενο είναι κάθε φορά ο καθένας να κινείται στο οριοθετημένο πλαίσιο που έχει από το Σύνταγμα, στο οποίο η διάκριση εξουσιών είναι σαφής και συγκεκριμένη.
«Αυτοί οι οποίοι επικαλούνται στον όψιμο λόγο τους ότι δήθεν ο κοινωνικός έλεγχος που γίνεται για συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις δηλαδή για το δικαιοδοτικό έργο της δικαιοσύνης ότι αποτελεί και παρέμβαση στο έργο αυτό, αντιθέτως θα έλεγα ότι είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη, είναι δικαίωμα του ελεύθερου Τύπου, των δημοσιογράφων, των λειτουργών της ελευθεροτυπίας να κρίνουν το δικαιοδοτικό έργο. Διότι το δικαιοδοτικό έργο αποτελεί μορφή εξουσίας. Και όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και υπάρχουν αυτές οι εξουσίες υπέρ αυτού του λαού. Και οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού, όπως ορίζει το Σύνταγμα», δήλωσε ο κ. Κουβέλης και έθεσε το ρητορικό ερώτημα «Ποιος νόμος απαγορεύει στους πολίτες την κριτική του δικαιοδοτικού έργου της δικαστικής εξουσίας;».
Σε ερώτηση για το αν μπορεί η εκτελεστική εξουσία να σχολιάζει τις δικαστικές αποφάσεις, απάντησε:
«Δεν υπάρχει κανένα όριο με την έννοια ότι ο σχολιασμός, η κριτική, η αξιολόγηση αφορά όλες τις δομές του πολιτεύματος και προφανέστερα και τον ελληνικό λαό και τις άλλες συλλειτουργίες. Τις συλλειτουργίες του πολιτεύματος εννοώ, δηλαδή τις άλλες δύο εξουσίες. Κατά συνέπεια όσοι σήμερα επιστρατεύουν την άποψη ότι όποια κριτική στο δικαιοδοτικό έργο αποτελεί επιλογή παρέμβασης στο χώρο της δικαιοσύνης κάνουν λάθος και τούτο ανεξάρτητα από το όψιμο ενδιαφέρον τους, με το δεδομένο ότι στο παρελθόν είχαμε έντονες παρεμβατικές ενέργειες των σημερινών υπερασπιστών της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, είχαμε έντονες -επαναλαμβάνω- παρεμβατικές ενέργειες στο χώρο της δικαστικής εξουσίας».
Ο κ. Κουβέλης αναφέρθηκε σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τις οποίες υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης και σε περιπτώσεις μάλιστα σκληρής και ιδιαίτερα έντονης κριτικής της δικαιοσύνης.
«Ενδεικτικά αναφέρομαι ότι υπάρχουν αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που καταδίκασαν τη χώρα μας και υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο για ανθρώπους οι οποίοι είχαν καταδικαστεί επειδή άσκησαν κριτική και έλεγχο του δικαιοδοτικού έργου της δικαιοσύνης», ανέφερε.
Ακόμη, κάλεσε τους «όψιμους υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» να δουν τα όσα συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
«Εκεί η αξιολόγηση των αποφάσεων είναι τόσο έντονη και πάρα πολλές φορές αναφέρομαι και σε κριτική η οποία είναι ακραία, που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι αυτό το πράγμα μπορεί να ισχύει και στη χώρα μας. Και το επικαλούμαι γιατί αυτά τα οποία είπα, έχουν σχέση με χώρες στις οποίες είναι βαθιές οι ρίζες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας του Τύπου αλλά και του κοινοβουλευτισμού. Θα ήθελα να υποστηρίξω ότι η δημοκρατία αλλά και η δικαστική εξουσία δεν κινδυνεύουν από τον κοινωνικό έλεγχο του δικαιοδοτικού τους έργου. Οι θεσμικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες. Υφίστανται με άλλα λόγια. Και η διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί το στοιχείο που εγγυάται την αμεροληψία τους. Θα ήθελα να προσθέσω ακόμη ότι το κύρος της δικαστικής εξουσίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναζητείται στη σιωπή της κοινωνίας για όσα η δικαστική εξουσία δικαιοδοτεί. Ο δικαστής θα πρέπει να εξασφαλίζει αντικειμενικότητα στη δικαιοδοτική του κρίση. Να μην συνδέεται με την υπόθεση καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή να μην αισθάνεται ο δικαστής διάδικος να μην δεσμεύεται από τις προσωπικές και πολιτικές του απόψεις και επιλογές. Και είναι αυτονόητο. Ότι για το κύρος του δικαστικού σώματος πρέπει να εξασφαλίζεται η μη εμπλοκή του δικαστή, άμεση ή έμμεση, φανερή ή κρυπτόμενη στην πολιτική αντιπαράθεση και στις κομματικές διελκυστίνδες», κατέληξε.