Η κεντροαριστερά θα κριθεί από τις επιλογές που θα κάνει στη σημερινή ιστορική καμπή και δεν υπάρχει η πολυτέλεια των ίσων αποστάσεων, της ουδετερότητας και των σχεδίων εθνικής συνεννόησης, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο οποίος επισήμανε πως τα πολιτικά σχέδια της Αριστεράς και της Δεξιάς ήταν, είναι και θα παραμείνουν ασυμφιλίωτα, στον χαιρετισμό που απηύθυνε στο συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Το ερώτημα της επόμενης μέρας είναι ποια πολιτική δύναμη και με ποιο πολιτικό σχέδιο, θα καταφέρει να επικρατήσει ώστε να καθορίσει τις εξελίξεις για την επόμενη μέρα της Ευρώπης και των λαών της”, είπε ο κ. Τζανακόπουλος και σε αυτό κάλεσε την κεντροαριστερά να δώσει τη δική της απάντηση, λέγοντας: “Τα πολιτικά σχέδια της Αριστεράς και της Δεξιάς ήταν, είναι και θα παραμείνουν ασυμφιλίωτα και ευθέως ανταγωνιστικά. Στο ερώτημα της επόμενης μέρας δεν υπάρχει, δυστυχώς, η πολυτέλεια των ίσων αποστάσεων. Καθένας κρίνεται με βάση τα μέτωπα που θα ανοίξει, τις ιεραρχήσεις που θα θέσει, τις μάχες που είναι έτοιμος να δώσει, τα συμφέροντα που επιδιώκει να υπηρετήσει. Και η κεντροαριστερά θα κριθεί από τις επιλογές που θα κάνει σε αυτή την ιστορική καμπή”.
Σε ότι αφορά την Αριστερά ο κ. Τζανακόπουλος δήλωσε πως “θα είναι εκεί που βρισκόταν πάντα. Στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, στο πλάι του εργαζόμενου λαού και των υποτελών τάξεων. Πάντα έτοιμη να σηκώσει το βάρος της ευθύνης που της αναλογεί”.
Αναφερόμενος στον ρόλο της Αριστεράς στην Ευρώπη σημείωσε ότι “δεν πολιτεύεται ούτε ως ρομαντική φωνή στον ορυμαγδό της real politik, ούτε όμως ως συμπλήρωμα στα κόμματα της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Θέτει ως προτεραιότητες την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, την προστασία και διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων, την αντιστροφή της τάσης απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, τη δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου και φυσικά της προστασίας του περιβάλλοντος”.
Στη βάση αυτών των προταγμάτων, η Αριστερά διευρύνει την επιρροή της και ταυτόχρονα διαμορφώνει δυνατότητες συνεννόησης και όσμωσης με τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και ανέφερε ως πρώτα αισιόδοξα μηνύματα από τις εξελίξεις στην Ισπανία, με την προσέγγιση των Σοσιαλιστών και της Αριστεράς, όπως και οι ανάλογες θετικές εξελίξεις στην Πορτογαλία.
Όπως είπε, οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης και κοινής δράσης, και παρατήρησε: “Δεν πρέπει να μένει εκτός αυτού του πλαισίου, η πολύ μεγάλη επιτυχία των Εργατικών του Jeremy Corbyn στη Μεγάλη Βρετανία. Μια επιτυχία που βασίστηκε σε μια ριζοσπαστική πολιτική στρατηγική που σηματοδότησε το διαζύγιο των Εργατικών με τη χρεοκοπημένη γραμμή του Μπλερισμού, η οποία αποτέλεσε υπόδειγμα για μεγάλο τμήμα των Ευρωπαίων σοσιαλιστών που οδηγήθηκαν στην απόλυτη ταύτιση με το συντηρητικό στρατόπεδο, απαξιώνοντας έτσι ιστορικές παραδόσεις, καταβολές και εμπειρίες αλλά και την ίδια την καταγωγή αυτής της πολιτικής οικογένειας που προέρχεται από φυσικά από την κοινή μήτρα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος”.
Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική ρευστότητα της περιόδου ο νέος πολιτικός συσχετισμός και άρα το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών θα το είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής, μιας αδυσώπητης πολιτικής σύγκρουσης, επισήμανε και συνέχισε: “Μιας συνολικής αντιπαράθεσης πλήρως ανταγωνιστικών αρχών, αξιών και υποδειγμάτων οργάνωσης της κοινωνίας. Και σε μια τέτοια αντιπαράθεση δεν μπορούν να υπάρξουν ίσες αποστάσεις ακριβώς επειδή η πολιτική συγκυρία είναι αυτή που ορίζει τις μάχες που πρέπει να δοθούν και όχι τα πολιτικά υποκείμενα”.
Σε ότι αφορά στην Ελλάδα ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε ότι “αν κάτι μπορεί να ισχυριστούμε με βεβαιότητα, είναι το ότι η εισαγωγή της Ελλάδας στο καθεστώς της επιτροπείας και των μνημονίων, διέρρηξε παραδοσιακές πολιτικές εκπροσωπήσεις και διαμόρφωσε νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Το πολιτικό τοπίο στη χώρα άλλαξε, απόρροια των πολιτικών επιλογών των δύο ισχυρότερων κομμάτων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, υπέστη ιστορικές απώλειες, παρά το ότι διατηρούσε την παρακαταθήκη σημαντικών κατακτήσεων και προοδευτικών τομών κατά τη δεκαετία του 1980”.
Για την πολιτική ευθύνη σχετικά με τις αιτίες αλλά και τη διαχείριση της κρίσης, είπε ότι αποδόθηκαν από τον ελληνικό λαό και δεν θέλησε να επεκταθεί στην κριτική που έγκαιρα διατύπωσε η ριζοσπαστική αριστερά απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.
Επισήμανε ότι “η υπέρβαση της κρίσης και η επερχόμενη έξοδος από τα μνημόνια και την επιτροπεία, στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, αποτελούν ορόσημο για την μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας” και πως “στη βάση αυτού του ορόσημου, διαμορφώνονται τα ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια και η επικράτηση του ενός ή του άλλου, κρίνει και την πορεία της μεταμνημονιακής (ή όχι), Ελλάδας”.
Έτσι, από τη μία πλευρά βρίσκεται το πολιτικό σχέδιο που εκπορεύεται από τις δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης, συντηρητικής ελληνικής δεξιάς που εκφράζεται από τη ΝΔ.
Κατηγόρησε τον πρόεδρο της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη ότι οι εξαγγελίες του σημαίνουν πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κατάργηση των βασικών πυλώνων της κοινωνικής προστασίας, περικοπή δαπανών στην υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, παράδοση σε ιδιωτικά συμφέροντα μιας σειράς κομβικών δημοσίων αγαθών, φοροαπαλλαγές στην ολιγαρχία του πλούτου.
Αυτό το πολιτικό σχέδιο, δεν εξαντλείται όμως μονάχα στην οικονομία. Η ελληνική δεξιά, δεν υπήρξε ποτέ φειδωλή στην ιδεολογική αντιπαράθεση και παρά τα βήματα που έγιναν τις πρόσφατες δεκαετίες, σήμερα μοιάζει να επανέρχεται στις ιδεολογικές ρίζες της.
Για τη Ν.Δ. είπε ότι “λίγη σχέση έχει με την κεντροδεξιά, ένα κόμμα του οποίου τη στρατηγική ορίζουν στελέχη περιβόητων ακροδεξιών σχηματισμών, πολιτεύεται απέναντι στην Αριστερά με ακατάσχετη λασπολογία και κινείται διαρκώς στα όρια της προβοκάτσιας, αναπαράγοντας κατά καιρούς τα διχαστικά στερεότυπα του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πρόκειται για ένα κόμμα που ο αρχηγός του αντιμετωπίζει μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση, «σα να μην υπάρχει».
Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει ένα ανταγωνιστικό προοδευτικό πολιτικό σχέδιο, το οποίο σήμερα επιδιώκει να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ και η σημερινή κυβέρνηση. Πρόκειται για “ένα συνολικό σχέδιο ριζοσπαστικών αλλαγών, στην οικονομία, την εργασία, το κοινωνικό κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση. Με παραγωγή νέου πλούτου και στήριξη στους τομείς που η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και με βασικό μέλημα να αξιοποιήσουμε το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό των χιλιάδων νέων επιστημόνων, που στα χρόνια της κρίσης έφτασαν να αντιμετωπίζονται ως πλεονάζον προσωπικό σε επιχείρηση υπό εκκαθάριση”.
“Η Αριστερά, επιδιώκει να είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης για την υλοποίηση αυτού του προοδευτικού σχεδίου που θα βγάλει τη χώρα και το λαό, από τα αδιέξοδα που δημιούργησε η κρίση”, είπε ο κ. Τζανακόπουλος και πρόσθεσε: “Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, είναι μεγάλες. Είναι ανοιχτό το ερώτημα της επόμενης μέρας για την Ελλάδα μετά τα μνημόνια, για την Ευρώπη μετά την κρίση. Και νομίζω είναι σαφές ότι σε αυτό το ερώτημα αποκλείεται ως απάντηση, μια στρατηγική εθνικής συναίνεσης ή συνεννόησης, με τη συμμετοχή της ΝΔ ως δήθεν αναγκαίας για να αποκρουστούν οι έξωθεν επιβολές και οι οικονομικοί εκβιασμοί. Διότι πολλές από τις αντικοινωνικές έξωθεν επιβολές και πολλοί από τους εκβιασμούς να είναι ταυτόσημοι με το πολιτικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας”.