Στα κέρδη που αποκόμισε η κυβέρνηση με τη διαπραγματευτική τακτική της και ειδικότερα την επιλογή της να μην δεχτεί τη συμφωνία της 22ας Μαΐου, αλλά να πιέσει για λύση και να την πάρει στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, αναφέρεται ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στην «Αυγή» της Κυριακής.
Ο κ. Τσακαλώτος περιγράφει πως προϊόντος του χρόνου και με την είσοδο στην ανάπτυξη, και την όλο και καλύτερη απόδοση των μη παραμετρικών μέτρων, θα υπάρχει μέριμνα για την ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων, «μειώνοντας (για παράδειγμα) τα φορολογικά βάρη, όπως φαίνεται και από το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που ψηφίστηκε στη Βουλή».
Επισημαίνει ότι στα αντίμετρα, ήδη, έχει νομοθετήσει η κυβέρνηση διάφορες άλλες δράσεις, που επηρεάζουν και σημαντικά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.
Τονίζει ότι «το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και η αλλαγή στάσης του ΔΝΤ θέτουν τις βάσεις για τη διπλή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές το ταχύτερο και από το Μνημόνιο το 2018».
Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι με τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου: α) κλείδωσαν τα μακροπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2%, αλλάζοντας το “τουλάχιστον 2%” του Μαΐου β) άλλαξε η διατύπωση για τα επερχόμενα μέτρα για το χρέος (το “αν χρειαστεί”, έγινε “στην έκταση που απαιτείται”).
«Με βάση την τελευταία, η εφαρμογή των μέτρων για το χρέος είναι δεδομένη και οι μελλοντικές συζητήσεις θα αφορούν την έκταση της εφαρμογής τους. Η τελευταία θα εξαρτάται από ποσοτικοποιημένα και ξεκάθαρα κριτήρια», τονίζει ο κ. Τσακαλώτος.
Εξηγεί ότι «με αυτόν τον τρόπο αίρεται και η τελευταία αβεβαιότητα που συνόδευε τις προηγούμενες αποφάσεις στις οποίες η εφαρμογή ή μη των μέτρων διατηρούσε ένα στοιχείο πολιτικής διαπραγμάτευσης και εξαρτιόταν και από την πολιτική βούληση πλευρών, οι οποίες δεν ενεργούν πάντα έχοντας στο μυαλό τους το συμφέρον της Ελλάδας» γ) υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια για τα αναπτυξιακά μέτρα και την ανάπτυξη εν γένει, «στην οποία από εδώ και στο εξής θα δώσει έμφαση η κυβέρνηση».
Ο κ. Τσακαλώτος αναφέρει σχετικά με την ένταξη στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης ότι «στο άμεσο μέλλον πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο σχετικά με τη χρονικότητα της ένταξης».
Αναφέρει ότι τις επόμενες εβδομάδες θα γίνει η εκταμίευση της δόσης και ότι η ακριβής χρονική στιγμή μιας δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές είναι ένα θέμα μάλλον τεχνικό για το οποίο δεν μπορεί να γίνει ακριβής πρόβλεψη αυτή τη στιγμή. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι συνεχίζεται διαρκώς η προσπάθεια για τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών κεφαλαίων.
Ερωτάται και για τις σχέσεις με τον πρωθυπουργό και για το εάν σε ενδεχόμενο ανασχηματισμό θα επιθυμούσε να συνεχίσει από τη θέση που βρίσκεται. «Έχουν γραφτεί πολλά και γράφονται ακόμα περισσότερα όταν δεν υπάρχουν ειδήσεις. Τις περισσότερες φορές οι διαφωνίες επινοούνται και υπηρετούν πολιτικά σχέδια των αντιπάλων μας, εδώ και στο εξωτερικό, σε άλλες προσθέτουν σασπένς στα κυριακάτικά φύλλα», σχολιάζει.
Σημειώνει ότι η διαπραγματευτική στρατηγική «είναι μια συλλογική υπόθεση, μια συλλογική βούληση που υπηρετούμε όλοι μας, ο καθένας από το πόστο του».
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, αναφέρει: «δεν έχω ερωτευθεί την καρέκλα μου, ούτε αισθάνομαι ιδιοκτήτης του υπουργείου που υπηρετώ, και μπορώ να είμαι πολιτικά χρήσιμος και από άλλα πόστα, στο κόμμα, την κυβέρνηση, το πανεπιστήμιο. Η μοναδική προϋπόθεση είναι να συμφωνώ με το πολιτικό πρόγραμμα που καλούμαι να υπηρετήσω».
Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρεται στις σχέσεις με τη Γαλλία, τονίζοντας ότι «πράγματι η γαλλική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Λεμέρ, μάς βοήθησαν πολύ στην πρόσφατη διαπραγμάτευση».
Σημειώνει ευρύτερα ότι η επιθυμία της κυβέρνησης είναι η δημιουργία μιας πλατιάς συμμαχίας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και στην υποτίμηση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών δικαιωμάτων.
«Δεν περιμένουμε τον διαιτητή να σφυρίξει την έναρξη, εργαζόμαστε εδώ και καιρό, ώστε να προκύψει μια συμμαχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους», υπογραμμίζει.
«Νομίζω ότι οι παλιοί μας σύντροφοι μας αδικούν», αναφέρει ο κ. Τσακαλώτος, για την κριτική που δέχεται η κυβέρνηση από στελέχη που αποχώρησαν, και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης περιμένοντας καλύτερες μέρες, γιατί αυτό θα σήμαινε μεταξύ άλλων σοβαρή επιδείνωση της ζωής των λαϊκών τάξεων και την ίδια στιγμή παραίτηση από κάθε απόπειρα μετασχηματισμού της οικονομίας και του κράτους».
Για την επόμενη μέρα αναφέρει πως «ο δημοσιονομικός χώρος που μας δίνεται, πρέπει να αξιοποιηθεί για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο αφενός θα διορθώνει τις αδικίες, αφετέρου θα επιτρέπει σε όσους επλήγησαν από την κρίση να βιώσουν τα οφέλη της ανάκαμψης».