Σκληρή κριτική στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, άσκησε η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Φώφη Γεννηματά, κατά τη σημερινή της ομιλία στην Αλεξανδρούπολη, στη δεύτερη προσυνεδριακή περιφερειακή ημερίδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
«Με την ολοκλήρωση του Eurogroup ζήσαμε το αποκορύφωμα του εξευτελισμού του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Γεννηματά χαρακτηρίζοντας τη διαπραγμάτευση ως «αποτυχημένη και άλλη μία χαμένη ευκαιρία». Έκανε λόγο για ανεπιτυχή προσπάθεια της κυβέρνησης «να επαναφέρει τα πράγματα εκεί που τα βρήκε στις αρχές του 2015», εκτιμώντας πως «όχι μόνο δεν διαμορφώνονται συνθήκες εξόδου της χώρας από το μνημόνιο, αλλά εγκλωβιζόμαστε σε διαρκές μνημόνιο και επιτροπεία».
Υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση Τσίπρα κόστισε πολύ ακριβά για τον λαό και τον τόπο» αναφέροντας πως «πληρώσαμε αθροιστικά 12,5 δισ. μέτρα αυτά τα 2,5 χρόνια, εκχωρήθηκε η δημόσια περιουσία για 99 χρόνια, εγκλωβίστηκε η αγορά στα capital controls, υπονομεύτηκαν οι προοπτικές της ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας».
Επίσης χαρακτήρισε την κυβέρνηση «εχθρική σε κάθε επένδυση και αδύναμη να πυροδοτήσει το αναπτυξιακό σοκ που χρειάζεται η χώρα». Προχώρησε σε επιγραμματική αναφορά του σχεδιασμού της κυβέρνησης όπως αυτός εκφράστηκε από τις αρχές του 2015, όσον αφορά το μνημόνιο, το παράλληλο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, τη νομοθέτηση νέων μέτρων, την πορεία των αξιολογήσεων, την αναδιάρθρωση και απομείωση του δημοσίου χρέους, κάνοντας λόγο για «ψεύτικες υποσχέσεις, για διαπραγματευτική αποτυχία και ψέματα προς τον ελληνικό λαό».
Η κ. Γεννηματά υποστήριξε πως «ασκήθηκε πίεση από τους Σοσιαλδημοκράτες, μέσω συνεχών παρεμβάσεων, προς τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές ώστε να δοθεί λύση και ν’ αντιμετωπιστεί η απαράδεκτη εμμονή του κ. Σόιμπλε και των ακραίων συντηρητικών κύκλων της Ευρώπης», επιρρίπτοντας ευθύνες στην κυβέρνηση ότι «δεν μπόρεσε ν΄ αξιοποιήσει ούτε αυτές τις προσπάθειες».
Σκιαγραφώντας την πολιτική της κυβέρνησης για την επίτευξη της ανάπτυξης μίλησε για επιβολή 27 νέων φόρων, συνεχή υπονόμευση των μεγάλων επενδύσεων, υπερφορολόγηση που σκοτώνει την ανάπτυξη και στραγγαλίζει τη ρευστότητα στην αγορά, καλπασμό των κόκκινων δανείων, μείωση των επιδοτήσεων, ισοπέδωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Η επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης δεν άφησε εκτός κριτικής και τη ΝΔ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η λύση στα προβλήματα της χώρας δεν μπορεί να είναι η παλινόρθωση της Δεξιάς», κατηγορώντας την αξιωματική αντιπολίτευση αφενός πως «ταυτίζει ισοπεδωτικά το αύριο της χώρας με το δικό της» και αφετέρου πως «το έλλειμμα πολιτικής τους, τους οδηγεί σήμερα να προσπαθούν επικοινωνιακά να παίξουν ακόμα και με τη λέξη «Αλλαγή», τη λέξη σύμβολο που χρησιμοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου…»
Παρουσίασε τα ζητήματα που αφορούν στο «Σχέδιο Ελλάδα», «ένα σχέδιο για τον τόπο, αναπτυξιακό, για να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας και να κρατήσουμε τα παιδιά μας στον τόπο τους. Ένα σχέδιο για την Ελλάδα, για να μπορέσουν να πάρουν οι Έλληνες τη χώρα τους πίσω». Διευκρίνισε πως πρόκειται για ένα σχέδιο που «συζητάμε σήμερα εδώ με την αυτοδιοίκηση και τους παραγωγικούς φορείς, ένα σχέδιο που συζητάμε ταυτοχρόνως σε όλη την Ελλάδα και θα οριστικοποιήσουμε στο συνέδριό μας, που θα γίνει στο τέλος Ιουνίου».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε η κ. Γεννηματά και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στο αναπτυξιακό σχέδιο, λόγω της κομβικής τους θέσης, ο Έβρος, η Αλεξανδρούπολη, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, παραθέτοντας τις προτάσεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προς αυτή την κατεύθυνση. «Στο πλαίσιο του προγράμματος Ελλάδα, οραματιζόμαστε ένα νέο μοντέλο που θα συνδέει την κομβική γεωγραφική θέση, με τον αγροδιατροφικό και τουριστικό τομέα, την έρευνα και το ευ ζην…. Ο τόπος αυτός μπορεί να γίνει ένα μεγάλο διαμετακομιστικό, ενεργειακό, τουριστικό και πολιτισμικό σταυροδρόμι με τεράστια προστιθέμενη αξία για τους κατοίκους του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ομιλία ολοκληρώθηκε με ανοιχτή πρόσκληση για το επικείμενο συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, προς όλους όσοι «επιθυμούν να είναι συναγωνιστές» στην προσπάθεια της παράταξης.