Παυλόπουλος: Αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση για να βγούμε από τα μνημόνια (live)

Σε εξέλιξη βρίσκεται στη Βουλή, το Συνέδριο με θέμα «Κρίση – Μεταρρυθμίσεις – Ανάπτυξη» που διοργανώνει το Γραφείο της Βουλής για την παρακολούθηση του κρατικού προϋπολογισμού στην αίθουσα Γερουσίας του κοινοβουλίου.

Την έναρξη του συνεδρίου κήρυξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ενώ ακολούθησαν οι χαιρετισμοί του Προέδρου της Βουλής, Νίκου Βούτση, και ο συντονιστής του γραφείου, Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Κεντρικός εισηγητής του συνεδρίου είναι ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης ,ενώ θα μιλήσουν επίσης ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, ο Υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης

Κατά τη συνεδρίαση της Τρίτης θα μιλήσουν οι: Ε. Τσακαλώτος, Γ. Σταθάκης, Εφ. Αχτσιόγλου κ.ά.

Παυλόπουλος: Ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, τον “μεγάλο ασθενή”

Κατά την ομιλία του, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τόνισε ότι υπάρχει ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία είναι και ο “μεγάλος ασθενής” της κρατικής μηχανής, επισημαίνοντας πως «η Δημόσια Διοίκηση πρέπει να στελεχωθεί με όρους αξιοκρατίας και πραγματικής αριστείας».

Ανέφερε πως «το θέμα της Μεταρρύθμισης στην Δημόσια Διοίκηση είναι στην καρδιά του όλου προβληματισμού», ενώ στη συνέχεια ανέπτυξε επιστημονικά και πολιτικά ποια είναι η πραγματική έννοια των μεταρρυθμιστικών τομών.

«Μέσα στην πολύχρονη κρίση που ζούμε και μέσα από την σύγχυση που υπάρχει, χάσαμε την ουσία του όρου μεταρρύθμιση» εξήγησε ο κ. Παυλόπουλος, για να προσθέσει: «Έχουμε βαφτίσει μεταρρύθμιση πράγματα χωρίς μεταρρυθμιστική προοπτική… Μια αλλαγή εκ βάθρων δεν είναι μεταρρύθμιση, είναι κάτι άλλο».

«Η μεταρρύθμιση προϋποθέτει ότι στηρίζω ένα αντικείμενο που το θεωρώ βασικό εργαλείο για την δημόσια διοίκηση. Όπως δεν είναι μεταρρύθμιση εκείνο στο οποίο επιφέρουμε επιδερμικές αλλαγές, χωρίς να φτάνουμε στην ουσία. Δεν είναι μεταρρύθμιση η ανατροπή ή η απλή επιδερμική μεταποίηση» εξήγησε.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν τα εξής χαρακτηριστικά ως βασικές αρχές:

– Αλλαγή ενός αντικειμένου που το ρυθμίζουμε. Την αλλαγή εκείνου του τμήματος της Δημόσιας Διοίκησης που θέλουμε να αλλάξουμε.

– Η αλλαγή είναι ουσιώδης. Δεν μπορεί να είναι μόνο μια επιδερμική μεταποίηση. Παίρνω τμήματα του προς μεταρρύθμιση αντικειμένου και τα αντικαθιστώ με άλλα.

– Αυτή η αλλαγή δεν γίνεται αποσπασματικά. Δεν αρκεί μια αλλαγή που γίνεται για ιδεολογικούς λόγους, αν δεν αποσκοπεί να γίνει το αντικείμενο ορθολογικό -δηλαδή αποτελεσματικό. Στόχος είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας»

«Το πεδίο που χρειάζεται περισσότερο μεταρρυθμίσεις από το σύνολο της κρατικής μηχανής θα συμφωνήσουμε ότι είναι η Δημόσια Διοίκηση» συνέχισε σε άλλο σημείο ο κ. Παυλόπουλος, για να προσθέσει: «Αν δεν υπάρξει βαθιά μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για πραγματική έξοδο από την κρίση. Είναι ουτοπικός ο στόχος εξόδου χωρίς κατάλληλη Δημόσια Διοίκηση. Πρέπει να γίνουν τομές με διάρκεια».

Επίσης εξήγησε ότι ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αποσπασματικές και δεν έχουν διάρκεια, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ανατρέπονται, κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση. «Χωρίς ο ένας να λαμβάνει την σκυτάλη από τον άλλο, κρατώντας τα θετικά στοιχεία της μεταρρύθμισης, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος. Αυτές οι διακοπές δεν βοηθούν το τελικό αποτέλεσμα».

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι μεταρρυθμίσεις στην Δημόσια Διοίκηση πρέπει να στοχεύουν στα παρακάτω:

Στην στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Το προσωπικό πρέπει να διαμορφωθεί υπό όρους αξιοκρατίας. Υπό όρους πραγματικής Αριστείας. Μόνο αυτή η Δημόσια Διοίκηση μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική ιεραρχία. Χωρίς ιεραρχία η Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί να υπάρξει. Το ζήσαμε στο παρελθόν σε κρίσιμη στιγμή όταν η Ελλάδα ξεκίνησε την ευρωπαϊκή της πορεία καρατομήθηκε το στελεχιακό της δυναμικό.

Η αξιοκρατία προϋποθέτει ότι η επιλογή του προσωπικού γίνεται με όρους αντικειμενικούς και λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα του ανθρώπου. Η αξιολόγηση του προσωπικού είναι και κατά την περίοδο που μπαίνει και κατά την διάρκεια της πορείας του με τεχνοκρατικά κριτήρια».

Η πρόσληψη πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αντικειμενικές ικανότητας αλλά δεν είναι δυνατόν να απομονώσεις το πρόσωπο που εισέρχεται στο Δημόσιο από τον στόχο που πρέπει να εκπληρώσει. Χρειάζεται να συνδυαστεί η κρίση για πρόσληψη και στάση υπαλλήλου με την προσωπικότητά του. Εκτός από την γνώση πρέπει να έχει και κατάλληλη προσωπικότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με κριτήρια αντικειμενικά. Έχουμε απαξιώσει τον Θεσμό της Συνέντευξης που είναι απαραίτητη και για την πρόσληψη και για την αξιολόγηση του υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος πρέπει να έχει την νοοτροπία της προστασίας του Δημόσιου Συμφέροντος.

Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίζουν την συνέχεια της Δημόσιας Διοίκησης. Μας λείπει η συνέχεια της Δημόσιας Διοίκησης που πρέπει να ισοφαρίζει την λογική ασυνέχεια της πολιτικής πορείας.

Αν δεν υπάρχει η Δημόσια Διοίκηση να εξασφαλίσει την συνέχεια του κράτους μέσα από την φυσιολογική ασυνέχεια, δεν θα υπάρξει λύση

Δεν μπορεί κάθε φορά που έχουμε κυβερνητικές αλλαγές η Διοίκηση να αναθεωρεί τους στόχους της».

Λιαργκόβας: Οι πέντε λόγοι που απέτυχαν τα μνημόνια στην Ελλάδα

Παίρνοντας τον λόγο ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, ανέλυσε τους πέντε λόγους που τα μνημόνια στην Ελλάδα απέτυχαν, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες οι οποίες κατάφεραν να βγουν από αυτά.

Κατά τον χαιρετισμό του στο Συνέδριο, ο κ. Λιαργκόβας επικεντρώθηκε στις διαφορές της Ελλάδας με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο- , που μπήκαν σε μνημόνια μετά από εμάς και βγήκαν στις αγορές πριν από εμάς – μεταξύ αυτών την αύξηση της φορολογίας και το ότι το δημοσιονομικό βάρος επωμίστηκαν οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού καθώς και ότι τα διαρθρωτικά μέτρα δεν εφαρμόστηκαν, όπως έπρεπε.

«Γιατί απέτυχαν, ως προς τον τελικό στόχο τα δύο πρώτα μνημόνια, ενώ και για το τρίτο μνημόνιο δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί η επιτυχία (παρότι έχουμε ξεπεράσει το ήμισυ της διάρκειάς του); Τι διαφορετικό είχαν οι άλλες χώρες; Δεν είχαν και αυτές το ίδιο πρόβλημα με εμάς λόγω της ελαττωματικής κατασκευής της ΟΝΕ; Φταίνε τα ίδια τα μνημόνια ή ο τρόπος που εφαρμόζονται κάθε φορά τα Μνημόνια; Όταν βγούμε από τα μνημόνια, θα συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις; Θα αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας; Θα γίνουμε πιο εξωστρεφείς;», ήταν το ερώτημα που έθεσε ο κ. Λιαργκόβας.

Αναλυτικά οι αναφορές του καθηγητή:

– Μια πρώτη διαφορά είναι ότι οι αρχικές οικονομικές συνθήκες, ήταν σε πολύ πιο άσχημη κατάσταση. Τα ελλείμματα του κρατικού και εξωτερικού τομέα και το χρέος ήταν υψηλότερα. Η δημόσια διοίκηση ήταν αδύναμη. Οι θεσμοί δεν ήταν ισχυροί και δεν λειτουργούσαν αποτελεσματικά, ενώ ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας είχε απαξιωθεί.

«Το προβλήματα δηλαδή της οικονομίας μας ήταν πολλαπλά, η κρίση μας βρήκε απροετοίμαστους και βέβαια όλες τις προηγούμενες δεκαετίες αναβάλαμε τις λύσεις των προβλημάτων (με ορισμένες εξαιρέσεις) για το μέλλον» είπε.

– Μια δεύτερη διαφορά είναι ότι το μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής βασίστηκε (και στα τρία μνημόνια) λανθασμένα κατά κύριο λόγο στην αύξηση της φορολογίας και όχι στη μείωση των δαπανών.

«Η αύξηση της φορολογίας αποθαρρύνει την ανάπτυξη, αλλοιώνει τα κίνητρα των ατόμων, αυξάνει τη φοροδιαφυγή, διώχνει επιχειρήσεις και δυναμικά στοιχεία από τη χώρα, οι συνεχείς φορολογικές αυξήσεις εξαντλούν τη φοροδοτική ικανότητα ακόμα και των συνεπών φορολογούμενων» εξήγησε ο καθηγητής προσθέτοντας πως «αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την ραγδαία αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο».

– Μια τρίτη διαφορά ήταν ότι εκτός των δημοσιονομικών (δηλαδή μειώσεις μισθών και συντάξεων) και φορολογικών μέτρων, τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα δεν εφαρμόστηκαν όπως έπρεπε: Δεν υπήρξε συνολικό στρατηγικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, δεν υπήρξε συγκεκριμένη χρονική ακολουθία στις μεταρρυθμίσεις, δεν υπήρξε συνέχεια και συνέργεια και το κυριότερο, δεν εφαρμόστηκαν πλήρως πολλές μεταρρυθμίσεις.

«Και μισή εφαρμογή ισοδυναμεί με καθόλου εφαρμογή. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της ΕΕ ικανοποιούνταν βλέποντας την ψήφιση των σχετικών νόμων. Όμως οι σχετικές εφαρμοστικές ρυθμίσεις (υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι) δεν έβγαιναν στην ώρα τους και επομένως τίποτε δεν άλλαζε», εξήγησε ο κ. Λιαργκόβας.

– Μια ακόμη διαφορά είναι ότι στη χώρα μας υποτιμούμε τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και σε επιμέρους περιοχές της (όπως μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.). Την αβεβαιότητα τροφοδοτούν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα (φορολόγηση μισθώματος ακινήτων, ΦΠΑ στην εκπαίδευση, ΕΝΦΙΑ), οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό, οι ασάφειες στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών ρυθμίσεων κ.ά. «Την αβεβαιότητα τροφοδοτεί και η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείται στην πράξη», εκτίμησε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλής.

– Η πέμπτη διαφορά είναι ότι το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής (και στα τρία προγράμματα) δεν κατανεμήθηκε δίκαια. Έπληξε περισσότερο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. τους νέους, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες, τους φτωχούς).

«Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες, δηλαδή το χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους, όπως δείχνουν όλοι οι σχετικοί δείκτες (π.χ. δείκτης Gini). Όμως, είναι κοινά αποδεκτό στην διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, ότι η διόγκωση των ανισοτήτων εξουδετερώνει και το ύψος αλλά και την βιωσιμότητα της ανάπτυξης, την οποία επιδιώκει η ίδια η δημοσιονομική εξυγίανση» κατέληξε στην τοποθέτησή του.

Ο κ. Λιαργκόβας, τόνισε ότι η Ιστορία, μας βοηθά να μάθουμε και να αποφύγουμε τα σφάλματα του παρελθόντος και να καλλιεργήσουμε μια συνείδηση, η οποία θα παίρνει υπόψη της, όλα τα διδάγματα και τα μαθήματα από αυτή την εμπειρία. «Αυτή είναι η μόνη δυνατότητα που έχουμε. Και η μόνη δυνατή αντίδραση στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Από εμάς εξαρτάται αν θα μάθουμε κάτι από την ιστορία μας, αν θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για να ξεπεράσουμε την κρίση, αν θα ξαναρχίσει ή όχι ο στρόβιλος των σφαλμάτων, αν θα προκαλέσουμε την τύχη μας ή αν θα προσπαθήσουμε να την προλάβουμε» είπε χαρακτηριστικά.

ανάπτυξηΒουλήμεταρρυθμίσεις