Λύνει τα χέρια των δικαστικών αρχών και διευκολύνει τις έρευνες για τις λίστες της φοροδιαφυγής αλλά και τις υποθέσεις σκανδάλων και κατάχρησης δημοσίου χρήματος τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με μη νόμιμο τρόπο προκειμένου να ερευνήσουν υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής η πράξεις μεγάλης κοινωνικής απαξίας, όπως για παράδειγμα υποθέσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος και οικονομικών σκανδάλων.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση που κατατέθηκε στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης επιχειρείται να δοθεί λύση σε έρευνες μεγάλων υποθέσεων κατά τις οποίες στο πρόσφατο παρελθόν δεν μπορούσαν οι δικαστικές και οι εισαγγελικές αρχές να λάβουν υπόψη τους αποδεικτικά μέσα που είχαν αποκτηθεί με μη νόμιμο τρόπο αντιμετωπίζοντας, έτσι, προβλήματα στη διερεύνηση τους.
Ενδεικτικό ήταν το παράδειγμα της λεγόμενης λίστας Λαγκάρντ όπου το πολυσυζητημένο στικάκι με τα ονόματα των καταθετών της λίστας δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί επίσημα από τις δικαστικές αρχές καθώς είχε αποκτηθεί παράνομα.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου με νέα ρύθμιση δίνεται η «δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, η χρήση των οποίων, με τον υφιστάμενο νομικό καθεστώς, θα μπορούσε να εμποδιστεί, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό διερεύνησης και τιμώρησης πράξεων μεγάλης απαξίας όπως κακουργημάτων φοροδιαφυγής».
Στο άρθρο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι:
1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Οικονομικού εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δυνατότητα πρόσβασης κατά το άρθρο 17Α παράγραφος 8 εδάφιο α του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παράγραφος 5 εδάφιο α του ν.4022/2011
2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.