Σχεδόν κάθε χρόνο από το 2004 και μετά το πολιτικό ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ το οποίο πρόσκειται στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες διοργανώνει συνέδρια και συζητήσεις για το Κυπριακό. Την περασμένη Παρασκευή το ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ διοργάνωσε από κοινού με την ΜΚΟ Γερμανό-Ελληνικό Φόρουμ (DZF) σχετική ημερίδα. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες φορές υπήρξε σύγκληση απόψεων των συμμετεχόντων ότι αυτή τη φορά εικάζεται ότι οι προσπάθειες συνεννόησης των δύο κοινοτήτων θα οδηγήσουν στην ενοποίηση της Κύπρου.
Παρότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων έχει μπει στη δυσκολότερη της φάση, επειδή τώρα θα συζητηθούν επίμαχα ζητήματα όπως είναι το θέμα των περιουσιών, τα μηνύματα από την Κύπρο είναι θετικά, εκτιμά ο Γερμανός Υφυπουργός Εξωτερικών, Μίχαελ Ροτ. Ενθαρρυντικό στοιχείο για τον κ. Ροτ είναι ότι σε αντίθεση με το παρελθόν και η τουρκοκυπριακή πλευρά ζητά την ενεργότερη συμμετοχή της ΕΕ:
«Χρειαζόμαστε την ΕΕ. Γνωρίζω ότι στο παρελθόν υπήρξε μεγάλη επιφυλακτικότητα. Επικρατούσε η άποψη ότι η επίλυση του Κυπριακού αφορά τον ΟΗΕ και ότι η ΕΕ είναι μέρος του προβλήματος επειδή τμήμα της Κύπρου ανήκει σε αυτή. Εντωμεταξύ ζητούν όμως και οι δύο κοινότητες ξεκάθαρα τη στήριξη της ΕΕ. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από θετικό.»
Πέρα όμως από τις δύο κοινότητες στην Κύπρο, αποφασιστικός παράγοντας για την επίλυση του Κυπριακού είναι η Άγκυρα. Χωρίς το πράσινο φως της Τουρκίας δεν πρόκειται να βρεθεί λύση. Για την τουρκική πλευρά το Κυπριακό αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί για την είσοδο της στην ΕΕ. Παρότι πάντως οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν σταματήσει, η Τουρκία φαίνεται να συμφωνεί με μια λύση του Κυπριακού. Ο λόγος για αυτή την αλλαγή πλεύσης της Άγκυρας σχετίζεται με το συριακό ζήτημα και την ένταση των σχέσεων της με την Ρωσία εκτιμά ο βουλευτής, Μάνουελ Σάρατσιν, αρμόδιος για θέματα της Κύπρου στην ΚΟ των Πρασίνων:
«Η Τουρκία μπορεί να δείξει στο θέμα της Κύπρου ότι είναι σε θέση να συμβάλει σε λύσεις. Άλλες γεωπολιτικές επιλογές τις οποίες έκανε τα τελευταία ένα, δύο χρόνια, προπαντός στον ενεργειακό τομέα με τη Ρωσία, φαίνεται ότι δεν προχωρούν. Πιθανώς αυτό να οδηγήσει την Άγκυρα σε έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της με τις Βρυξέλλες.»
Παρά τους ενδοιασμούς της Λευκωσίας θα πρέπει να αναμένεται η επανέναρξη της ενταξιακής διαδικασίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της Deutsche Welle, η επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της γερμανικής βουλής, σε μια κλειστή συνεδρίαση, ενημερώθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών ότι εντός του Δεκεμβρίου ανοίγει το κεφαλαίο 17 των ενταξιακών διαπραγματεύσεων που αφορά την οικονομική και νομισματική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην ίδια την Κύπρο, ο Αχμέτ Σεζέν, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου στην Αμμόχωστο, εκτιμά ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού διεξάγεται σε θετικό κλίμα και ότι θα επιτευχθεί συμφωνία. Το ζητούμενο όμως είναι, ποια στάση θα τηρήσουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι στο δημοψήφισμα. Όταν δηλαδή θα πρέπει να αποφασίσουν για το σχέδιο στο οποίο θα καταλήξουν ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί, για μια διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία. Ο Αχμέτ Σεζέν: «Φαίνεται ότι οι δύο ηγέτες προχωρούν στις διαπραγματεύσεις γρηγορότερα απ΄ ότι η κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη στις δύο κοινότητες δεν έχει προετοιμαστεί ανάλογα με την πρόοδο αυτής της διαδικασίας. Και αυτό είναι ανησυχητικό.»
Αλλά ακόμη και αν οι πολίτες των δύο κοινοτήτων ψηφίσουν υπέρ της επανένωσης αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα σταματήσουν. Σύμφωνα με τον Χάρη Τζημητρά, διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου του Νορβηγικού Ινστιτούτου Ερευνών για Θέματα Ειρήνης (PRIO) η λύση που θα επιτευχθεί τώρα θα επιτρέψει μεν την ενοποίηση αλλά δεν πρόκειται να δώσει σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα οριστικές απαντήσεις.
«Προσβλέπουμε σε μια πάρα πολύ μακρά και πολύ δύσκολη περίοδο διαχείρισης των λεπτομερειών εκείνων που θα έχουν αποφασιστεί επί της αρχής. Ας πούμε, για ζητήματα περιουσιακά σημαίνει ότι θα ίσως μεταξύ πέντε και δέκα χρόνων για την τελική ρύθμιση όλων των περιουσιακών ζητημάτων και από τη μία και από την άλλη πλευρά. Διότι υπάρχουν ζητήματα νομικά, υπάρχουν ζητήματα αρχής, υπάρχουν ζητήματα οικονομικά. Είναι θέματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει η νέα ομοσπονδιακή Κύπρος».
Πηγή: DW