Aν έχω καταφέρει να χτίσω μια σχέση ετών με κάποιον, βασισμένη στην αλληλοεκτίμηση και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, είμαι βέβαιη ότι αν κάτι χρειαστώ, αν έχω ανάγκη να του μιλήσω, η πόρτα θα είναι ανοιχτή κι αν μη τι άλλο θα με ακούσει με κάθε καλή διάθεση. Να κάτι που δεν έχουμε καταφέρει με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, αν και η ευθύνη για την αποτυχία δεν βαραίνει αποκλειστικά τον Αλέξη Τσίπρα -ο οποίος πάντως έκανε ό, τι μπορούσε για να κάνει η σχέση μας ακόμη πιο δύσκολη και προβληματική- αλλά διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, που τους αντιμετώπιζαν όχι ως partners αλλά ως “κακούς γονείς”, τους οποίους πρέπει να εξαπατήσει κανείς για να καταφέρει να το σκάσει απ’ το σπίτι το βράδυ.
Πάμε τώρα στη σχέση μας με τις ΗΠΑ, για την οποία έχουν ακουστεί πολλά τους τελευταίους μήνες (βλ. “οι Αμερικανοί δεν θέλουν να βρεθούμε εκτός ευρώ οπότε θα πιέσουν τους Ευρωπαίους να κάνουν πίσω”) και στην οποία αναφέρθηκε χθες ο πρωθυπουργός μας, σημειώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση βρήκε “πολύ πιο ευήκοα ώτα” στην Ουάσινγκτον απ’ ότι στις Βρυξέλλες για μια “δίκαιη διευθέτηση της κρίσης” και την απομείωση του χρέους. Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να έχει δίκιο και η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι ΗΠΑ να ήταν θερμότερη από αυτή που έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς στην Ευρώπη. Μια θερμή υποδοχή όμως κοστίζει λιγότερο στους Αμερικάνους, για την ακρίβεια, είναι σχεδόν τζάμπα. Οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού όσον αφορά την Ελλάδα, γι’ αυτό και παρακολουθούν συστηματικά την πρόοδό μας. Τους Ευρωπαίους θα πρέπει να πείσουμε -με έργα- για να πετύχουμε κάποια στιγμή μια αναδιάρθρωση του χρέους.
Στην Αμερική, το καλύτερο που είχε να κάνει ο κύριος Τσίπρας ήταν να δώσει ένα μήνυμα σταθερότητας, να αναδείξει την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό με προοπτικές, να καθησυχάσει του φόβους αυτών των οποίων το ιδιωτικό κεφάλαιο χρειαζόμαστε για να γυρίσει η οικονομία σελίδα. Αντ’ αυτού -και παρά το αβαντάρισμα του Bill Clinton- ο πρωθυπουργός αποδείχθηκε (live στο CNN) ανίκανος να αξιοποιήσει την καλύτερη ευκαιρία που είχε να στείλει ένα μήνυμα στο επενδυτικό κοινό.
Δυστυχώς αυτές οι ευκαιρίες δεν είναι ανεξάντλητες.