Αρνητική απάντηση έδωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στο αίτημα που γραπτώς του κατέθεσε η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου να ενημερώσει τους ομολόγους του για την συντελούμενη, όπως τόνισε η κ. Κωνσταντοπούλου, επίθεση κατά της Δημοκρατίας που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα.
Στην απαντητική του επιστολή που δημοσιοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης, ο κ.Παυλόπουλος αδειάζει την κ.Κωνσταντοπούλου επισημαίνοντάς της ότι «στο πλαίσιο των κατά το Σύνταγμα καθηκόντων μου δεν έχω την θεσμική και πολιτική δυνατότητα ν’ ανταποκριθώ στο αίτημά σας περί ενημέρωσης Ομολόγων ».
Όπως προσθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτό επιβάλλεται για δύο λόγους:
«Πρώτον, η επιστολή αυτή εκφράζει προσωπικές σας απόψεις, αφού δεν έχει ληφθεί απόφαση του Σώματος προς αυτή την κατεύθυνση. Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος, αλλά ούτε και η διεθνής και ευρωπαϊκή πρακτική εν προκειμένω, μου επιτρέπουν να ενημερώνω σχετικώς Ομολόγους μου, πολλώ μάλλον όταν έχετε, όπως καλώς γνωρίζετε ως έγκριτη νομικός, την δυνατότητα απ’ ευθείας αλληλογραφίας μαζί τους.
· Δεύτερον, αλλά και αν ακόμη επρόκειτο για απόφαση του Σώματος και πάλιν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα και την διεθνή και ευρωπαϊκή πρακτική, δεν θα είχε αρμοδιότητα και, άρα, δυνατότητα διαβίβασής της σε Ομολόγους του. Δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή ουδόλως η Βουλή των Ελλήνων εμποδίζεται ν’ απευθύνεται ευθέως προς αυτούς».
Απαντώντας εμμέσως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η κ. Κωνσταντοπούλου είπε το βράδυ της Τετάρτης ότι οι απόψεις που περιλαμβάνονται στην επιστολή της δεν είναι προσωπικές, αλλά διατυπώνονται στο πλαίσιο της υπηρέτησης και εκπλήρωσης των θεσμικών της καθηκόντων.
Στην επιστολή της η κ.Κωνσταντοπούλου, ανέφερε συγκεκριμένα:
Από θεσμική υποχρέωση σας επισημαίνω ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εισάγεται προς συζήτηση το νομοσχέδιο «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015», συνιστάμενο στο κατατεθέν τα μεσάνυχτα της 20ής προς 21ή Ιουνίου 2015, συνολικό κείμενο 977 σελίδων, συμπεριλαμβανομένων όλων των κειμένων που πρέπει να μελετήσουν και να λάβουν υπ’ όψιν τους οι βουλευτές προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη και να ψηφίσουν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος εντός της σήμερον, και το οποίο περιέχει:
1) σε 1 άρθρο (Άρθρο 1) τα 1.008 άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εκείνα του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και
2) σε 1 επίσης άρθρο (Άρθρο 2) τα 130 άρθρα περί ενσωμάτωσης οδηγίας της Ε.Ε.
δεν εγγυώνται την τήρηση του Συντάγματος, τη θωράκιση της δημοκρατικής λειτουργίας, την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας του Κοινοβουλίου ούτε την κατά συνείδηση ψήφο του βουλευτή.
Υπό καθεστώς εξόφθαλμου εκβιασμού ο οποίος απευθύνεται από ξένες Κυβερνήσεις- μέλη της Ε.Ε. προς την Κυβέρνηση και τους βουλευτές, εισάγεται και, μάλιστα, με «έλλειψη δυνατότητας οποιασδήποτε τροποποίησης» ένα νομοθέτημα με το οποίο επιχειρείται μείζων παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και στην άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών, κατά τρόπο που καταλύει τόσο την λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας ως κοινωνικού κράτους δικαίου, στο οποίο λειτουργεί η διάκριση των εξουσιών, σύμφωνα με τα Συνταγματικώς οριζόμενα, όσο και την διαφύλαξη της αρχής της δίκαιης δίκης.
Το νομοθέτημα εξαναγκάζονται να εισαγάγουν Υπουργοί οι οποίοι δεν συμμερίζονται το περιεχόμενό του, αλλά αντιτάσσονται ευθέως σε αυτό, και εξαναγκάζονται να υπερψηφίσουν βουλευτές οι οποίοι επίσης αντιστρατεύονται το περιεχόμενό του.
Όλα αυτά υπό την ευθεία απειλή άτακτης χρεοκοπίας.
«Πρόκειται για νομοθέτημα αναγόμενο στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, κατατεθέν από τον προηγούμενο Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χ. Αθανασίου, για το οποίο διενεργήθηκε, το Δεκέμβριο 2014, πανελλαδικό δημοψήφισμα των δικηγόρων υπό την αιγίδα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη του νομοσχεδίου με ποσοστό μεγαλύτερο του 93%.
Εξάλλου, εναντίον του Νομοσχεδίου έχουν ταχθεί οι εκπρόσωποι της Δικαιοσύνης, οι Διοικητικές Ολομέλειες των Δικαστηρίων, συνολικά οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί φορείς. Αμφότερα τα συγκυβερνώντα κόμματα διέλαβαν ως προγραμματική τους δέσμευση την μη εισαγωγή του συγκεκριμένου νομοθετήματος και κανένα εκ των δύο δεν έχει μεταβάλει άποψη και θέση επί της ουσίας.
Το γεγονός ότι αυτό το νομοθέτημα επελέγη από ξένες κυβερνήσεις, συμμετέχουσες στο EuroSummit, ως «προαπαιτούμενο», δηλαδή ως προϋπόθεση για την έναρξη συνομιλιών προς εξεύρεση λύσης αποτυπώνει το μέγεθος της περιφρόνησης που επιδεικνύεται από τις ανωτέρω ξένες Κυβερνήσεις στις αρχές της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, της λαϊκής κυριαρχίας και, τέλος, της δημοκρατίας.
Η θεσμική ευθύνη όλων είναι τεράστια. Αναλαμβάνοντας τη θεσμική μου ευθύνη ως Προέδρου της Βουλής, σας ζητώ να ενημερώσετε τους ομολόγους σας για την παρούσα επιστολή μου, την οποία θα κοινοποιήσω στη συνέχεια στους ομολόγους μου σε όλη την Ευρώπη, σε συνέχεια των προηγούμενων παρεμβάσεών μου, εισηγήσεών μου και της πρόσφατης επιστολής μου προς τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, η οποία κοινοποιήθηκε και στα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου.
Αυτή η βίαιη επίθεση στη Δημοκρατία δεν μπορεί να συντελείται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σίγουρα δεν μπορεί να συντελείται εν σιωπή».