«Δεν είπαμε ποτέ να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Επισημάναμε μόνο τη δυνατότητα να αποφασίσει η ίδια η Αθήνα για ένα “τάιμ άουτ”», δηλώνει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο περιοδικό «Der Spiegel» που θα κυκλοφορήσει αύριο, αναφερόμενος στο έγγραφο που διέρρευσε από το Υπουργείο του με την πρόταση για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Ερωτηθείς ωστόσο αν είναι δυνατό να καταλήξουμε σε Grexit, ο κ. Σόιμπλε παραπέμπει σε δήλωση του αυστριακού Καγκελάριου Βέρνερ Φάιμαν ότι αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και απορρίπτει κατηγορηματικά τις υποθέσεις ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε «προτεκτοράτο της Ευρωζώνης».
«Η Ελλάδα δεν εξελίσσεται σε προτεκτοράτο της Ευρωζώνης. Στην ουσία τα στοιχεία του νέου προγράμματος είχαν συμφωνηθεί το 2010, μόνο που δυστυχώς δεν υλοποιήθηκαν. Η οικονομία και η κοινωνία στην Ελλάδα δεν έχουν εξελιχθεί ως τώρα σχεδόν καθόλου προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Αυτό όμως που έχει δραματικά αλλάξει από την αρχή του χρόνου είναι η επιπλέον χρηματοδοτική ανάγκη.
Οι πιο επιφυλακτικές αξιολογήσεις μιλούν για τουλάχιστον 80 δισεκατομμύρια ευρώ», δηλώνει ο κ. Σόιμπλε, ενώ, ειδικά σε ό,τι αφορά το Ταμείο αποκρατικοποιήσεων, σημειώνει ότι «η σκέψη ήταν να βρούμε έναν τρόπο να βάλουμε την χρηματοδότηση ενός μελλοντικού προγράμματος σε πιο ευρεία βάση».
Αναφέρει μάλιστα ότι την περασμένη Κυριακή είπε στον Έλληνα ομόλογό του: «Το θέμα δεν είναι να σας προσβάλουμε, αλλά να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα. Αλλιώς δεν θα πετύχουμε την βιωσιμότητα του χρέους και χωρίς αυτή δεν γίνεται τίποτα».
Ο κ. Σόιμπλε στην συνέντευξή του, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποκλείει για μια ακόμη φορά το ενδεχόμενο «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, καθώς, όπως λέει, δεν το επιτρέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες και τονίζει ότι πριν από μισό χρόνο «η Ελλάδα ήταν σχεδόν έτοιμη να επιστρέψει στις αγορές», αλλά «σήμερα βρίσκεται οικονομικά στον πάτο», με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης.
«Αλλά δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τους ανθρώπους στην Ελλάδα, για αυτό χρειαζόμαστε ένα νέο πρόγραμμα, ακόμη και αν φέρνει νέα βάρη για τους ανθρώπους. Πρόκειται όμως κυρίως και για το ερώτημα, ποια είναι η καλύτερη λύση για την Ευρώπη», αναφέρει και υποστηρίζει ότι δεν ήταν λάθος το «φάρμακο», αλλά το γεγονός ότι δεν ελήφθη σύμφωνα με τις οδηγίες.
«Για αυτό πρέπει τώρα πρώτα από όλα να πραγματοποιηθεί αυτό που έχει συμφωνηθεί εδώ και καιρό. Η τρόικα ήδη τον Σεπτέμβριο είχε πει ότι η Ελλάδα δεν είχε ακόμη ξεκινήσει με 15 σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό πρέπει επιτέλους να αλλάξει», δηλώνει και κάνει λόγο για δαπανηρό δημόσιο τομέα και για συντάξεις που υπερβαίνουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ερωτηθείς αν μπορεί να λειτουργήσει το πρόγραμμα όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός λέει ότι δεν πιστεύει σε αυτό, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών σημειώνει: «Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Ο κ. Τσίπρας απέρριψε πριν ένα παρόμοιο πρόγραμμα, μετά, στο δημοψήφισμα, ζήτησε το όχι, το οποίο έλαβε με μεγάλη πλειοψηφία. Τώρα θέλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που στήριξε πριν. ‘Αρα μπορεί κανείς να έχει κανείς αμφιβολίες. Αλλά τώρα θέλω πρώτα να εμπιστευθώ τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσίπρα, αυτό είναι το δίκαιο. Είπε ότι θα υλοποιήσει το πρόγραμμα, ακόμη και αν δεν το πιστεύει. Άρα, ας δούμε».
Ο κ. Σόιμπλε αρνείται, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε, για το ελληνικό θέμα διάσταση απόψεων μεταξύ του ιδίου και της Καγκελαρίου Μέρκελ ή ότι οι δυο τους έπαιξαν ένα παιχνίδι όπου μοίρασαν τους ρόλους.
«Η Καγκελάριος και εγώ δεν παίζουμε παιχνίδια ρόλων. Αυτό δεν είναι ο τρόπος ούτε της Καγκελαρίου ούτε ο δικός μου. Ο καθένας έχει τις πεποιθήσεις του. Το 1999, στην καμπάνια για τις ευρωεκλογές, ήμουν πρόεδρος του CDU και η κυρία Μέρκελ γενική γραμματέας. Είχαμε μια αφίσα που μας απεικόνιζε και έγραφε ‘Όχι πάντα της ίδιας άποψης, αλλά πάντα στον ίδιο δρόμο’. Έτσι είναι και σήμερα και ας έχουν αλλάξει οι ρόλοι μας. Έχουμε μια σταθερά, ξέρουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε ο ένας στον άλλον», εξηγεί και τονίζει ότι «είναι μέρος της δημοκρατίας να έχουμε κάπου – κάπου και διαφορετικές απόψεις» και τότε παλεύει κανείς από κοινού για λύσεις. Αν κάποιος προσπαθούσε να τον αναγκάσει για κάτι, ξεκαθαρίζει, θα μπορούσε να παραιτηθεί από τη θέση του.