«Το ανθρώπινο κόστος μίας πενταετίας λιτότητας ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα, όμως η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την Κυριακή θα κάνει τα πράγματα χειρότερα», επισημαίνει σε άρθρο του στους New York Times ο Mark Mazower, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Ολόκληρο το άρθρο:
Το ανθρώπινο κόστος πέντε χρόνων λιτότητας έχει υπάρξει καταστροφικό για την Ελλάδα, αλλά η απόφαση για δημοψήφισμα την Κυριακή θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Το ξεκάθαρο πλεονέκτημα για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ήταν να ενώσει το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο όσο προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις μεγάλωνε η ανησυχία. Μέσα σε μία νύχτα σταθεροποίησε την πολιτική του βάση και ενδυνάμωσε τη θέση του μέσα σε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ξανά στην αγαπημένη του θέση: αυτήν της αντιπολίτευσης ενάντια στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Αλλά τι επίπτωση είχε αυτό για τη χώρα; Το ότι το Σύνταγμα απαγορεύει δημοψηφίσματα για δημοσιονομικά θέματα ίσως είναι απλά μια νομική ορθότητα, αλλά υπογραμμίζει την εξαιρετικά υπεροπτική στάση της κυβέρνησης έναντι των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών. Μιλάει για τη βούληση του λαού αλλά δείχνει ανησυχητική αδιαφορία για τα δημοκρατικά όργανα και τις διαδικασίες που λέει ότι προστατεύει.
Ο κ. Τσίπρας ζήτησε από τους Έλληνες να ψηφίσουν για ένα πρόγραμμα διάσωσης που έχει ήδη λήξει, και έχει κάνει ξεκάθαρη την επιθυμία του για ένα αποτέλεσμα όπου θα υπερισχύσει η ψήφος στο «Οχι». Το μόνο λογικό συμπέρασμα, παρόλο που το αρνείται, είναι ότι επιθυμεί η Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ. Το αρνείται επειδή γνωρίζει ότι αυτό θα ήταν μη δημοφιλές και τεράστιος τζόγος.
Πιστεύει ότι μια ψήφος στο «Οχι» θα του επέτρεπε να επιστρέψει στη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες από θέση ισχύος. Αυτό αποκαλύπτει την πεισματική άρνηση να αντιμετωπίσει τα γεγονότα, η οποία είναι συνώνυμη με ένα είδος «μαγικής σκέψης».
Άλλωστε, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα με ψηφοφόρους, και κάθε ένας από τους συναδέλφους του κ. Τσίπρα, τους Ευρωπαίους πρωθυπουργούς, έχει τη δική του λαϊκή εντολή. Θα αψηφήσουν τη θέληση των ψηφοφόρων και θα υπαναχωρήσουν για να σωθεί το ευρώ; Σχεδόν σίγουρα όχι στον κ. Τσίπρα, δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη τους έχει εξανεμιστεί τους τελευταίους πέντε μήνες. Ό,τι κι αν πουν, το πιθανό τελικό αποτέλεσμα μιας επικράτησης του «Οχι» είναι γι’ αυτό τον λόγο η επιστροφή στη δραχμή.
Αν το εκλογικό σώμα ψηφίσει «Ναι», το πιθανό αποτέλεσμα θα είναι κι άλλη πολιτική αβεβαιότητα και νέες εκλογές. Τουλάχιστον η αποχή αναγνωρίζει σιωπηλά τη ματαιότητα του όλου εγχειρήματος.
Αυτό που ο κ. Τσίπρας είχε αγνοήσει είναι η μεγάλη αδυναμία της Ελλάδας. Από τη μια είναι αδύναμη όπως κάθε μικρή χώρα, με περιορισμένη δυνατότητα να επηρεάσει τους κανόνες της διεθνούς σκηνής. Αλλά έχει και τις επιπρόσθετες αδυναμίες μιας δυσλειτουργικής οικονομίας και ένα τεράστιο χρέος.
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό έχει υπάρξει σχιζοφρενική. Του αρέσει να τονίζει τα προβλήματα της χώρας πετροβολώντας ισχυρούς κακούς του παρασκηνίου – τους ντόπιους ολιγάρχες, τους διεθνείς τραπεζίτες και επίσης τη Γερμανία. (Μια φορά κι έναν καιρό, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής βρίσκονταν στην κορυφή αυτής της λίστας, αλλά σήμερα αναφέρονται όλο και λιγότερο.)
Αλλά την ίδια στιγμή, το κόμμα θυμίζει την πιθανή δύναμη που έχουν οι αδέσμευτοι άνθρωποι, το άλμα σε μια γνήσια κυριαρχία που γίνεται με την πρωτοπορία σε μια παγκόσμια επανάσταση ενάντια στη λιτότητα. Και, αποτυχούσης αυτής -μια φράση που ακούγεται ολοένα και συχνότερα στην Αθήνα τους τελευταίους μήνες-, υπάρχει συζήτηση για μια κάποιου είδους ομαδική αυτοκτονία, σαν αυτές που έκαναν οι Έλληνες όταν ανατινάζονταν για να μην παραδοθούν στους Τούρκους, δύο αιώνες πριν.
Αυτή η ρητορική δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Πηγάζει από το περιβάλλον που σημάδεψε τον κ. Τσίπρα μεγαλώνοντας στα χρόνια μετά το τέλος της επταετούς δικτατορίας, το 1974. Μία φοιτητική κουλτούρα άνθισε τις επόμενες δεκαετίες, η οποία υπερτίμησε τον ακτιβισμό και είδε μια επαναστατική προοπτική σε κάθε σχολική κατάληψη. Ξοδεύτηκε πολλή ώρα σε συναντήσεις για συζητήσεις των δημοκρατικών συνεπειών των πάντων, από τις καντίνες μέχρι τους διορισμούς των καθηγητών. Οι ηγέτες των φοιτητών ήταν εμμονικοί με την ιστορία της γερμανικής κατοχής, καταβρόχθιζαν τα απομνημονεύματα των ηρώων της κατοχής και ονειρεύονταν έναν αγώνα αντάξιο των τελευταίων.
Κάποιοι από αυτούς τους ακτιβιστές παρέμειναν στην πολιτική μέσα σε πολιτικά κόμματα, ένας μικρότερος αριθμός ίδρυσε αναρχικές ομάδες και μια χούφτα από αυτούς φλέρταραν με την επαναστατική βία. Πολλοί βοήθησαν σημαντικά ώστε να ανθίσει το πολιτιστικό και διανοητικό περιβάλλον που εμφανίστηκε στην Ελλάδα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι περισσότεροι πήραν πτυχίο, βρήκαν δουλειές, έκαναν οικογένειες. Kαι κάποιοι είναι σήμερα στην κυβέρνηση.
Έχοντας δώσει στους ψηφοφόρους υποσχέσεις που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν, ο κ. Τσίπρας και οι συνάδελφοί του παρουσιάζουν αυτήν τη στιγμή σαν την ηρωική στιγμή της γενιάς του. Ο «μπολσεβικισμός» συνετρίβη, η ελληνική αριστερά ηττήθηκε στον εμφύλιο, ωστόσο η ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι ίσως θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε μία νέα επαναστατική νίκη, πετυχαίνοντας αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στο διεθνές κεφάλαιο.
Δεν θα στοιχημάτιζα σε αυτό.
Η τελευταία φορά που η Ελλάδα αποκήρυξε το χρέος της ήταν το 1932: ακολούθησε μία βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη, η οποία ήδη ήταν εξασθενημένη όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η αποκήρυξη του χρέους τότε ήταν μια θετική κίνηση, επειδή το ίδιο έκανε όλος ο κόσμος, και το πραγματικό κόστος μιας χρεοκοπίας ήταν χαμηλό. Αυτήν τη φορά η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Οι συνέπειες και το κόστος θα ήταν πολύ μεγαλύτερα, η προοπτική για μια ανάπτυξη που θα προκληθεί εσωτερικά πολύ λιγότερες, και πολλά από τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την Ευρώπη -η Ελλάδα είναι ένας θελκτικός προορισμός για ξένες επενδύσεις, δεδομένης της γεωπολιτικής της θέσης και της μεταλλαγής των αξιών που υιοθετήθηκαν με το άνοιγμα μιας επί 40 έτη κλειστής κοινωνίας- θα τεθούν σε κίνδυνο.
Χάρη σε αυτό το απερίσκεπτο δημοψήφισμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλη αναταραχή που θα δοκιμάσει τους δημοκρατικούς θεσμούς που θεσπίστηκαν το 1974. Η χώρα δεν χρειάζεται να επιστρέψει στις χειρότερες υπερβολές του φοιτητικού κινήματος. Ακόμη λιγότερο δεν χρειάζεται την εμπρηστική ρητορική του βίαιου αγώνα, της εθνικής καταστροφής και του εμφυλίου πολέμου που ήδη πλανάται στην ατμόσφαιρα. Η λογική μπορεί ακόμη να υπερισχύσει, και μία ψήφος στο «Ναι» την Κυριακή ίσως, τελικά, να οδηγήσει στη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας που έλειψε από τη χώρα από τότε που ξεκίνησε η κρίση. Αν όχι, μεγαλύτερη πολιτική πόλωση και ένα μέλλον κλιμακούμενης εξαθλίωσης στην περιφέρεια της Ευρώπης καραδοκούν.
Πηγή: “Καθημερινή”