Δεν θα σας πω ότι δεν με τρόμαξαν τα χθεσινά νέα ότι η Ελλάδα αποχώρησε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας θέλει μια λύση εντός Ευρωζώνης και δεν θέλει να είναι ο πρωθυπουργός που θα μας οδηγήσει στη δραχμή, προς στιγμήν όμως σάστισα: είναι δυνατόν το πλάνο του να ήταν ανέκαθεν η ρήξη; Με την ψυχραιμία που φέρνουν μερικές ώρες ανάλυσης (και λίγες ώρες ύπνου), η γνώμη μου παραμένει τελικά η ίδια. Η κυβέρνηση επιθυμεί τη συμφωνία και έχει δείξει ότι είναι διατεθειμένη (στα χαρτιά τουλάχιστον) να βάλει μπόλικο νερό στο κρασί των ανεδαφικών προεκλογικών της υποσχέσεων.
Η απόσταση όμως παραμένει και ο χρόνος τελειώνει, αν υπάρχει λοιπόν βούληση, γιατί καταλήξαμε στο χθεσινό breakdown; Εκτιμώ ότι πρόκειται για μια ακόμα απέλπιδα προσπάθεια του πρωθυπουργού να αποσπάσει “κάτι” το οποίο θα μπορεί να πλασαριστεί στο εσωτερικό ως νίκη. Άλλο ένα δείγμα της άτσαλης, συναισθηματικής και εν τέλει ερασιτεχνικής διαπραγματευτικής στρατηγικής την οποία η ελληνική πλευρά έχει επιδείξει από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα. Εμπεριέχονται όμως δύο κεντρικοί κίνδυνοι στη νέα αυτή στροφή: (α) να απαυδήσουν οι εταίροι και η πρόταση που υπήρχε στο τραπέζι να αποσυρθεί, και (β) να ωθηθεί η ΕΚΤ στο να κόψει την Τετάρτη το ELA το οποίο είναι το μόνο πράγμα που στέκεται αυτή τη στιγμή μεταξύ των capital controls και ημών.
Σε αυτά τα δύο είναι που έγκειται η πιθανότητα ατυχήματος, γιατί βγαίνουμε πια έξω από κάθε κανονικότητα, κάτι που με τη σειρά του αυξάνει την πιθανότητα παρεξηγήσεων. Πιστεύω όμως -όσον αφορά την άποψη που εκφράζεται ότι αν δεν έχει συναφθεί συμφωνία μέχρι το Eurogroup της Πέμπτης αυτό θα σημάνει game over- ότι ακριβώς επειδή όπου υπάρχει βούληση υπάρχει και τρόπος, το πραγματικό deadline παραμένει η 30η Ιουνίου. Ας ελπίσουμε οι εθνικοί μας διαπραγματευτές να καταλάβουν, έστω και την τελευταία στιγμή, πως όποιος παίζει με τη φωτιά αργά ή γρήγορα καίγεται. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.