«Τι θα συμβεί στην Ελλάδα; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται και κανείς. Τουναντίον, υπάρχουν πολλοί που αγωνιούν, αλλά κινούνται σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και στις δύο πλευρές υπάρχουν άνθρωποι που είναι αποφασισμένοι να μην κάνουν πίσω», γράφει ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times και συνεχίζει τονίζοντας ότι «το αδιέξοδο αυτό καταδεικνύει την τρέλα του εγχειρήματος να δημιουργηθεί μια Νομισματική Ένωση ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη που δεν έχουν κοινούς πολιτικούς θεσμούς, ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς ή μεγάλες οικονομικές ομοιότητες. Ο γάμος είναι δυσάρεστος, αλλά το διαζύγιο τρομακτικό. Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο χείλος της χρεοκοπίας. Αυτό τον μήνα πρέπει να εξοφλήσει €1,5 δισ. στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλα €452 εκατ. προς το Ταμείο και €3,5 δισ. προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον άλλο μήνα. Και επιπλέον €176 εκατ. προς το ΔΝΤ και €3,2 δισ. προς την ΕΚΤ τον Αύγουστο».
Σύμφωνα με το κείμενο των Financial Times, που αναδημοσιεύει το euro2day.gr, υποστηρίζει ότι «χωρίς μια συμφωνία με την υπόλοιπη Ευρωζώνη για την απελευθέρωση €7,2 δισ. που έχουν απομείνει από το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης, η Αθήνα θα αναγκαστεί να αθετήσει τις πληρωμές. Δεν έχει άλλη πηγή χρηματοδότησης. Η πρόσβαση της στις αγορές έχει κλείσει» και επισημαίνει ότι «αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με την Ευρωζώνη, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει. Η ΕΚΤ θα επανεξετάσει την εγκυρότητα των ελληνικών τίτλων ως ενεχύρων (collateral) για την χορήγηση δανείων στις ελληνικές τράπεζες. Τα «haircuts» θα αυξηθούν κατά πολύ. Η ΕΚΤ θα δυσκολευτεί να δανειστεί με τα ενέχυρα μιας κυβέρνησης που έχει χρεοκοπήσει. Η γνώση πως μια χρεοκοπία μπορεί να είναι κοντά έχει ήδη επιταχύνει τις εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Χωρίς μια συμφωνία, συνεπώς, οι τράπεζες θα αναγκαστούν να βάλουν περιορισμούς στις αναλήψεις».
Τα μηνύματα που στέλνουν όσοι εμπλέκονται στις συζητήσεις αυτές είναι αντικρουόμενα. Ο Αλέξης Τσίπρας, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, έχει κατηγορήσει τους ελεγκτές για «παράλογες» απαιτήσεις. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται όσοι είναι εξίσου αποφασισμένοι να μην κάνουν παραχωρήσεις, μεταξύ των οποίων βρίσκονται κυρίως οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που τήρησαν επώδυνες δεσμεύσεις ή είναι πιο φτωχά από την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων, ο Υπουργός Οικονομικών, Τζακ Λιου, περιορίζεται σε εκκλήσεις για ευελιξία, φοβούμενος τις επιπτώσεις από μια νέα αναστάτωση.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί αποδείχτηκε τόσο δύσκολη η επίτευξη συμφωνίας. Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, οι ευρωπαϊκές αρχές διαπραγματεύονται επί τη βάση τριών αρχών: πρώτον, η παραμονή στο ευρώ απαιτεί περαιτέρω οικονομική προσαρμογή από την Ελλάδα. Δεύτερον, η επιπρόσθετη στήριξη πρέπει να δοθεί υπό όρους. Τρίτον, πρέπει να υπάρχει εξωτερική εποπτεία για να διασφαλιστεί η τήρηση των όρων αυτών.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση εκλέχτηκε με την υπόσχεση να παραμείνει στην Ευρωζώνη αλλά χωρίς λιτότητα, προσαρμογή ή εξωτερική εποπτεία. Οι θέσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες. Είτε μια από τις πλευρές θα υποχωρήσει είτε η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει. Αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει, θα είναι αντιμέτωπη με έναν νέο γύρο αποφάσεων. Συγκεκριμένα, αν θα προσπαθήσει να παραμείνει στην Ευρωζώνη με τράπεζες που δεν θα λειτουργούν κανονικά.
Η επίτευξη συμφωνίας δεν είναι αδύνατη επί της αρχής. Ενώ η Ευρωζώνη θα επιμείνει στην επιβολή όρων με έλεγχο, έχει κάποια ευελιξία για τους όρους στους οποίους θα επιμείνει. Αλλά η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως μια χώρα που έχει κάνει κατ’ εξακολούθηση βήματα προς τα πίσω. Ορισμένοι – η κυβέρνηση της Ισπανίας για παράδειγμα – φοβούνται πως τυχόν παραχωρήσεις θα ενισχύσουν την αξιοπιστία των εγχώριων ριζοσπαστικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, η ανοχή και η εμπιστοσύνη έχουν εξαντληθεί. Εν τω μεταξύ, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση μπορεί να πρέπει να καταρρεύσει και να σχηματιστεί μια νέα, προτού η χώρα προλάβει να κάνει παραχωρήσεις.
Οπότε τι μπορεί να συμβεί μετά; Αν υποθέσει κανείς πως δεν μπορεί να γίνει άμεσα συμφωνία, η ελληνική κυβέρνηση θα χρεοκοπήσει, τουλάχιστον τεχνικά και θα επιδεινωθεί η κρίση ρευστότητας και η ύφεση. Η δημοσιονομική κατάσταση – η οποία έχει ήδη αποδυναμωθεί από τις δεσμεύσεις για δαπάνες, την πτώση των εσόδων και την αποδυνάμωση της οικονομίας – θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα έχει ήδη μετατραπεί σε έλλειμμα περίπου 1% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από την πρόβλεψη του ΔΝΤ τον Απρίλιο.
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι πως θα παραμείνει ζωντανή η οικονομά μέχρι να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία ή μέχρι οι Έλληνες να εγκαταλείψουν το ευρώ. Ο Άνταμ Λέρικ του American Enterprise Institute υποστηρίζει ότι η ρευστότητα μπορεί να διατηρηθεί ακόμα και αν κλείσουν οι τράπεζες. Με βάση την πρόταση του, οι πολίτες θα μπορούν να χρησιμοποιούν «αξιώσεις επί των καταθέσεων», κοινώς «πιστοποιητικά αποθετηρίου», αντί για χαρτονομίσματα και κέρματα που δεν μπορούν να πάρουν από την τράπεζα τους.
Το μέτρο αυτό θα διατηρήσει την ρευστότητα σε μια οικονομία που είναι εξαρτημένη από την χρήση ρευστού. Αυτά τα «πιστοποιητικά αποθετηρίου», θα καθιερωθούν ως νόμιμο χρήμα. Στο εσωτερικό της Ελλάδας τα πιστοποιητικά αυτά θα ισοδυναμούν με χρήμα. Με βάση την πρόταση αυτή θα υπάρχει ένα όριο στο ποσό των πιστοποιητικών που θα μπορούν να εκδοθούν, από την στιγμή που θα καλύπτονται από υφιστάμενες καταθέσεις. Οι Έλληνες θα πρέπει να κάνουν τις συναλλαγές στο εξωτερικό με ευρώ. Η αξία των «πιστοποιητικών αποθετηρίου» – ένα είδος ελληνικού ευρώ – θα μεταβάλλεται έναντι του ευρώ, ανάλογα με την ζήτηση για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Το σχέδιο αυτό θα προστάτευε την ελληνική οικονομία από μια ολοκληρωτική κατάρρευση. Δεν αποκλείεται ωστόσο να αποτελούσε και τον προθάλαμο για μια έξοδο από το ευρώ, αν δεν επιτυγχανόταν μια συμφωνία. Δεδομένου του τρέχοντος πολιτικού αδιεξόδου, το μέτρο αυτό μπορεί να φανεί σύντομα πολύ χρήσιμο.
Ο Μάρτιν Γουλφ υποστηρίζει ότι “για να επιτευχθεί συμφωνία, αν επιτευχθεί, θα χρειαστεί χρόνος. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνουν μεγάλες παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Αλλά πιστεύω ότι μια συμφωνία είναι επί της αρχής δυνατή. Είναι επίσης δύσκολο να υποτιμήσει κανείς την σημασία μιας εξόδου – ακόμα και μιας χώρας τόσο μικρής και ενοχλητικής όσο η Ελλάδα – για το ευρωπαϊκό όραμα και για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Μόλις το ευρώ φανεί ότι δεν είναι μη αναστρέψιμο, οι οικονομικές δυνάμεις που προωθούν την ενοποίηση θα αντιστραφούν. Κάθε κρίση θα είναι δυνητικά θανάσιμη. Οι προσπάθειες της ΕΚΤ να εξαλείψει το ρίσκο εξόδου θα έχουν γίνει για το τίποτα. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε σαν ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν κάνει τεράστια λάθη πριν και μετά την ελληνική κρίση. Μια αποτυχία αυτήν την στιγμή, θα αποτελέσει ένα νέο μοιραίο λάθος, στην μακρά λίστα όσων έχουν γίνει μέχρι τώρα. Πρέπει να αντίθετα να αναγνωρίσουν τα λάθη και να μάθουν από αυτά».