Μέσα σε λίγες ώρες το κλίμα, που είχε διαμορφωθεί ιδιαίτερα αρνητικό την Τρίτη το βράδυ, ανατράπηκε και αχτίδες αισιοδοξίας άρχισαν και πάλι να «φωτίζουν» τις, υπό εξέλιξη, διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Λιγότερο από ένα 24ωρο μετά τις αλλεπάλληλες δηλώσεις δανειστών ότι παρά τα «θετικά βήματα, υπάρχει ακόμη δρόμος» και πολύ περισσότερο το non paper του Μαξίμου όπου ουσιαστικά σημειωνόταν ότι ο κάθε θεσμός έχει τις δικές του «κόκκινες γραμμές» και μεταξύ τους διαφέρουν με αποτέλεσμα η «κακοφωνία» αυτή να καθιστά σχεδόν αδύνατη την επίτευξη μιας συμφωνίας «έντιμου συμβιβασμού», ήρθε η κοινή δήλωση του Αλέξη Τσίπρα με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, μετά από, μεταξύ τους, τηλεφωνική συνομιλία, για να διαλύσει, όχι τελείως φυσικά, τη «βαριά ατμόσφαιρα».
Το δικό της ρόλο έπαιξε και η ολιγόλογη κοινή ανακοίνωση των δανειστών (ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΕ) ότι «είναι κοινός στόχος η βοήθεια προς την Ελλάδα» και, επί του πρακτέου, ήρθε η απόφαση της ΕΚΤ για αύξηση κατά δύο δισεκατομμύρια του ELA για τις τράπεζες και παραπομπή για μετά το Eurogroup της 11η Μάη του θέματος του «κουρέματος» των ενεχύρων των ελληνικών τραπεζών, μια ενέργεια που αν υλοποιηθεί θα περιορίσει περαιτέρω τη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να συμμετέχουν και στην έκδοση εντόκων γραμματίων επιτείνοντας το πρόβλημα ρευστότητας της χώρας.
Ήδη, τις τελευταίες ημέρες, τα «μηνύματα» και από την πλευρά των δανειστών ήταν ότι έχει βελτιωθεί πολύ η διαπραγμάτευση και υπάρχει πρόοδος. Με βάση όλα τα υπάρχοντα στοιχεία έχει επιτευχθεί σημαντικές συγκλίσεις στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, του νέου καθεστώτος του ΦΠΑ, των φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η υπαναχώρηση, ουσιαστικά, της ελληνικής πλευράς σε δύο κομβικά θέματα: τα εργασιακά και το ασφαλιστικό. Το τι σημαίνει η υπαναχώρηση αυτή μένει να φανεί καθώς στην κοινή ανακοίνωση των κ.κ. Τσίπρα και Γιούνκερ ξεχωρίζουν τρία σημεία.
Το πρώτο είναι ότι έχει επιτευχθεί πρόοδος στις συνομιλίες «στο ζήτημα της αναλυτικής δέσμης μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση», μια φρασεολογία που η κυβέρνηση απέφευγε συστηματικά επιμένοντας ότι δεν υπάρχει ζήτημα αξιολόγησης. Το δεύτερο είναι ότι αναφέρεται σαφώς η αναγκαιότητα «εκσυγχρονισμού του συνταξιοδοτικού συστήματος ούτως ώστε να καταστεί δίκαιο, δημοσιονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό στην κατεύθυνση αποφυγής της φτώχειας της τρίτης ηλικίας». Είναι γνωστό ότι οι δανειστές, και ιδιαίτερα το ΔΝΤ πιέζουν για περαιτέρω μείωση επικουρικών, για υιοθέτηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα ασφαλιστικά ταμεία και τη σταδιακή μετατροπή τους κυρίως σε ανταποδοτικά. Από την άλλη η κυβέρνηση επιμένει ότι το ασφαλιστικό είναι «κόκκινη γραμμή». Μένει να ξεκαθαρίσει τί ακριβώς σημαίνει η συγκεκριμένη φράση.
Και τέλος, το τρίτο σημείο είναι η επισήμανση της ανάγκης «οι μισθολογικές εξελίξεις και οι θεσμοί της αγοράς εργασίας να διαδραματίσουν ένα υποστηρικτικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή». Πώς ερμηνεύεται αυτό ως προς τις πιέσεις των δανειστών για ομαδικές απολύσεις, μη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και μη αύξηση του κατώτατου μισθού, θέματα που επίσης η κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει μη διαπραγματεύσιμα ενώ έχουν γίνει και σχετικές εξαγγελίες.
Όλα αυτά μένουν να φανούν στο επόμενο χρονικό διάστημα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να μην γίνουν ξεκάθαρα ότι σύντομα μετά το Eurogroup της 11ης Μάη ακόμη και αν υπάρξει σε αυτό μια «απτή» δήλωση προόδου, όπως, εν μέρει, προαναγγέλλει η κοινή ανακοίνωση των δανειστών. Αυτό που μένει επίσης να φανεί είναι το πώς η κυβέρνηση θα διαχειριστεί πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εσωτερικό της την νέα «πραγματικότητα» που φαίνεται να διαμορφώνεται.