Να υπάρξει στάση πληρωμών προς τους δανειστές μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία προτείνει σε εκτενές άρθρο που ανήρτησε στο facebook ο Γιάννης Μηλιός, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι πρότινος επικεφαλής του οικονομικού του επιτελείου.
Η παρέμβαση του κ. Μηλιού έχει τον πολύ ενδεικτικό τίτλο: «Σκάκι, όχι πόκερ». Και σε αυτήν τονίζεται ότι η στάση πληρωμών δεν «συνεπάγεται και έξοδο από την Ευρωζώνη» εξηγώντας πως «η υιοθέτηση εκ μέρους οποιασδήποτε χώρας ενός νέου αποκλειστικού εθνικού νομίσματος θα μετέτρεπε την Ευρωζώνη από μια ενιαία νομισματική περιοχή σε ζώνη σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η σταθερότητα (και ύπαρξη) της οποίας θα κατέρρεε σύντομα, από την ανεξέλεγκτη λειτουργία των χρηματαγορών στο περιβάλλον “συναλλαγματικού κινδύνου” που θα δημιουργείτο αμέσως μετά την πρώτη έξοδο».
Το άρθρο αναλυτικά:
Σκάκι, όχι πόκερ!
(Ξανακερδίζοντας τον χαμένο χρόνο)
του Γιάννη Μηλιού
Η εντολή που έχει η κυβέρνηση από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι διπλή:
(α) Να σταματήσει τις πολιτικές λιτότητας, θέτοντας στο επίκεντρο τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, (β) να εξασφαλίσει μια συμφωνία με τους δανειστές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου.
Αν οι δανειστές αδιαφορούν για τη δημοκρατία και τη βούληση του ελληνικού λαού και απαιτούν τη συνέχιση της λιτότητας στην Ελλάδα (δηλαδή ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να αθετήσει τη βασική εντολή που της έδωσε ο ελληνικός λαός), τότε η λύση είναι μία:
Καθυστέρηση των υποχρεώσεων προς τους δανειστές. Με άλλα λόγια, καθυστέρηση πληρωμών μέχρις ότου υπάρξει συμφωνία. Πάντα εντός της Ζώνης του Ευρώ, μια που η «νομισματική» υποτίμηση της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι εξίσου ανεπιθύμητη με την «εσωτερική υποτίμηση».
1. Λιτότητα
Η λιτότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στην επιφάνεια, λειτουργεί ως στρατηγική για τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους. Η λιτότητα μειώνει το κόστος εργασίας του ιδιωτικού τομέα, αυξάνει τα κέρδη ανά μονάδα κόστους (εργασίας) και ως εκ τούτου αυξάνει το ποσοστό κέρδους. Συμπληρώνεται από την οικονομία στη χρήση «υλικού κεφαλαίου» και από θεσμικές αλλαγές οι οποίες ενισχύουν αφενός την κινητικότητα και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων και αφετέρου την ισχύ των διευθυντών στο εσωτερικό της επιχείρησης και των κατόχων χρηματοπιστωτικών τίτλων στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση, η λιτότητα δίνει προτεραιότητα σε περικοπές δημοσίων δαπανών που σημαίνουν συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με παράλληλη μείωση των φόρων επί του κεφαλαίου, αλλά και σταδιακή εξαφάνιση της όποιας προοδευτικότητας στον φόρο εισοδήματος.
Ωστόσο, αυτό που αποτελεί κόστος για την καπιταλιστική τάξη, συνιστά το βιοτικό επίπεδο της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό ισχύει και για το κράτος πρόνοιας, του οποίου οι υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν ως μορφή «κοινωνικού μισθού».
Είναι σαφές λοιπόν ότι η λιτότητα αποτελεί πρωτίστως μια ταξική πολιτική: Προωθεί διαρκώς τα συμφέροντα του κεφαλαίου έναντι εκείνων των μισθωτών, επαγγελματιών, συνταξιούχων, και άλλων ευάλωτων ομάδων. Σε μακροπρόθεσμη βάση στοχεύει στη δημιουργία ενός μοντέλου εργασίας με λιγότερα δικαιώματα και μικρότερη κοινωνική προστασία, με χαμηλούς και ευέλικτους μισθούς και την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής διαπραγματευτικής ισχύος για τους μισθωτούς.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε μια συγκυρία τέτοιας όξυνσης των κοινωνικών ανταγωνισμών όπως η σημερινή, μια κυβέρνηση που τάσσεται με τη μεριά της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί να υποχωρήσει σε εκβιασμούς για τη συνέχιση της λιτότητας. Δεν μπορεί να μεταλλαχθεί σε μια κυβέρνηση των λίγων, σε μια κυβέρνηση αυτών που όχι απλώς δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επιπλέον αντιμάχονται την παρούσα κυβέρνηση.
2. Ζώνη του ευρώ
Η ζώνη του ευρώ (ΖτΕ) αποτελεί μία ιδιόμορφη νομισματική ένωση, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν λειτουργεί ως δανειστής τελευταίας καταφυγής για τις χώρες-μέλη της (δεν δανείζει άμεσα τα κράτη-μέλη της ΖτΕ). Με τον τρόπο αυτό τα κράτη-μέλη της ΖτΕ εκθέτουν σκόπιμα τον εαυτό τους σε χρηματοπιστωτικό κίνδυνο, με βάση τον κανόνα ότι οι κρατικές πολιτικές πρέπει πάντα να «αξιολογούνται» από τις αγορές και να έχουν την έγκρισή τους, δηλαδή να εκφράζουν τα συμφέροντα των αγορών.
Έχοντας πολιτικά συνομολογήσει ότι δεν «επιτρέπεται» να δανείζονται άμεσα από την ΕΚΤ, τα κράτη-μέλη της ΖτΕ γνώριζαν εξαρχής ότι, σε μια συγκυρία δημοσιονομικής δυσχέρειας, για να έχουν την αναγκαία ρευστότητα ώστε να αποπληρώνουν τους κατόχους των κρατικών ομολόγων τους θα έπρεπε να περικόψουν κοινωνικές δαπάνες. Αυτό καθιστά τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας προϋπόθεση για τη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα. Οι κυβερνώσες ελίτ όλων των χωρών της ΖτΕ είχαν, επομένως, υποβάλει οικειοθελώς τον εαυτό τους σε έναν υψηλό κίνδυνο χρεοστασίου, προκειμένου να παγιώσουν τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές. Με άλλα λόγια, είχαν από κοινού αποφασίσει να εκμεταλλευτούν τις κρίσεις ως μέσα για την περαιτέρω ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους «παγιδεύει» τη δημοσιονομική πολιτική στη λιτότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απαξίωση της εργασίας.
Έχοντας συνείδηση της κατάστασης, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση δεν επιτρέπεται (και δεν πρόκειται) να εγκλωβιστεί σε αυτή τη νεοφιλελεύθερη παγίδα, επιδιώκοντας την πάση θυσία αποφυγή μιας καθυστέρησης πληρωμών προς τους δανειστές.
3. Ευρώ
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και ευρύτερα οι λαϊκές τάξεις στη ΖτΕ δεν έγκειται στο ότι περισσότερες χώρες έχουν το ευρώ ως κοινό νόμισμα. Έγκειται στο πολιτικό πλαίσιο, που επιβάλλει στις χώρες-μέλη της ΖτΕ να υπόκεινται στα κριτήρια, την αξιολόγηση και τη χρηματοδότηση των χρηματαγορών, καθώς η ΕΚΤ περιορίζεται στο ρόλο μιας «ιδιόμορφης» Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς τη λειτουργία του δανειστή τελευταίας καταφυγής.
Το ζήτημα είναι πολιτικό. Η νεοφιλελεύθερη παγίδα μπορεί να διαρραγεί όταν η ελληνική κυβέρνηση καταστήσει σαφές ότι, αν αναγκαστεί, θα τολμήσει να επιλέξει την καθυστέρηση πληρωμών, προκειμένου να μην αθετήσει τη λαϊκή εντολή, να μην προδώσει όσους την εμπιστεύτηκαν.
Η επίπτωση από μια αύξηση στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα είναι αμελητέα, αφού έτσι κι αλλιώς η χώρα βρίσκεται εκτός αγορών. Τα επιτόκια θα μειωθούν ραγδαία, αλλά και οι άλλοι χρηματοπιστωτικοί δείκτες θα βελτιωθούν αντίστοιχα, μόνο όταν θα υπάρξει μια βιώσιμη, δηλαδή επωφελής για την κοινωνική πλειοψηφία και συμβατή με τη λαϊκή εντολή συμφωνία.
Η καθυστέρηση πληρωμών δεν συνεπάγεται έξοδο από τη ΖτΕ. Η υιοθέτηση εκ μέρους οποιασδήποτε χώρας ενός νέου αποκλειστικού εθνικού νομίσματος θα μετέτρεπε τη ΖτΕ από μια ενιαία νομισματική περιοχή σε ζώνη σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η σταθερότητα (και ύπαρξη) της οποίας θα κατέρρεε σύντομα, από την ανεξέλεγκτη λειτουργία των χρηματαγορών στο περιβάλλον «συναλλαγματικού κινδύνου» που θα δημιουργείτο αμέσως μετά την πρώτη «έξοδο». Γι’ αυτό κανείς δεν θα τολμήσει να θέσει ζήτημα αποβολής της Ελλάδας από τη ΖτΕ.
Πολύ περισσότερο, η καθυστέρηση πληρωμών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν συνεπάγεται αυτόματα «πιστωτικό γεγονός», αφού για την ύπαρξη ή μη πιστωτικού γεγονότος πρέπει να αποφασίσει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου.
Μάλιστα, την 1/5/2015, τρεις σημαντικοί οίκοι αξιολόγησης, Standard and Poor’s, Fitch και DBRS, ανακοίνωσαν ότι δεν θα θεωρήσουν χρεοστάσιο (default) μια καθυστέρηση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου προς το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ. Ειδικότερα, ο Frank Gill, αξιωματούχος της Standard and Poor’s, δήλωσε τα εξής: «Εάν η Ελλάδα, για οποιοδήποτε λόγο, αδυνατούσε να πραγματοποιήσει μια πληρωμή προς το ΔΝΤ ή την ΕΚΤ, αυτό δεν θα αποτελούσε χρεοστάσιο σύμφωνα με τα κριτήριά μας, διότι πρόκειται για χρέος του “επίσημου” τομέα».
Εντελώς ανεξάρτητα από τα κομμάτια εκείνα της Αριστεράς που υποστηρίζουν την έξοδο από τη ΖτΕ και την ΕΕ στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου για τον ριζικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας, η «αποβολή από το ευρώ» αποτελεί από την αρχή της κρίσης μια κενή περιεχομένου προπαγάνδα εκφοβισμού εκ μέρους του εσωτερικού και διεθνούς νεοφιλελεύθερου κατεστημένου. Εντούτοις, στην προοπτική αυτή προσχωρούν εσχάτως και μερίδες της ελληνικής και διεθνούς ολιγαρχίας (με τους εκπροσώπους τους), που δραστηριοποιούμενες στο εξωτερικό, ή έχοντας την (κινητή) περιουσία τους σε διεθνές νόμισμα, ευελπιστούν να κερδοσκοπήσουν από την υποτίμηση ενός ενδεχόμενου νέου ελληνικού νομίσματος.
4. «Μνημόνιο για το κεφάλαιο»!
Ας το επαναλάβουμε: Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές με βάση τη δέσμευση ότι θα τερματίσει τις πολιτικές της λιτότητας και θα θέσει σε κίνηση μια διαδικασία στήριξης των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό σημαίνει ότι προτεραιότητα στις εξελίξεις έχει το «εσωτερικό μέτωπο», η πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, ενάντια στα συμφέροντα της ολιγαρχίας που επέβαλε τις μνημονιακές πολιτικές.
Ήδη χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ο λαός από την πρώτη στιγμή, μας έδειξε ότι βρίσκεται στο πλευρό μας και με τη μαζική παρουσία χιλιάδων πολιτών στους δρόμους, μας άνοιγε το δρόμο να προωθήσουμε όλα αυτά για τα οποία μας ψήφισε. Τις βαθιές τομές που θα αλλάξουν την εικόνα της κοινωνίας και θα δώσουν ελπίδα και κίνητρο στράτευσης και αγώνα στην κοινωνική πλειοψηφία.
Άλλωστε, αυτή η εσωτερική δυναμική μπορεί να τροφοδοτήσει την αποτελεσματικότητα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Θυμίζω εδώ τον βασικό κανόνα της διαπραγμάτευσης: Δεν πας να διαπραγματευτείς με τίποτε λιγότερο, τουλάχιστον από τα αιτήματά σου. Οι δίκαιες απαιτήσεις ενός λαού που ταλαιπωρήθηκε τουλάχιστον για μια πενταετία από αντιλαϊκές πολιτικές, που δεν πέτυχαν κανέναν από τους διακηρυγμένους τους στόχους, δεν μπαίνουν σε ποσοστά.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση. Οφείλει να επιδιώξει να περιορίσει τη στρατηγική του κεφαλαίου για υπαγωγή όλων των πτυχών της κοινωνικής ζωής στην εποπτεία των αγορών και στο κριτήριο του κέρδους, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον που κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ και αντιλαμβάνεται ως «ηθικό κίνδυνο» κάθε πολιτική που ευνοεί τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Βασικό ζητούμενο για μας είναι η «αντίστροφη αναδιανομή», που σημαίνει πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, μεταφορά των βαρών στους «έχοντες», ένα «μνημόνιο για το μεγάλο κεφάλαιο», που θα αποφέρει τα χρηματοδοτικά μέσα για την υλοποίηση του προγράμματός μας.
Όρο και προϋπόθεση αποτελούν η θέσπιση ενός ριζοσπαστικού φορολογικού συστήματος, που θα ελαφρύνει την κοινωνική πλειοψηφία και θα κατανέμει τα βάρη στο κεφάλαιο και τον πλούτο, η διεύρυνση του χώρου των κοινωνικών αγαθών στον αντίποδα της λογικής των ιδιωτικοποιήσεων, η δημοκρατία.
Η πλειοψηφία της κοινωνίας θα βρίσκεται πάντα στο πλευρό μιας κυβέρνησης που πασχίζει να σταματήσει τη λιτότητα και να αντιστρέψει τις προτεραιότητες πολιτικής προς όφελος των πολλών. Με άλλα λόγια, η πλειοψηφία της κοινωνίας θα είναι πάντα αντίθετη προς τη συρρίκνωση των μισθών και την επέκταση της επισφαλούς απασχόλησης, τον εκφυλισμό και τη συρρίκνωση των δημόσιων-κοινωφελών υπηρεσιών, που αυξάνουν το κόστος της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης, θα είναι αντίθετη με την αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση της καταστολής. Θα αντιλαμβάνεται πάντα την «κρίση της εργασίας» (δηλαδή την ανεργία, την κατάργηση δικαιωμάτων, την επισφαλή και κακοπληρωμένη εργασία, κλπ.) ως μια κοινωνική ασθένεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί καθαυτή, όχι ως μελλοντικό παρεπόμενο της ανάκαμψης των κερδών.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση και πρέπει να ανταποκριθούμε χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις!