Ως «αποτέλεσμα διευθετήσεων του παρελθόντος» ερμηνεύει το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η χώρα ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, σε εκτενή συνέντευξή του στην «Αυγή της Κυριακής». Ο Γιάννης Δραγασάκης υποστηρίζει ότι τους δύο προηγούμενους μήνες, Φεβρουάριο και Μάρτιο, αντιμετωπίστηκε το ζήτημα μέσα από την εντατικοποίηση των εσόδων και την μετάθεση πληρωμών αλλά επισημαίνει ότι αυτή η τακτική δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.
Ο κ. Δραγασάκης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιεί ότι αν συνεχιστεί η χρηματοδοτική ασφυξία της χώρας, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί, τελικά, να πάρει μέτρα από μόνη της, τα οποία προς το παρόν προσπαθεί ν’ αποφύγει, και εκτιμά ότι πιθανώς αυτή να είναι και η απώτερη επιθυμία ορισμένων, δηλαδή να φτάσει η νέα κυβέρνηση σε αυτό το αδιέξοδο. Γι αυτόν τον λόγο υποστηρίζει θα πρέπει το θέμα της επίλυσης της ρευστότητας να ενταχθεί στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και της λύσης.
Παρόλα αυτά, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης εκτιμά ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, ο κίνδυνος για την ελληνική οικονομία είναι αναστρέψιμος «υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συνεργασία των ευρωπαϊκών θεσμών και ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση, εντατικοποίηση και συντονισμός της δράσης της κυβέρνησης». Και επιρρίπτει ευθέως ευθύνη στην πολιτική που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς, όπως τονίζει, με τα περιοριστικά μέτρα που υιοθέτησε απέναντι στην Ελλάδα επιτείνει το πρόβλημα εφαρμόζοντας ουσιαστικά, όπως υπογραμμίζει, μια σκόπιμη «τακτική οικονομικού στραγγαλισμού». Αν το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπιστεί από κοινού με τους θεσμούς, επισημαίνει, «η ομαλή εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τις ανάγκες επιβίωσης και τη δυνατότητα ικανοποίησης βασικών αναγκών του ελληνικού λαού».
Ο Γιάννης Δραγασάκης υπογραμμίζει ότι η παράταση της αβεβαιότητας δεν συμφέρει κανέναν και πως πρέπει να υπάρξει δουλειά για επίτευξη συμφωνίας στο πνεύμα της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου και όχι στη βάση της 5ης αξιολόγησης του Μνημονίου, θέτοντας ότι και το κατεπείγον της κατάστασης αφού σημειώνει ότι «υπάρχει σαφής δυνατότητα αλλά και επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η μεταβατική συμφωνία τις πρώτες μέρες του Μαΐου, αν όχι και εντός του Απριλίου».
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης σχολιάζει και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από την προώθηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για τα ταμειακά διαθέσιμα και εκτιμά ότι και εξηγούνται οι αντιδράσεις και εν μέρει είναι δικαιολογημένες καθώς η κυβέρνηση δεν ενημέρωσε έγκαιρα όλους τους αρμόδιους φορείς για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, τα αίτια και τις διαστάσεις του, ενώ την ίδια στιγμή, ενώ «οι πικρές εμπειρίες και οι μνήμες από το κούρεμα των αποθεματικών με το PSI είναι ακόμη νωπές».
Επαναλαμβάνει κατηγορηματικά ότι «δεν τίθεται θέμα νέων μνημονίων…δεν έχει ούτε πολιτική ούτε οικονομική λογική η συζήτηση για νέα μνημόνια». Και εκτιμά ότι τα ζητούμενα είναι η ρύθμιση για βιώσιμο και εξυπηρετούμενο χρέος, δημοσιονομική πολιτική χωρίς εξωπραγματικά πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν ανισότητες, ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων και πηγές χρηματοδότησής τους για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Καταλήγει δε ο κ. Δραγασάκης διατυπώνοντας την σκέψη ότι πιθανώς οι σκληρότερες αντιδράσεις για την νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης «ίσως να μην έρθουν από την Ευρώπη, αλλά από μέσα, «από τις εγχώριες ελίτ, τα “κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας”».