Στα χέρια ή καλύτερα στην κρίση της Άνγκελα Μέρκελ, κατά κύριο λόγο, φαίνεται ότι βρίσκεται για μια ακόμη φορά το τι μέλλει γενέσθαι με τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αθήνα και στους δανειστές.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις πληροφορίες και τις διαρροές που υπήρχαν λίγη ώρα πριν την συνάντηση της Γερμανίδας Καγκελαρίου με τον Έλληνα Πρωθυπουργό στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής για την Μετανάστευση, αν και όπως έγινε γνωστό θα πραγματοποιηθεί συνάντηση και με τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Από ελληνικής κυβερνητικής πλευράς διαρρεόταν ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα ενημερώσει την κ. Μέρκελ για τα βήματα τα οποία έχει κάνει η Αθήνα και για τις υποχωρήσεις στις οποίες έχει προβεί όσον αφορά ακόμη και στις «κόκκινες γραμμές» που είχε θέσει.
Πρακτικώς ο κ. Τσίπρας αυτό που θα επιδιώξει να δείξει στην κ. Μέρκελ είναι ότι η Αθήνα έκανε το 70% του δρόμου προς μια συμφωνία, προκειμένου να ζητήσει να κάνουν οι εταίροι το υπόλοιπο 30%, όπως είχε συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια της συνάντησης Τσίπρα – Μέρκελ στο Βερολίνο, περίπου πριν από ένα μήνα.
Βασικό ατού του Έλληνα Πρωθυπουργού στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι όντως έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στις διαπραγματεύσεις στο Brussels Group και έχουν εντατικοποιηθεί προχωρώντας χωρίς προβλήματα και οι διαπραγματεύσεις σε τεχνικό επίπεδο στην Αθήνα όπου διαμηνύεται από όλες τις πλευρές.
Αξιοποιώντας αυτά τα στοιχεία, ο Αλέξης Τσίπρας θα ζητήσει να εφαρμοστεί η πρόβλεψη της απόφασης της 20ης Φεβρουαρίου για «κλείσιμο» μιας πρώτης συμφωνίας στα τέλη Απριλίου, έτσι ώστε να εντατικοποιηθούν περαιτέρω οι διαβουλεύσεις στο Brussels Group από το Σάββατο μέχρι και την επόμενη Τετάρτη και να καταστεί εφικτή η επίτευξη μιας τέτοιας ενδιάμεσης συμφωνίας σε ένα έκτακτο Eurogroup την Πέμπτη, δηλαδή την τελευταία μέρα του Απριλίου.
Ακόμη όμως και αν δεν υιοθετηθεί το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, η ελληνική πλευρά θα ήταν ευχαριστημένη και με το ενδεχόμενο να δρομολογηθεί η διαδικασία για επίτευξη συμφωνίας στο Eurogroup της 11ης Μάη, κάτι που θα δώσει χρηματοδοτική ανάσα στην Αθήνα.
Οι συζητήσεις για την οριστική συμφωνία θα εξελιχθούν, στη συνέχεια, όπως έχει συμφωνηθεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση διαμηνύει ότι ούτε θέτει τελεσίγραφα προς τους δανειστές και την κ. Μέρκελ ούτε περιμένει κάποιου είδους απόφαση, γραπτή ή προφορική, από το Eurogroup της Ρίγας αλλά ένα «θετικό σήμα» που θα δώσει περαιτέρω ώθηση στις διαβουλεύσεις.
Όλα αυτά, φυσικά, προϋποθέτουν ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα συναινέσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, να ρίξει «βάρος» στα όσα βήματα έχουν γίνει από την Αθήνα αφήνοντας κατά μέρος τις «αυστηρώς τεχνοκρατικές λεπτομέρειες», όπως λέει η Αθήνα, για τις οποίες κατηγορεί ορισμένους από τους εκπροσώπους των θεσμών, κυρίως του ΔΝΤ, οι οποίοι επιμένουν στην τήρηση «κατά γράμμα» όλων των προβλεπόμενων από το προηγούμενο πρόγραμμα μην αφήνοντας αρκετό περιθώριο ελιγμών για την αντικατάσταση μέτρων από πλευράς Αθήνας. Μην κάνοντας δηλαδή τη διαδρομή αυτή του 30% προς μια συμφωνία δια μέσου λίγων υπαναχωρήσεων. Οι δανειστές, βέβαια, υποστηρίζουν ότι υπάρχει αυτή η ευελιξία αλλά η Αθήνα, μέχρι στιγμής, δεν έχει παρουσιάσει επαρκή ισοδύναμα.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η όποια παρέμβαση θα μπορούσε να έχει η Άνγκελα Μέρκελ. Εφόσον η ίδια επιλέξει να δώσει «αυτό το περιθώριο χώρου και χρόνου» στον Αλέξη Τσίπρα αναμφίβολα ένα «πράσινο φως» από την ίδια στο να «αφεθούν για λίγο στο πλάι» ορισμένα τεχνικά ζητήματα θα δώσει ώθηση στις διαπραγματεύσεις και αυτής της φάσης αλλά και της τελικής μέχρι τα τέλη Ιουνίου.
Ουσιαστικά, με άλλα λόγια, φαίνεται ότι αυτό ακριβώς εννοούσε και ο Ν. Θεοχαράκης μετά την ολοκλήρωση του Brussels Group την Τετάρτη το βράδυ, όταν έλεγε ότι υπάρχει πρόοδος αλλά και σημαντικές διαφορές και ότι είναι αναγκαία μια «πολιτική συμφωνία».
Στο παζλ των εξελίξεων έρχονται να προστεθούν και οι πληροφορίες που μεταδίδει το euro2day σύμφωνα με τις οποίες στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον συνεδρίαση του λεγόμενου «club της Ουάσινγκτον» για την Ελλάδα, στην οποία συμμετείχαν η Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ο Διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο Πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, οι Υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν, της Ιταλίας Πιερ Κάρλο Παντοάν και της Ισπανίας Λουίς Ντε Γκίντος και εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί και ο Αντιπρόεδρος για οικονομικά θέματα Βάλντις Ντομπρόφσκις. Ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών δεν προσκλήθηκε.
Κατά τις πληροφορίες πάντα του euro2day, από την συνάντηση δεν προέκυψε αποτέλεσμα, καθώς υπήρξαν διαφωνίες ως προς τη στάση που πρέπει να τηρηθεί απέναντι στην Ελλάδα. Οι κ.κ. Λαγκάρντ, Σόιμπλε και ντε Γκίντος, ως συνήθως, τάχθηκαν υπέρ μιας σκληρής στάσης που θα πιέσει να «κλείσουν» όλα, συμπεριλαμβανομένων και όσων περιλαμβάνονται στις «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης χωρίς καμία ανοχή. Οι κ.κ. Μοσκοβισί, Ντομπρόφσκις και οι Υπουργοί Οικονομικών Ιταλίας και Γαλλίας φέρονται να τάχθηκαν υπέρ της τήρησης ηπιότερης στάσης υποστηρίζοντας ότι πρέπει να δοθούν περιθώρια ελιγμών στην ελληνική κυβέρνηση και να μην τεθούν τα πάντα με την μία στο τραπέζι και στην μέση βρέθηκαν οι κ.κ. Ντάισελμπλουμ και Ντράγκι οι οποίοι φαίνεται ότι δεν αποκλείουν την σκληρή στάση αλλά θεωρούν ότι θα πρέπει να υπάρξουν και «έξοδοι διαφυγής» χωρίς να δημιουργείται μόνο κλίμα ρήξης.
Αυτό που φαίνεται πάντως να προκύπτει, από τις ίδιες πηγές, είναι ότι αν σε κάτι συμφώνησαν οι συμμετέχοντες στην ίδια συνεδρίαση είναι ότι θα ζητηθεί πιεστικά από τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να αποκτήσει ο ίδιος μεγαλύτερη εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις εκτιμώντας ότι αυτό διασφαλίζει την άμεση ενημέρωσή του για τις εξελίξεις χωρίς «ενδιάμεσους» και «τυχόν παρεξηγήσεις».