Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, σχεδόν οι μισές από τις απειλούμενες αντιλόπες σάιγκα που ζουν στο Καζακστάν -περισσότερα από 100.000 ζώα- πέθαναν ξαφνικά από άγνωστα αίτια, απειλώντας με εξαφάνιση ένα είδος που επιζεί από την τελευταία εποχή των παγετώνων.
Εκατομμύρια αντιλόπες σάιγκα (Saiga tatarica) βοσκούσαν κάποτε στα λιβάδια της Ευρασίας μαζί με τριχωτά μαμούθ. Ο αριθμός τους όμως μειώθηκε δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω του κυνηγιού και της συρρίκνωσης των ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το in.gr. Σήμερα, το Καζακστάν φιλοξενεί το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού της αντιλόπης, η οποία ξεχωρίζει από τα κέρατά της που θυμίζουν λύρα και το ρύγχος της που μοιάζει με προβοσκίδα. Μικρότερα κοπάδια ζουν στη Ρωσία και την Μογγολία, ενώ στην Κίνα το είδος έχει εξαφανιστεί λόγω της ζήτησης για τα κέρατά του.
Περίπου 300.000 σάιγκα εκτιμάται ότι υπήρχαν στο Καζακστάν στις 11 Μαΐου, όταν βρέθηκε το πρώτο νεκρό ζώο. Μέχρι τις 27 Μαΐου, σχεδόν 121.000 κουφάρια είχαν καταμετρηθεί σε τρεις μεγάλες περιοχές, ανακοίνωσε το Υπουργείο Γεωργίας της χώρας. «Πιστεύουμε ότι αιτία θανάτου είναι η παστερέλλωση» ανακοίνωσε κτηνίατρος του υπουργείου σύμφωνα με το Reuters, αναφερόμενος στην ασθένεια που προκαλούν βακτήρια του γένους Pasteurella. Τα μικρόβια αυτά ζουν κανονικά στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα χωρίς να προκαλούν συμπτώματα, σε σπάνιες περιπτώσεις όμως μπορούν να προκαλέσουν πνευμονία και σηψαιμία.
Οριστική απάντηση αναμένεται από αναλύσεις σε δείγματα εδάφους, αέρα, νερού και νεκρών ζώων, διευκρίνισε το υπουργείο. Από το ένα εκατομμύριο αντιλόπες σάιγκα που υπήρχαν στο Καζακστάν τη δεκαετία του 1990, μόλις 21.000 απέμεναν το 2003 λόγω λαθροθηρίας και ασθενειών. Το 2005 η κυβέρνηση της χώρας άρχισε να εφαρμόζει σχέδιο για την προστασία του είδους και ο πληθυσμός ανέκαμψε.
Σύμφωνα με τη λεγόμενη Κόκκινη Λίστα που εκδίδει η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), η αντιλόπη σάιγκα ανήκει στα είδη που αντιμετωπίζουν κρίσιμο κίνδυνο εξαφάνισης. Στο Καζακστάν σπεύδει τώρα κλιμάκιο ειδικών από τη Βρετανία, τη Γερμανία και τον Παγκόσμιο Οργανισμό για την Υγεία των Ζώων.