Tο κύμα των νεόπτωχων που έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδας FAZ και του δημοσιογράφου Φίλιπ Πλίκερτ που ταξίδεψε στην Αθήνα για να καλύψει το θέμα.
Αναφέρει πως ακόμη και τώρα υπάρχουν Έλληνες που ντρέπονται για τη φτώχεια τους και προσπαθούν να την κρύψουν. Αν και πολλοί από αυτούς που υπέστησαν μεγάλες ζημίες ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης αναγκάζονται να ζητούν ένα πιάτο φαγητό στις «τράπεζες γευμάτων». Ήτοι, σε σημεία που διανέμεται δωρεάν φαγητό. Ένα τέτοιο σημείο βρίσκεται στη Σοφοκλέους.
Ο δημοσιογράφος καταγράφει την εικόνα όσο πιο ανάγλυφα μπορεί: βλέπει κυρίως άνδρες όλων των ηλικιών και των φυλών, ενώ δεν λείπουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Συναντάει μια Αγγλίδα, την Τζέιν, που ζει στην Αθήνα εδώ και 40 χρόνια και προσφέρει εθελοντική εργασία. Οι άνθρωποι στέκονται στωικά στην ουρά και περιμένουν να πάρουν το πολυπόθητο πλαστικό πιάτο της ημέρας (φασόλια με σάλτσα και ένα κουλούρι). Άνθρωποι πεινασμένοι και καταπονημένοι δεν διστάζουν να ανοίξουν αμέσως το πακέτο και να φάνε στη μέση του δρόμου, δίχως να ενδιαφέρονται για την εικόνα που παρουσιάζουν στους περαστικούς.
Ο πάτερ Μάλκολμ, ένας αγγλικανός ιερέας που μετέχει στο πρόγραμμα, αναφέρει πως καθημερινά διανέμονται 800 γεύματα τα οποία οργανώνει και χρηματοδοτεί η Ορθόδοξη Εκκλησία. «Το πρόγραμμα ξεκίνησε από έξι χρόνια. Στην αρχή δημιουργήθηκε να προσφέρει βοήθεια στους μετανάστες από την Παλαιστίνη. Καθώς, όμως, βάθαινε η κρίση στην Ελλάδα, ολοένα και περισσότερο εμφανίζονταν Έλληνες. Τώρα, τα 2/3 των ατόμων που στέκονται στην ουρά είναι Έλληνες και μόλις το 1/3 μετανάστες». Μια φευγαλέα ματιά δεν σε πείθει πως οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται κάτω από καθεστώς άμεσης ανάγκης. Φορούν καθαρά ρούχα και δεν δείχνουν ατημέλητοι. Κι όμως, κατά βάθος είναι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα να εξοικονομήσουν το καθημερινό πιάτο στους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους.
Ο πατέρας Μάλκολμ λέει πως στην αρχή υπήρξαν προστριβές ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς που προέρχονταν από αφρικανικές χώρες. Έτσι, η Εκκλησία αποφάσισε να χωρίσει τα μέρη στα οποία πρέπει να προσέρχονται οι μετανάστες και οι φτωχοί για να παίρνουν το φαγητό τους – σε άλλο μέρος πηγαίνουν οι χριστιανοί και σε άλλο οι μουσουλμάνοι.
Το κόστος των γευμάτων είναι σοβαρό θέμα, γι’ αυτό και ο πατέρας Μάλκολμ κάνει έκκληση για περισσότερες δωρεές από ανθρώπους που έχουν χρήματα. Το κόστος του ημερήσιου σιτηρεσίου υπολογίζεται στα 73 λεπτά ανά πιάτο. Όπως λέει, όμως, προσφέρει χαμόγελα και για μισή ώρα, οπότε και έχει γίνει η διανομή του φαγητού, επικρατεί μια παράξενη ειρήνη στην Ομόνοια.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, οι περισσότεροι Έλληνες που έρχονται στην τράπεζα τροφίμων δεν είναι άστεγοι, επιβιώνουν κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή αναγκάζονται να δουλεύουν ως αδήλωτοι εργάτες. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να αναζητούν ένα δωρεάν πιάτο φαγητό που υπό άλλες συνθήκες δεν θα το είχαν. Ο πατέρας Μάλκολμ λέει στον δημοσιογράφο: «Στην αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρατήσει εχθρική στάση προς την Εκκλησία. Στη συνέχεια, όμως, συνειδητοποίησε το σημαντικό έργο που κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε όλη την Ελλάδα προσφέρει 250.000 γεύματα σε άπορους ανθρώπους, οι περισσότεροι εξ αυτών είναι Έλληνες». Οι αντιδράσεις των ανθρώπων ποικίλουν. Στην αρχή ήταν θυμωμένοι και επιθετικοί. Πλέον, έπειτα από έξι χρόνια ανέχειας, έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους και νιώθουν κουρασμένοι.
Κατά τον Νίκο Βέττα, Καθηγητή Οικονομικών και διευθυντή του ΙΟΒΕ, υπάρχουν τρεις λόγοι που υπάρχουν ακόμη «μαξιλάρια» για τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης. Ο πρώτος λόγος είναι ότι μερικοί άνεργοι εργάζονται με «μαύρα» χρήματα. Κάτι που είναι αρκετά διαδεδομένη στην Ελλάδα. Δεύτερος λόγος είναι ότι η οικογένεια στηρίζει τα αδύναμα μέλη της. Βλέπει κανείς τα παιδιά να επιστρέφουν στους γονείς ή τους παππούδες για να αντέξουν την κρίση. Παράλληλα, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι ότι οι Έλληνες είναι ένα έθνος ιδιοκτητών ακινήτων. Παρατηρείται, δε, το φαινόμενο κάποιοι να ζουν ένα σημαντικό διάστημα από τις αποταμιεύσεις τους, οι οποίες και αυτές εξαντλούνται με τον καιρό. Ειδικά μετά την επιβολή των φόρων όπως ο ΕΝΦΙΑ.
Ο πατέρας Μάλκολμ, δίχως διάθεση να πολιτικολογήσει, εξηγεί γιατί οι Έλληνες επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ. «Έδωσε μια μεγάλη ελπίδα. Υποσχέθηκε πως θα σταματήσει τη λιτότητα. Αμφιβάλλω, όμως, αν έχει λύσεις. Υποστηρίζει τον δημόσιο τομέα που στην Ελλάδα είναι μεγάλος και πολύ ακριβός. Ακόμη και τώρα σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, οι υπάλληλοι του Δημοσίου έχουν κάποια προνόμια και μπορούν να βγαίνουν νωρίς σε σύνταξη. Για να καταλήξει με τη μοιρολατρία που έχει «χτυπήσει» την ελληνική μεσαία τάξη: «Κάποιοι θα εξακολουθήσουν να ζουν μέσα στις όμορφες βίλες και τα σπίτια τους, ακόμη και αν μέσα δεν υπάρχει τίποτα, καθώς τα έχουν πουλήσει για να ζήσουν. Το κακό υπάρχει πίσω από τις κλειστές πόρτες».